Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ ...

Από  ‘να τίποτα  έγινα…
Σ’ ένα  άλλο τίποτα πάω…

Από το πουθενά
στο άλλο τίποτα
κυλάει  η ζωή μου…

Και όλο αλλάζω…

Κι η φθορά που τρώει
τους τόπους γύρω μου
είμαι…

Αμμοβολή ο χρόνος
στο κορμί μου
στο πνεύμα μου …

Αυτό που υπήρξα  είμαι
γίνομαι μνήμες...

Άλληλες στιγμές…
Όσο κρατάει η αστραπή
και σβήνουν…

Σωρεύονται…
Η ζωή μου είναι…

Με το τίποτα ζω…
Το τίποτα πια θέλω…
Έτσι που το ελάχιστο
βλέπω πολύ και άφθονο…

κι όσα στους καιρούς
καταπιάστηκα
γεννήματα  κρυφής
 και μάταιης δόξας…

Τόσο αδύναμος  στάθηκα…

Και η θωριά της αλήθειας
 Φόβος
Κρατιέμαι από το Φως…

Αγαλήνευτη ψυχή η ζωή μου
κι ανήσυχη

Πορεύεται….

ΑΘΗΝΑ 5/12/2015

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

ΣΚΙΕΣ

Η ψυχή ως της λύπης μορφή
‘χαρακώθη  σε πέτρα τραχιά
και ως πόνος…

Ως θολή σκοτεινιά η πείνα
λιγώνει τα μάτια
κι οι γάντζοι μαύρα χέρια
ανασκαλεύουν τους κάδους…

Τη στιγμή που λιγοστεύει το φως
ως μορφές ταπεινές
θεριεύουν οι σκιές
κι οι τσακισμένες   ‘περηφάνειες
βγαίνουν στους δρόμους

Ξεχαρβαλωμένα καρότσια
ένας  ένας  δυό  δυό
 σπρώχνουν οι άντρες…

Με φτηνά κοκκινάδια κι αρώματα
οι κοπέλλες  και καλούν
σε  έρωτες που υπομένουν
φτηνή αμοιβή φτηνά κρεββάτια
και βλέμματα απλανή
αλλού ταξιδεμένα…

Ω  ηδονή βυθισμένη
 στην αλληλέγγυα θλίψη
- αλλού κορμί αλλού ψυχή
 και σκέψη ακίνητη -
αγκομαχάς να τελειώσεις…

Αδικαίωτες της μοναξιάς προσδοκίες
παιδιά της φιλόξενης και εγκάρδιας νύχτας
μόνη σας αγκαλιά το σκοτάδι….


Η ψυχή πέτρα ως πέτρα βαραίνει
και κλεί της νύχτας τα πλάσματα
 και το φως που πληγώνει…

Γλώσσα μου κάνε να φτάσω
 να ιστορήσω τα βάσανα….

ΑΘΗΝΑ 29/11/2015

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΕΤΑΒΑΙΝΟΝΤΑΣ

Και φύσηξε τότε ο άνεμος

και θρόισαν τα φύλλα
και σύριξαν οι καλαμιές
 και παφλάσαν  τα κύματα …

και ο άνθρωπος άκουσε…

και, όμοια ο άνεμος , φύσηξε
 και το στόμα του γέννησε φθόγγους
και  άρθρωσε γλώσσα και νότες..

Κι έβαψε ο  ήλιος τα βουνά

την αυγή και το δείλι
και τη θάλασσα ως πέρα μακριά
και τους κάμπους

και ο άνθρωπος είδε…

και  αποστήθισε την ομορφιά
και  τα χρώματα
και βάλθηκε να  ιστορεί
σε καμβάδες και τοίχους
τόπους  φως και νερά

και αφουγκράστηκε την σκληρή πέτρα
 και το μάρμαρο…
Μέσα τους  ένοιωσε μορφές και πουλιά
την καρδιά του την ίδια…

Και με σφυρί και σκαρπέλο πελεκώντας
κίνησε να λευτερώσει τον άγγελο μέσα τους
που ήταν η ψυχή του…

και εγέννησε ο άνθρωπος  τέχνες…

Της μιλιάς και των ωραίων ήχων
και των χρωμάτων όλων
που του χάρισε το φως
μαζί με εκείνη τη σκληρή των αγαλμάτων…

κι αργότερα την τέχνη των ψευδαισθήσεων
με όλους τους τρόπους που έχει
 η οφθαλμαπάτη να συντηρεί τα όνειρα…

Καθ’ εικόνα και ομοίωση του κόσμου γύρω του …

ΑΘΗΝΑ 27/11/2015

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

ΕΚΚΛΗΣΗ

Η αγάπη στα μαλλιά σου
αηδονάκι  κάθισε
κι η αυγή στα δυό σου χείλη
σα φιλί περπάτησε

Δροσοστάλαξε η καρδιά μου
χίλια χρώματα
από φως σ’  έχει πλασμένη
 κι απ’ αρώματα

Στόμα μου μοσχοβολιά μου
ηλιαχτίδα μου
τα δυό χέρια σου αγκαλιά μου
και πατρίδα μου…

Ανθισμένο  μου αεράκι
και φωνούλα μου
λεπτοφτέρουγή μου αγάπη
λιβελούλα μου

Σε προσμένω στ’ όνειρά μου
και στο ξύπνιο μου
μυρωδάτη μου ομορφιά μου
λεμονάκι, κίτρο μου

έλα ξάπλωσε κοντά μου
 μες τα χάδια μου
να απαλαίνει η μοναξιά μου
και τα βράδυα  μου…

ΑΘΗΝΑ 23/11/2015

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

ΆΦΕΥΚΤΟΣ ΔΡΌΜΟΣ

Άνθρωπε!

Τα χρόνια που φεύγουν
δαγκώνουν την ψυχή σου
η μελαγχολία βάφει τον κόσμο σου
με στάχτη
κάθε που φτάνεις στη μεγάλη καμπή
πριν τη μεγάλη ευθεία

Στην άκρη τούτης της αμετάκλητης πορείας ο Θάνατος

Σύναξε την τελευταία ικμάδα
αξιοπρέπειας και κοίτα τον  στα μάτια
όπως τον κοίταξες φορές δυό
 που το ρολόι έδειχνε κρίσιμη ώρα

Στιγμές δυό που η ένταση πέτρωσε τη σκέψη
με καρδιά πληγή και στήθος ανοιχτό
στιγμές δυό και ώρες δώδεκα
που σε ταξίδεψαν στην πέρα όχθη

Σύναξε τις μικρές σου νίκες
όσο ο έρωτας με εφήμερες δάφνες
και αυθάδη έξαρση  εξακοντίζεται
υγρός στον ελάχιστο της ηδονής καιρό
 με την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας του κορμιού
και την πίστη κάθε φορά πως ξορκίζει τη φθορά

πέφτοντας αποκαμωμένο πλάι
 στην αιώνια μήτρα
Ω παρηγοριά γυναίκα
χάδι που γλυκαίνεις την σκληρή αλήθεια
κάθε που αποκαλύπτεται δόξα κενή
και οι νίκες αυταπάτες…

Ω! άνθρωπε
Νους και καρδιά που υπεκφεύγει
την  αδιαμφισβήτητη γνώση της ανέκκλητης μοίρας σου..
Κάτω από το γέλιο σου, κάτω από τα πόδια σου
απλώνεται η θλίψη σου
« κραταιά ως θάνατος»

ΑΘΗΝΑ 21/11/2015

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

ΚΑΘΑΡΜΟΣ

Πυρουργός
τα όσα φέρνει η ζωή
 να πυρώνεις σε σκέψη καμίνι
και με κρίση φωτιά

Να χτυπάς δυνατά
 το σφυρί στο αμόνι
ώσπου να πέσει
 το ψέμμα σκουριά
 και  ατσάλι να στεριώνει
 η αλήθεια

Στο ίδιο καμίνι
να πυρώνεις τις λέξεις
Τα μαλάματα να καις
που τις έντυσαν χρόνια

Καύτρα την καύτρα ποιητή
ν’ απολεπίζεις τη ζωή απ' το ψέμμα
να γίνονται οι λέξεις ατσάλι
πέτρες σκληρές

 Να στεριώνει το ποίημα

ΑΘΗΝΑ 10/11/2015

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

ΑΠΑΘΕΙΑ

Κηλιδωμένα κύματα
ματωμένα

Η εικόνα επαναλαμβάνεται
ξανά και ξανά
αμβλύνεται η οργή

Ο θάνατος ξανά και ξανά
ακίνητα μάτια
 ακίνητα μυαλά

Η πληροφόρηση άκριτη καλπάζει
 η πληροφόρηση άκριτα σκοτώνει

Τούτη η νύχτα τούτος ο φόβος
θεριεύουν

Το μακρύ κορδόνι της απόγνωσης
αγριεύει

Περπατά και αγριεύει
 σαν  απρόβλεπτη απειλή
που προέκυψε

καρφωμένοι στην τηλεόραση
 οι ασφαλείς κοιτάνε
καρφωμένοι στην τηλεόραση
οι αφελείς κοιτάνε….

ΑΘΗΝΑ 5/11/2015

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

ΠΟΙΗΤΗΣ

Να ‘μουν κι εγώ ένας ποιητής
να ‘μουν και τροβαδούρος
να συνταιριάξω   ένα σκοπό
να πλέξω δυο τραγούδια
να τραγουδήσω  τους καημούς
του έρωτα τα πάθη
αγάπες που ξεχάστηκαν
πόθους που μαραθήκαν

Να πω για τα ψηλά βουνά
της θάλασσας τα βάθη
να πω για μια Βασιλική
για μια κυρά Φροσύνη
για τη Μαριώ απ’ τους Πενταγιούς
και τα παθήματά της
Να πω για μια μελαχροινή
μια γαϊτανουφρυδούσα|
και για τα μαύρα μάτια της
τα μαύρα τα μαλλιά της…

Μα εγώ δεν είμαι ποιητής
δεν είμαι τροβαδούρος
να βρω  δυό ρίμες να πονούν
δυο λόγια να δακρύζουν
να μοιάσουν ντέρτι που μαδά
καρδιά που τρέχει αίμα
και σκέφτομαι ξεριζωμούς
κοσμάκη που υποφέρει
και σκέφτομαι τα βάσανα
που βρήκαν τους δικούς μου…

Με παίρνει το παράπονο
και μοναχός μου κλαίω....

ΑΘΗΝΑ  18/9/2015

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

ΓΙΟΦΥΡΙ

Απ’ το κακό κυνηγημένη
έφτασες στη θάλασσα

Στο μικρό σου μπογαλάκι
η λαχτάρα  σου να ζήσεις
από ξέρα σε ξέρα  πετώντας
και από νησί σε νησί

για  να διαβείς αντίπερα…

Άσπρη μου τριανταφυλλίτσα
 στα νερά μου μάδησες…

« αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο
 γιοφύρι δε στεριώνει»
 κορμί κορμί η λευτεριά
πνιγμένο τον πνιγμένο…

Η Ελλάδα κομμάτια
η ψυχή μου κομμάτια
ριγμένη στο πέλαγο
με μύρο και ροδόσταμο
το σώμα σου να πλύνω

 «και στένομαι ανατολικά
 και κάνω το σταυρό  μου»

 Άσπρη μου τριανταφυλλίτσα
 ψέμματα σου ‘τάξανε…

Στο μικρό σου μπογαλάκι
και στα μάτια σου
η λαχτάρα για να ζήσεις
 και η απόγνωση

Πεινασμένα προχωράτε
δάκρυα μου ξυπόλυτα
πονεμένες μου αλήθειες
καταργώντας σύνορα…

Άσπρη μου τριανταφυλλίτσα
και λαχτάρα μου
σε στοιβάξανε σε τραίνα
 και μακριά σε πήρανε

ΑΘΗΝΑ 13/9/2015

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

ΟΙΩΝΟΙ

Τρείς οι δικές μου γάτες
και μια  ξένη τέταρτη
καμουζή στο χρώμα  «κοοοτσίτττ»  είπα
κι έφυγε κατά το κοιμητήρι

κι ο λιόκαρπος   στα γυμνά
δαρμένα δέντρα  πράσινος
 σα στενοχώριες…..

Τα πρωτοβρόχια αργούν
και το κάρο προχωρούσε αργά
 μέσα σε κόκκινη σκόνη
φορτωμένο  σκουτιά κουρελούδες
και  μέσα  απ’ το σωρό δυό
γάμπες γυναίκειες  που κρέμονταν
κι όλο το πίσω μέρος
ένας τεράστιος δίσκος κόλλυβα
πασπαλισμένος  ζάχαρη άχνη

Κι έμοιαζε η αίθουσα 
με δημόσια ουρητήρια
 μύριζε αμμωνία και ακαθαρισίες
 έτσι  που γλίστρησα 
κι ανασηκώθηκα πάλι
χωρίς ν’ αγγίξω  το δάπεδο
κι όλο γύρω φίλοι  καθισμένοι
 σε γραφεία που τους φίλησα
 έναν έναν και μόνο τον Αντρέα
γνώρισα κάτι πήγα ν’ αστειευτώ
 δεν τα κατάφερα
ήτα οι στιγμές  πικρές
 κι οι  μνήμες  κρίσιμες…

 Δε θυμάμαι  αν ήταν Πέμπτη
ούτε τι χρώμα είχε η δεκαεννιά τ’  Απρίλη
κείνης της χρονιάς
 μόνο πως ήταν φαρδιά σαν πλατεία

πως έγινε και στένεψε τόσο η καρδιά
 σαν Παρασκευή προτού το μεσονύχτι
σινδόνη η νύχτα και την σκέπασε….

ΑΘΗΝΑ 8/9/2015

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

ΙΣΧΑΙΜΙΑ

Μη κουραστείς καρδιά μου

στο στήθος βελονιές
τόσες αγάπες
τόσα κύματα το αίμα

ο πόνος που έρχεται
με το πρώτο κρύο φύσημα
ο θάνατος που μας παραμονεύει
Μένω άγρυπνος
Φοβάμαι

Μην κουραστείς καρδιά μου

Πάλι οι δυό μας μόνοι
μη με εγκαταλείπεις
Βάζω το χέρι στο στήθος
με τρομάζεις…

Μου μιλάς σαν παλιά ψύξη
 στην αριστερή ωμοπλάτη
με βασανίζεις στο  περπάτημα
Εσύ η θάλασσα
με τα παράπονά μου
Εσύ το βουβό μου κλάμα
του έρωτα ανυπόμονοι παλμοί

Τώρα το αίμα που εμποδίζεται
η ζωή που εμποδίζεται
ο δρόμος που κλείνει…

Μη χαθούμε καρδιά μου
 μη κουραστείς….

ΑΘΗΝΑ  5/9/2015

Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

ΜΕΤΡΩ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ

Μετρώ τις μέρες σ' ένα κόσμο που φθίνει....
Με κηδείες με μνημόσυνα με μνήμες πικρές
και νοσταλγίες αβάσταχτες ...
Που έφυγε τόσος κόσμος που χάθηκε...
Η Δόξα σκόρπια κόκκαλα......
Μια τρίχα απόσταση η άλλη όχθη
Σε τούτο τον τόπο δεν απολείπουν τα κόλλυβα...
ΒΑΣΙΛΑΚΙ 29/8/2015

Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΠΡΟΣΦΥΓΟΥΛΑ

Σαν είμαι σε πλοίο δε βγαίνω  στην κουβέρτα…
Φοβάμαι  μη σκοντάψουν τα μάτια μου
σε σώματα αθώων νεκρών να επιπλέουν…
Φοβάμαι μη το πλοίο ανοίγει δρόμο  ανάμεσα
από σώματα αθώων νεκρών που επιπλέουν….

Τούτη η θάλασσα που μας πίκρανε
 και μας πικραίνει πάλι
αλμυρή ελπίδα δρόμος τους και τάφος…..

Πλέκω την ψυχή μου στεφάνι την  αποθέτω στα νερά…
Κόβω την ψυχή μου αντίδωρα στα νερά να σκορπίσουν

Ψυχή μου προσφυγούλα  μου   πόσες φορές διωγμένη…
Πίσω μας  εκρήξεις, πέτρες ψηλά για μια στιγμή και πόδια
και χέρια και θάνατος  στη σκόνη τυλιγμένος…

Πόσο  πολύ που στένεψε η ζωή….
Πόσο πολύ που μάκρυναν οι δρόμοι…
Σε τούτη εδώ τη θάλασσα το δάκρυ μου ναυάγησε…

Από νησί σε νησί, απ' όνειρο σ' όνειρο πατώντας
 έλπιζα  να σε φτάσω λευτεριά…
Πάλι το δρόμο σου τον κλειούν  χωροφυλάκοι,
ακταιωροί,  συρματολέγματα ….

Ψυχή μου μάτια μου και πρόσωπα βγαλμένα από   κλάηματα
ψυχή μου μάτια μου και πρόσωπα πολυοβασανισμένα
πώς να σας ιστορήσω….

Ο κόσμος που  πια δεν πεινάει
ο κόσμος που πια δε σκοτώνεται σε πολέμους
 και σε εμφύλιους σπαραγμούς
σας βλέπει να φτάνετε σαν απειλή και φοβέρα….
  τ' απελπισμένου 
οργή και σκοτεινιά…..

ΒΑΣΙΛΑΚΙ 25/8/2015

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

ΒΑΣΙΛΑΚΙ

Ο τόπος μου Εγώ...

Παιδιά και η καυτή άμμος του Ερύμανθου τον Αύγουστο στα γυμνά κορμιά μας
Η μυρωδιά της λυγιάς τα καλοκαίρια
του Άμπουλα το νερό και η δροσιά του
και τα πρόβατα  που στάλιζαν στων πλατανιών τον ίσκιο...

Οι στενές στράτες ανάμεσα  σ'αγλανιτσιές και ασφένταμα
σε ρείκια και σε κουμαριές και φτέρες
και τ'απλωμένο δίχτυ της αράχνης νε μπερδεύεται στο πρόσωπό μου
Οι γρατζουνιες στα χέρια και στα γόνατα
Οι φέτες το ψωμί  με λίπος γουρουνιού και ζάχαρη...

Ο τόπος μου Εγώ...

Το χώμα και η μυρωδιά του με την πρώτη βροχή του Φθινόπωρου
Τ'αμπέλια και οι ελιές του και πεύκα,πεύκα,πεύκα
 όσο το μάτι μακριά μπορεί να πάει
Ο Άη Νικόλας με το καμπαναριό του ο Άη Γιώργης με τα μνήματα
και πέρα ξωκκλήσια ταπεινά της Παναγιάς, τ' Άη Θόδωρου
 και του προφήτη  Ηλία...

Ο τόπος μου μέσα του είμαι
Μέσα μου φυλαχτό τον έχω ...

Οι άνθρωποι που είναι και που έφυγαν
βήματα και φωνές και μορφές που κρατώ ζωντανές
και κατοικούν τις μνήμες μου

Τόσα φευγιά τόσες απουσίες στα χρόνια μου
και σπίτια κλειστά και εγκατάλειψη
πόσα να συντηρήσει το συναίσθημα από μακριά...

Ο τόπος μου Εγώ...

Ιστορίες που άκουσα, ιστορίες που έζησα και  ιστορίες που δεν είδε το φως
και δράματα  , τόσος κόσμος στα ξένα,τόσος κόσμος στα μνήματα
τι να θυμηθώ...

Τα κορίτσια που πόθησα, τα φιλιά που δεν έδωσα και η πρώτη αγάπη
που ποτέ δε μολόγησα τώρα πια πέρασε ο καιρός, τώρα πια κουτσαίνει
ελαφρά η αγάπη η πρώτη
και η αγάπη η τωρινή όμορφη που είναι....

Ο τόπος μου αυτά  και τόσα άλλα

Πέτρα βαριά που σηκώνω και δε θέλω να αφήσω το βάρος της είμαι
Βαρύς σα νοσταλγία, βαρύς σαν παράπονο και σα συνείδηση και χρέος....

Λάκκοι Κυδωνίας 17/8/2015


ΡΕΜΠΕΤΟΤΡΟΠΟ

Τα ρίχνω σε περιπτερού
τζάμπα τσιγάρα να 'χω
εχτές εβγήκα απ' την ψειρού
κι είμαι πάλι στον άσσο...
την κοζάρω με κοζάρει
μα δε δείχνει να γουστάρει...
Όμορφη περιπτερού μου
σ' έχω ολημερίς στο νού μου
Είσαι η μόνη μου ελπίδα
που'σουν το πρωί δε σ'είδα...
Όξω απ' το περιπτερό σου
εγυρόφερνα ο δικός σου
κι έκρυβα στην άδεια τσέπη
το δικό σου το σεκλέτι...
Χήρα αν είσαι ή παντρεμένη
κι από φράγκα βολεμένη
Σίμωσα είδα απ' το τζαμάκι
ένα μάγκα με μουστάκι
με το μάτι με φερμάρει
μπάφο σέρτικο φουμάρει
Τζούρα δε μου δίνει μία
πόρνη που είσαι κοινωνία
Έφυγα πριν σακκουλευτεί
πως είμαι μπατιράκι
και πήγα και την έστησα
στο πλαϊνό σοκάκι
Περίμενα με υπομονή
την γκόμενα για να φανεί
να την αρχίσω στα λιμά
πως έχει χάρη τσαχπινιά…
Φτάνει και μπαίνω στο ψητό
το πως το τι και τό και τό
πως τη λιμπίστηκα πολύ
όπως το ξύδι τη χολή
πως έχει μπούτια φίνα
ζαρκάδα και ‘λαφίνα…..
Τα μάτια της τα σκοτεινά
ούτε μου ‘ριξαν μια ματιά
- Τα λόγια σου πολύ φτηνά
λιμοκοντόρε μπαγλαμά
με φούμαρα και ψέματα
θα ΄χεις κακά μπερδέματα
Δε γουστάρω εγώ νταβάδες
αντριλίκια και καυγάδες
όσα κρύβει το φουρό μου
φυλαγμένα είναι τ’ αντρός μου….

ΛΑΚΚΟΙ ΚΥΔΩΝΙΑΣ 14/8/2015

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΟΜΟΡΦΙΑ

Η πιο μεγάλη ομορφιά
αυτή που ερωτευόμαστε...
Καίνε τα μάτια σου...
τα χέρια... τα πόδια
...
πυροβατώ...
Θαύμα η αγάπη ανάβει το στερέωμα
και φεγγοβολά την ψυχή μου...
είναι το μαύρο στιλπνό
και σιταρί το δέρμα
μια άχνα ανάσα ο πόθος μου...
Δυό στήθη ο ήλιος
μετέωρα σα ρίγος και σαν άνεμος
μικρή σχισμή ανυπόφορη
η θάλασσα στα σπλάχνα σου
αλάτι κύμα
πλημμύρισε το στόμα μου
Η πιο μεγάλη ομορφιά εσύ
που σ' ερωτεύτηκα...
Του πόνου λίκνο ο έρωτας....

ΛΑΚΚΟΙ ΚΥΔΩΝΙΑΣ 13/8/2015

Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

ΔΕΥΤΕΡΟ ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ

Αγαπημένη  μου…

Πέρασε καιρός από το τελευταίο μου γράμμα. Χρόνια.. κι αν πήρα την απόφαση να σου γράψω ξανά είναι γιατί είναι βαριά η θλίψη. Κοιτάζω , τραβώντας λίγο την κουρτίνα, τα γεγονότα να εναλλάσσονται  απαράλλαχτα κουβαλώντας την ίδια αλαζονεία, την ίδια αμετροέπεια, την ίδια ασύδοτη έπαρση των ανθρώπων της εξουσίας, όπως τότε τη χρονιά της « πρώτης φοράς αριστερά» θυμάσαι; , τότε που οι εκπρόσωποι του κατεστημένου , μετά το πρώτο μούδιασμα , οργανώθηκαν σε ένα μεγάλο ψέμα, σε μια  πλημμύρα λάσπης και μέσα από τη λόχμη των κραυγών και τους αλαλαγμούς θριάμβου, δίχως ένα στοιχειώδες εμφανές  έρεισμα  στην αλήθεια, εφόρμησαν, αγέλη ύαινες, στο αδύναμο σώμα της πατρίδας, εφόρμησαν στο λεηλατημένο σώμα της πατρίδας με ιαχές , όπως είπα, συκοφαντιών « κάτω οι ψεύτες» , όχι οι κλέφτες, δείχνοντας την πρώτη άλλη κυβέρνηση  «να να  σας εξαπάτησαν , δεν έκαναν όσα σας υποσχέθηκαν είναι ίδιοι μ’ εμάς, όχι όχι είναι χειρότεροι από εμάς, εμείς δεν σας υποσχεθήκαμε τίποτα, εμείς δεν αθετήσαμε το λόγο μας, δεν είχαμε λόγο να αρθρώσουμε, δεν είχαμε καν λόγο,  ούτε αντίλογο» και σύρθηκαν ξανά γύρω από την εξουσία, διαστρεβλώνοντας και διασύροντας έτοιμοι για την τελική έφοδο, είναι βαρύς ο αέρας και απλώνεται και μας τυλίγει σα μελαγχολία, για αυτό σου λέω μην ανοίγεις τα παράθυρα , μη βγαίνεις στην αυλή, αυτά που ήξερες δεν είναι πια, μόνο μια απέραντη σταχτιά μοναξιά, μόνο ερημωμένοι δρόμοι, ερειπωμένες ψυχές, παραμονεύει ο θάνατος κι αν τόλμησα να φτάσω μέχρι το παράθυρο, κι αν τόλμησα να τραβήξω ελάχιστα την κουρτίνα είναι γιατί με συνεπήρε η νοσταλγία, να δω ψηλά από το μπαλκόνι της καρδιάς, ξανά κατά το μέρος που ήταν τότε η θάλασσα, ξανά κατά το μέρος των νησιών, τότε που κατέφτασαν οι τυχάρπαστοι που τάχα μ’ η πατρίδα τους χρώσταγε και με τη δύναμη και την απειλή της πείνας  αποκατέστησαν στο θρόνο της την κυβέρνηση  της αδικίας , άπονη και ανάλγητη, και πήραν να πουλάνε και πήραν να φορτώνουν  σε καμιόνια   και απόμεινε  η θάλασσα μια κοίτη στεγνή, σαν  ηφαίστειο σβησμένο μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι κι η λάσπη ξεράθηκε στον ήλιο, τρίφτηκε στον ήλιο, μια έρημος σκόνης που φύσηξε και σκέπασε σα λιγοθυμιά και σαν ομίχλη τον καιρό και    έφτασε σε κάθε σπίτι  και κάθε γωνιά σαν ένα μεγάλο κύμα απαισιοδοξίας  που κατέκλυσε και σάρωσε τις  ζωές και τις ελπίδες μας  και σάρωσε το λίγο φως και σκοτεινιάσαν πιο πολύ οι μαυρισμένες ψυχές μας
κι οι  σύντροφοι ξανά  να ερίζουν για το κλάσμα του κλάσματος της σωστής γραμμής κι άλλοι σύντροφοι αφέθηκαν να ξεχαστούν  στα παλάτια της Κίρκης...

Αγαπημένη μου

Παραδομένος στη μοναξιά και στο  παράπονο προσμένω  μια χειρονομία, μια  κίνηση, ένα νεύμα να βγω στου δρόμους ξανά να ενωθώ με τη θάλασσα των απελπισμένων να ενωθώ με τη θάλασσα της οργής του « ως εδώ» , όπως τότε, θυμάσαι; , που άλλοι απελπισμένοι φώναξαν « εδώ και τώρα» και  έγινε, θυμάσαι;,   «εκεί και τότε», πώς να νικήσω τούτη την κατήφεια, πώς να νικήσω την υποψία πως πάλι μας τάζουν πώς να νικήσω την πίκρα πως είμαι αναγκασμένος  να καταβάλω ενοίκιο για τούτη την πατρίδα, για ότι απέμεινε από τούτη την πατρίδα για αυτό σου λέω αγαπημένη, για αυτό σου γράφω  καιρός να σηκώσουμε τα κυρτωμένα κορμιά μας καιρός να ορθωθούμε και να  υπερασπιστούμε  με τη φωνή και το αίμα μας  την τιμή και την αξιοπρέπεια  μας…

Ονειρεύομαι μια αντίσταση που θα ξεχυθεί και θα ξεπλύνει τη ντροπή και την υποτέλεια…
Ονειρεύομαι, αγαπημένη μου, μια πατρίδα τριανταφυλλένια σαν τα χείλη σου, δοτική και γλυκιά σαν αγκαλιά και σα μάννα… έτσι θέλω να είναι έτσι θέλω να την θυμάμαι… να σε θυμάμαι….

ΑΘΗΝΑ 2/8/2051* (2015)

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

ΠΡΩΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ

Όμορφη που ‘σαι , όμορφη που ‘σαι
στην εποχή των στεναγμών θα ζω
να σε κοιτώ στα μάτια…

Πλήθος παραλυτικοί γύρω απ’ τη γούρνα
κι οι άλλοι με τα δεκανίκια

Ψευδοπροφήτες  ρητορεύουν
έχει μια δυσωδία ο αέρας

Μαύρες μέρες πένθη
έπεσε κι ο άγγελος από τον Ουρανό…

το πλήθος απόρησε
 μα τόσο γέρος;

Οχλαγοή  σηκώθηκε
σαν οργή και σαν απογοήτευση
μετά το πρώτο ξάφνιασμα
 ψηλά τις πατερίτσες κραδαίνοντας

οι απατημένοι που είχαν φτάσει
απ’ τ’ ακρότατα όρια της χώρας
και της απελπισιάς

ότι ψυχοφθόρος εί ο λιμός …

και εσυνάχθη ο κόσμος πολύς
γύρω από τον άγγελο και τη σοφία του…

και φωνή εβόησεν

««Βλπετε αυτος͵
να μ πολσητε εργσασθε͵
τι πολλο πλνοι ξλθον ες τν κσμον»

Όμορφη που ‘σαι όμορφη που ‘σαι…
Λαχταρώ ν’ ανεβαίνεις σαν αυγή και σα θάρρος…

ΒΑΣΙΛΑΚΙ  24/7/2015

Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

ΕΠΙΣΚΕΨΗ

Είναι τα κοιμητήρια κήποι επιλόγων
μέσα τους ανεξύπνητα  κείτεται η ζωή

Ονόματα στο μάρμαρο αγάπες
 όσα ο πόνος σύναξε  ενάντια στη λήθη
που χωρεί

με τη σκληρότητα της γνώσης
της ματαιότητας και της αδυναμίας

τα απέραντα Σάββατα τα σιωπηλά
με τις μαντήλες και τα μαύρα ρούχα
τα  Σάββατα της γεύσης της στυφής
ανεβαίνουν σαν  προσευχές με το θυμίαμα
βαρυγκομώντας και πλάι

 η δόξα έρημη  ενδημεί

σε ερειπωμένους τάφους
καντήλια που ‘φαγε η σκουριά
τσακισμένες επιγραφές
σκεπασμένη από  αγριόχορτα

Η  εγκατάλειψη
οικεία μοίρα των ταπεινών
το χώμα που υπήρξαν είναι

Κιβούρια που κύρτωσαν
κι οι σαύρες στις ράχες τους

Τα κυπαρίσσια φτενά
και ο αέρας  και τα σύννεφα πάνω
 και ο ήλιος που καίει
και ο ήλιος που λιώνει

Βαραίνει ο τόπος
τα σώματα
 οι ψυχές στα κοιμητήρια ….

ΑΘΗΝΑ 13/6/2015

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ Ο ΕΡΩΤΑΣ

Τα μάτια μου στα μάτια σου ο  Έρωτας
Την Άνοιξη η θάλασσα,  την Άνοιξη ο κήπος

Πως πιάστηκα , δροσοσταλιά, στα τσίνορά σου
Λιποθυμιά  και  κρέμομαι  από το μαύρο φως τους

Μικρό εντομάκι  και  φιλί  και ζουζουνίζω
 εμπρός τους

Πως λάμπουνε και πως γελούν  σα  βγαίνουν
από κλάμα

Είναι οι χαρές  τους παπαρούνες πιο κόκκινες
και από ντροπές

και πως σπιθοβολούν κάθε φορά που αγγίζουνε
με του μυαλού τ’ ακόνι

ή σαν γεμίζουν με θυμό, οργή και σκοτεινιάζουν…

κι άλλες φορές που θλίβονται, σωπαίνουν
 και πονάνε

Γίνεται η λύπη λύπη μου και η χαρά χαρά μου
Με δυο μαγνήτες ταξιδεύω, με δυο μαχαίρια
 σφάζομαι

Είναι τα μάτια σου νερά
Που θα με βγάλει τούτο το ποτάμι…

Όταν πεθαίνω θα ‘θελα τα μάτια σου
να βλέπω…

ΒΑΣΙΛΑΚΙ  4/6/2015





Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

ΨΩΝΙΖΟΝΤΑΣ

ΨΩΝΙΖΟΝΤΑΣ….

Στου «Σκλαβενίτη»  ένα πρωί
σ’ είδα να μπαίνεις μοναχή
τα ψώνια σου να κάνεις

Φορούσες μπλούζα ανοιχτή
φαινότανε όλο το βυζί
- μανάρι μου με φτιάχνεις

Είπα  και  γέλασες  πολύ
 που κοίταζα χωρίς ντροπή
- αγόρι μου τι χάνεις

Είχες ξεχάσει το σουτιέν
από μετάξι και σατέν
η μπλούζα σου  η μαύρη

Σαστίσανε όλα τα παιδιά
εκεί που σού ‘κοβαν τυριά
και στην κασέλα οι γαύροι

Τραβήχτηκα σε μια γωνιά
 και κοίταζα  με πονηριά
πού διάλεγες κρεμμύδια

Με πήρες πρέφα στη στιγμή
 έτσι που είχα λιγωθεί
- όλα κουνιούνται  ίδια

ένευσες  κι έγειρες μπροστά
τα πήρα μάτι μια σταλιά
σηκώθηκες  σπαθάτη

 και με περίσσια τσαχπινιά
τίναξες πίσω τα μαλλιά
 μου γύρισες την πλάτη

Πλήρωσες  βγήκες βιαστική
κι έμεινα εγώ στο μαγαζί
να σε κοιτώ να φεύγεις

- Κάτσε στ’ αυγά σου Θοδωρή
μέσα μου μού είπε μια φωνή
τι θες και τι γυρεύεις….

ΒΑΣΙΛΑΚΙ  1/6/2015

Τρίτη 26 Μαΐου 2015

ΑΠΟ ΧΩΜΑ

Τρομερή η οργή απλώθη στο Χάος
και βροντή η φωνή κύλησε σα φοβέρα
που έπεφτε και εγίνη σκότος και σκιαχτερό
το στερέωμα και εφάνη τότε
μέσα στην ρωγμή της αστραπής
και μέσα στην καταιγίδα
ο άντρας γυμνός και η γυναίκα γυμνή
να ανεμοδέρνονται
- στο χέρι ακόμη το μισοδαγκωμένο μήλο -
και δρόμος κανείς και ο άντρας να κυρτώνει
το κορμί του να τη φυλάξει από τα στοιχειά
και το φόβο και μπροστά τους και γύρω τους
άπειρο να απλώνει το Άγνωστο…
Και ξάπλωσε ο άντρας τη γυναίκα δίπλα του
σε σχήμα Γ της γνώσης και χάραξε
το Μ της μάχης μέσα της με το Π της πορείας
της ατέρμονης και το Α της αρχής της πρώτης
των επινοήσεων και υποτάξαν τη φωτιά
και την πέτρα και υποτάξαν τους θρόες
και τους φλοίσβους και έκαναν γλώσσα
και βάλθηκαν να εννοήσουν το Άγνωστο
να εννοήσουν το φως και την αέναη κίνηση
τον Κόσμο τον Μέγα έξω τους
και τον Κόσμο τον Μέγα μέσα τους
και είπαν το μέσα τους Ψυχή
και μάτια για να ιχνηλατούν την ομορφιά
κι ύστερα να την λαξεύουν στην πέτρα
- τόσο ψήλωσε ο νους που υποψιάστηκαν
αγγέλους κλεισμένους στο μάρμαρο -
να την κλειούν σε μουσικές σε ζωγραφιές
και σε ποιήματα τόσο η ψυχή τους ομόρφυνε
που πια δε θυμίζουν το χώμα το νερό
και τη λάσπη που τους έφτιαξε
Τόσο μάκρυναν σε τούτη την πορεία
μέσα στη γνώση και στο Πνεύμα που μόνο ο Θάνατος
θυμίζει τη φθαρτή τους φύση…..

ΒΑΣΙΛΑΚΙ 26/5/2015

Σάββατο 23 Μαΐου 2015

ΟΝΕΙΡΟ

Γυναίκα που τ’ όνειρο σ’ άγγιξε
και βλάστησες ανάσκελα
στα υπόγεια της νύχτας μου..
Τα νερά σκοτεινά
σα μαύροι πόθοι
ύγραιναν τα πόδια μας
ως πάνω
στην όχθη  που μας βρήκε ο καιρός
σαν ιτιές και σα βότσαλα
στην όχθη  του φιλιού
 του ματωμένου
που σπαρταρούσε
και σπαρταρούσαν τα σωθικά μας
και σπαρταρούσαν οι ανάσες μας
και ο  Θάνατος έγινε ξαφνικά
τόσο μικρός
όπως γίνεται  κάθε φορά
που δυο σώματα βρίσκουν
το δρόμο από το ένα στο άλλο
 όπως γίνεται κάθε φορά
 που άντρας μεταγγίζει
το είναι του στα σπλάχνα σου

Γυναίκα γυμνή  και αγκαλιά
και θέρμη
 μέσα σου  με εμπιστεύτηκα
μέσα σου καταλάγιασα
 Εγώ ο θυμός μου
Εγώ η αγωνία μου
Εγώ το δάκρυ
Εγώ το κλάμα ξέσπασμα
Εγώ οι φόβοι μου

Κι εσύ απρόβλεπτη παρουσία
στην όχθη της νύχτας μου
Εσύ η αγρύπνια μου
Εσύ το σώμα που εκρήγνυται
Εσύ τα κύτταρά μου
Εσύ η θυσία
Εσύ η λύτρωση
της μοναξιάς και της απόγνωσης

Τόσες νύχτες συντριβής
στο πρόσωπό μου φως
το πρόσωπό σου…


ΑΘΗΝΑ 23/5/2015

Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ ΣΟΥ

Η μνήμη της ομορφιάς σου
ζει στα μάτια μου...

στην έκπληξη της στιγμής της πρώτης...

Σε θυμάμαι ν' ανεβαίνεις διαυγής
κι ολόφωτη

λίγο απ' το χώμα επάνω αέρινα τα βήματά σου

Διάφανη η αγάπη και ο έρωτας
κρύσταλλο

άγουρο φρούτο μουδιάζει  τα δόντια
η λαχτάρα του πόθου

Ευωδιάζεις, Μάης, τις νύχτες μου γυμνό κορμί
γυναίκας ανθέ μου...

Στύβω στα στήθη σου πνοές της θρούμπης και της ρίγανης
ν' ανάψουν οι θηλές σου αστέρια πεθυμιές

Λιγόθυμοι στεναγμοί  μου αβάσταχτοι
της αγάπης βόμβοι

Ο δυόσμος  στα μαλλιά σου μέντα το στόμα σου
και η πλατειά μοσχοβολιά

καρυόφυλλο πτυχώνει την κώχη των ποδιών σου

Η μνήμη της ομορφιάς σου πάθος μου
Γυναίκα...

ΒΑΣΙΛΑΚΙ 21/5/2015

Τρίτη 12 Μαΐου 2015

ΣΤΙΣ ΔΩΔΕΚΑ ΜΕ ΧΩΡΙΣΕ

Στις δώδεκα με χώρισε
και τρία με συγχώρεσε
στις τέσσερες μου ζήτησε να βγούμε
στις πέντε και μισή να παντρευτούμε
της λέω «καρδιά μου με αιφνιδιάζεις
τι σ’ έκανε και την απόφασή μου βιάζεις;»
- Δίκιο έχεις… σα να βιάστηκα λιγάκι
σ’ αφήνω να σκεφτείς ένα βραδάκι
μα θέλω απόφαση ως αύριο το πρωί
και μόνο «ναι» θα γίνει αποδεχτή
το όχι το απορρίπτω από τώρα
και μη χασομεράς δεν έχουμε ώρα
Να τελειώνουμε πριν έρθει μεσημέρι
το απόγευμα θα ‘σαι δικό μου ταίρι
και δε γουστάρω εκκλησιά παπάδες και κουμπάροι
μια βόλτα θα περάσουμε να δούμε το Μπουτάρη
Δυό μάρτυρες θα πάρουμε απ’ το δρόμο
δυό τζίφρες και θα είμαστε ζευγάρι με το νόμο…
και με το νόμο πια θα αγαπιόμαστε
κι όποτε θέλω εγώ θα τσακωνόμαστε
στο ίδιο σπίτι πότε μαζί θα τρώμε πότε χώρια
κι όχι μακριά σου να με τρώει η στενοχώρια….

ΑΘΗΝΑ 26/4/2015

ΣΤΟ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ

Πριν λίγο στο σούπερ μάρκετ, μια κυρία ψωνίζει μπέικον..πίσω της και σε μικρή απόσταση περιμένω..
- Θέλετε κάτι άλλο κυρία μου;
-Αυτό το χοντρό τι είναι;
-Μπριζόλα καπνιστή
- το άλλο δίπλα;
- Μπριζόλα καπνιστή και αυτή.. Η μία «Νίκας», η άλλη «Υφαντής»
-Πόθο κάνει η «Υφαντήθ»;
- μισό, κυρία μου, να σας πω….. 14 και 70 το κιλό
- Η άλλη; Είναι ακριβότερη;
- 14 και 80…. Δέκα λεπτά διαφορά
- Είναι καλύτερη;
- Αυτό είναι θέμα γούστου κυρία μου ..τι να σας πω…
- Την άλλη πωθ την είπατε;
- «Νίκας» κυρία μου
- Από ποια θα μου βάλετε;
- Από αυτή που προτιμάτε κυρία μου… πείτε μου
-«Υφαντήθ» βάλτε μου… είναι πιο χοντρή
- μάλιστα… πόσο θέλετε;
- δώδεκα φέτεθ ..
Ξεκινάει η διαδικασία …
- Αυτό το απέκθω βγαίνει;
-Όχι κυρία μου
-Τρώγεται;
- Μάλιστα κυρία μου
- Είναι νόθτιμο;
Δεν άντεξα άλλο… … πήγα να κάνω παρέα στα τυριά… μέχρι να φύγει…

ΑΘΗΝΑ 8/5/2015

Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Έχουν τη μυρωδιά σου πια οι δρόμοι της αγάπης μας
Η καρδιά μου την καρδιά σου απ' το χέρι την κρατεί...

Δροσιά το φως και  κατεβαίνει λιγνό αεράκι
στα μαλλιά σου

Πιάστηκαν απ’ τα μάτια σου τα λόγια μου αχτένιστα
στην άκρια των χειλιών σου

Λαχτάρα της  λαχτάρας μου και της ψυχής ψυχή  μου…

Οι δρόμοι της αγάπης μας παιδιού μουτράκι  που ‘λαμψε
μετά μεγάλο κλάμα

Είναι στο ξέφωτο των προσμονών μας  που αναρριγάνε
τα φιλιά στόμα με στόμα αστράκια

Θέλω να σε θυμάμαι  μ’απλωμένα στο μαξιλάρι
τα μαύρα σου μαλλιά

Το γυμνό κορμί σου διάφανο σαν Καλοκαίρι και ψίθυρος
νερού σε ρίζα από πλατάνι

Οι δρόμοι της αγάπης μας έχουν μια Άνοιξη στο στήθος τους…

ΑΘΗΝΑ 11/5/2015

Κυριακή 10 Μαΐου 2015

ΚΑΗΜΟΣ

Θέλω να σου ευχηθώ μάννα…
να πούμε όσα δεν είπαμε
να κάνω όσα δεν πρόκανα
Να σου γυρίσω ένα φιλί…

Σε θυμάμαι  να κλαίς…

Πότε συλλογισμένη
πότε να κοιτάς μακριά
και  βουβά  δάκρυα
-ποιος να σ’ ακούσει ρε μάννα;-
να κατεβαίνουν τις  χαρακιές
ήσυχα στα μάγουλά σου
- πότε πρόλαβες
και τις έκανες ρε μάννα;-

Στα πενήντα εννιά σου έφυγες
Από τα τριάντα εφτά σου μόνη

Μικρό παιδί που διάβαζα
«κι οι μάνες είναι για να κλαίν»
κι αναρωτιόμουν
γιατί η δικιά μου πιο πολύ…

Θέλω να σου ευχηθώ ρε μάννα…

Να ‘ξερα μόνο πως μ’ ακούς
λίγο πως με θυμάσαι….

ΑΘΗΝΑ 10/5/2015

Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ

Λουλούδια ο κόσμος και γελά
 μα εγώ αίματα θυμάμαι…

Στη μάντρα της Καισαριανής
Ένα λουλούδι κόκκινο
κι έβαψε η μνήμη ….

Διακόσιες σκιές  ο Θάνατος
«μην είδατε το γυιό μου»

Μαύρη μάννα

τον Τάσος  σου τον είδαμε
 στη Σαλονίκη…

Στη Βουλιαγμένης τον Αλέκο σου

Μάννα Πρώτη του Μάη
η ψυχή σου στην αγχόνη
τέσσερα κορμιά

Ένα λουλούδι κόκκινο…

Έντεκα Νοέβρη
χίλια οκτακόσια ογδόντα επτά…

Μάννα στις Πολιτείες του Νότου
πάλι με κρεμάνε...
Ήταν σα χτες που με σκοτώσανε
ξανά, στη Βαλτιμόρη...

ΑΘΗΝΑ 1/5/2015


Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

ΚΙ ΗΤΑΝΕ ΤΟΤΕ ...

Κι ήτανε τότε

πού πίσω καίγανε τα σπίτια μας
που πίσω σφάζανε στα σπίτια μας κι εμείς τρέχαμε
τόσο αίμα  στο κατόπι μας
ρόγχοι και βογγητά κι ο Θάνατος
και στοιβαζόμασταν στην άκρη από τη θάλασσα
κι είχαμε ακούσει για το σκοινί του πατριάρχη
και βλέπαμε μακριά τις φωτιές
από τα αρμένικα τα σπίτια
 και ύστερα βλέπαμε τις φωτιές
από τα δικά μας τα σπίτια
και πέφταμε στο νερό να φτάσουμε
τις βάρκες να φτάσουμε στα ξένα τα καράβια
άλλους μας πρόλαβαν άλλοι πνίγηκαν
χρόνια μετά ψάχναμε τα παιδιά μας
ψάχναμε τις μαννάδες μας
ψάχναμε τη ρίζα μας την πότιζε η πίκρα
 την ψυχή μας ψάχναμε  αβάσταχτο ντέρτι
 η προσφυγιά

κι ήτανε  όπως  και τώρα

 που φεύγουμε  βαδίζοντας νύχτα
ώρες πολλές άντρες γυναίκες και παιδιά μικρά
που περνάμε χώρες και χώρες από κρυφά μονοπάτια
που εμπιστευόμαστε τις ζωές μας σε ξένα χέρια
μας εγκαταλείπουν στα μισά της θάλασσας
ξανά στα  ξένα καράβια η ελπίδα μας
 ξανά ψάχνουμε στην άλλη μεριά του πέλαγου την ελπίδα μας
γεμίσαμε  κουφάρια τη θάλασσα της ελπίδας μας
τη θάλασσα ανάμεσα στη νύχτα και την ελπίδα μας
τίποτα δε μας έμεινε, αδειάσαμε  μέσα μας
 ικέτες και επαίτες ξανά για μια μπουκιά για μια γωνιά
 για ένα στρωσίδι είναι η μοίρα των φτωχών να νοιάζονται
 άλλους  φτωχούς και άλλους κατατρεγμένους
 ο τηλωμένος  αποστρέφει το βλέμμα
κι ύστερα ξανά σε στρατόπεδα  «φιλοξενίας»
ξανά συρματοπλέγματα  «φιλοξενίας»
τα όνειρά μας τα κλειούνε πάλι σίδερα
μετράμε τις ζωές μας, μόνο πικρές στιγμές ….

ΑΘΗΝΑ 20/4/2015

Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

ΔΕΣΜΩΤΗΣ

ΔΕΣΜΩΤΗΣ

Ευλαβούμαι Σε
Προσκυνώ Σε
Σκύβω το κεφάλι

Χρόνους τριάντα τρεις
αιώνες πόνου βάρυναν τους ώμους σου…
Αιώνες πόνου ζαλωμένος
στο ανηφόρι   …

Γυιέ του ανθρώπου
πληγιάσανε τα χείλια σου
πέτρες  και πετριές
 ματώσανε τα πόδια σου
αιώνες σηκώνεις το Σταυρό
αιώνες πάνω στο Σταυρό
αιώνες δεμένος στο βράχο
το συκώτι σου που τρώει το όρνιο
η λόγχη στο πλευρό Σου

Γυιέ  του ανθρώπου
Συ μου  ‘δωσες τη φωτιά και την  αγάπη
Συ μου ‘δωσες την ελπίδα και τη συγχώρεση
Μάρτυρας και μάρτυράς μου
στη ζωή και το θάνατο
κρανίου τόποι οι δρόμοι μου
με είδες να πεθαίνω στην Αθήνα
 τότε και τώρα να ψάχνω στα σκουπίδια
 είδες να με καίνε στ’ Ανώγεια και στην Κάντανο
στο Δίστομο με σφάξανε κι είσαι μαζί μου
κάθε που ανεβαίνω  στο Σταυρό και στην κρεμάλα
τόσες φορές αντίκρυ στις κάννες των αποσπασμάτων
κι εγώ σε νοιώθω δικό μου και όμορφο σαν Έλληνα

Ήμουν μαζί Σου σκλάβος στις φυτείες του Νότου
Σε πυροβολούν πισώπλατα στις πολιτείες του Νότου
πήρες το μαύρο χρώμα μου
Παιδάκι προσφυγόπουλο στο χώμα που σε γέννησε
το παιδί που πεινάει
το παιδί που σηκώνει τα χέρια
το παιδί το πεντάρφανο

Είναι πολύ το κόκκινο στον τόπο που σε γέννησε

κι εσύ ανεβαίνεις  γυμνός και προδομένος
απαρνημένος μια και δυο
 και τρεις απαρνημένος
το πλήθος που σε δόξαζε
και τώρα σε χλευάζει

ο Άνθρωπος στο πλήθος κρύβεται
ο Άνθρωπος στο πλήθος χάνεται

 έτοιμος να σου δέσει τα χέρια
 έτοιμος να σου δέσει τα πόδια
Ξύδι και χολή  «ου γαρ οίδασι …» είπες
ότι Συ ο Αμνός ο «αίρων την αμαρτίαν…»
ότι Συ το φως ο Κόσμος τούτος

Οδήγησέ με Κύριε …
Ώσπου να βγω στη Θάλασσα
και να σβηστώ στο φως Σου …

ΑΘΗΝΑ 8/4/2015

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

ΑΠΡΙΛΗΣ

Τραγούδια μύρια λούλουδα η Άνοιξη
 φουντώνει  αγρύπνιες πεθυμιές
στων κοριτσιών  τους  κόρφους…
Ηδονές  αλύτρωτες που τις κεντρίζει
 το αίμα  και βασανίζουν το κορμί

Όργοι  κι  οργιώδεις οργασμοί…

«Απρίλης , Άνοιξη καιρός…»…

Μα εγώ θυμάμαι τρείς Συνταγματάρχες
Φόβους θυμάμαι…

«την Άνοιξη ποιος πρόδωσε…»
και τη φρουρούν ξανά χωροφυλάκοι…
Ανθρώπους δεμένους
χρόνους εφτά  και βάσανα …

Μνήμη μου που με ‘ξορίζεις πάλι…

Κι αν καρτερούμε τη Λαμπρή
είναι γιατί δεν ήρθε

«Ακόμη τούτη η Άνοιξη…»

κι αν καρτερούμε λευτεριά
είναι γιατί δεν ήρθε…

Τούτος ο μήνας  πέφτει  πάντα των Παθών…
Φορεί στεφάνι αγκάθινο  καρφιά
στα χέρια του στα πόδια

Πάλι εν μέσω ληστών  επί ξύλου λαέ μου
 ως και τη θάλασσα πήραν…
Ο Απρίλης πικρός σαν ξενητειά
και σα φοβέρα…

Παίρνει  τα χρόνια μας…  τα παιδιά μας…


ΑΘΗΝΑ 1/4/2015

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Έκλεισε η πόρτα πίσω σου..
Μαύρα πουλιά  σηκώθηκαν απάνω από το κάστρο..
Κρύα και μουδιασμένη η σκέψη σου  στις έξη το πρωί..
« Λυπάμαι που σα ‘ρθεί η μάννα μου την Κυριακή στο επισκεπτήριο
δε θα με βρεί  εδώ»  μαύρη καρδιά και πέτρα
 στ’ αμάξι της φυλακής  που σε φορτώσαν..
 Mπροστά σου το καμιόνι με τ’ απόσπασμα
πίσω η μαύρη νεκροφόρα που κουβαλάει
 το φέρετρό σου και πούθε να κοιτάξεις…
Όχι μακριά από τους επτά τους πύργους που σε φύλαγαν
δυο χρόνια κλειδωμένο μελλοθάνατο
στο δάσος στάζαν τα κλαριά νερό και ομίχλη
του Φλεβάρη…
Μ’ άσπρο πουκάμισο καινούργιο παντελόνι
σε ‘στήσανε  αντίκρυ από τις κάννες
«παιδιά να μη τυραγνιστώ» κι ύστερα μούγκρισες
« μαννούλα είμαι αθώος» για μια στιγμή
προτού τη μπαταριά και πέσεις…

Πώς χλώμιασε ο χειμώνας,  χιονόνερο
κι ο παππάς να κλαίει στον  Κυριακίδη ακουμπισμένος
« πούστης, Γιάννη,  έκλεψε ζητιάνεψε δε σκότωσε
από τις πέντε τον ξομολογούσα»
μια ζωή στον πάτο του βαρελιού μια ζωή στο  γύρο του θανάτου
μια ζωή να τονε σέρνουν  « πότε στο βουνό
πότε στα μνήματα τα εβραϊκά , πότε…»
για ένα τίποτα  μια φασολάδα πόσες φορές
σε κούρσεψε η ζωή αλητάκο
 πόσες φορές θερίσαν την ψυχή σου
πόσες φορές σε σκότωσαν  προτού το σκοτωμό σου
δεκάξη  του Φλεβάρη, εφτά το πρωί πριν ξημερώσει
σε πήραν και σε θάψανε κρυφά στο ξόδι σου
ούτε ένας δικός σου, στην άκρη από το Κοιμητήρι..

Καημένη μάννα « μη μου το πείς» είπες
πριν σου το πούνε « χτες βράδυ έπεσε η καντήλα
κι  έσπασε από το ΄κονοστάσι… μη μου το πεις ..»
και στο ‘πε  «Ναι κυρά ‘λένη αλήθεια ‘χτελέσαν τον Αρίστο»
ξέπνοη και λιγοθυμισμένη « Θέ μου
γιατί μου στέρησες τη γαλάζια μέρα μου…» ψιθύρισες

 "και το παιδί μου" είπες δεν είχε  δίκαιη δίκη…"

ΑΘΗΝΑ 27/3/2015

Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

25 TOY MAΡTH

Κάθε που ζυγώνει η μέρα του σηκωμού,
μυρμηγκιάζει στις φλέβες μου η ιστορία
μυρμιδίζουν μέσα μου τα γεγονότα..

Το ίδιο κι αν  τύχει να βρεθώ σε μέρη ματωμένα

Ζωντανεύει το αίμα ζωντανεύει η κλεφτουριά
ακώ τον αχό τηςς αλαλάζουν ως πέρα τα βουνά
κάτω από τα πόδια μου το ρίγος της γης
το ρίγος της καρδιάς τους…

Είναι τα χώματα φορτωμένα μνήμες
Οι άνθρωποι φορτωμένοι μνήμες…
τα λόγια τους λίγα, βαριά
φορτωμένα μνήμες

Σε τούτους τους τόπους
 το πόδι να πατά με ευλάβεια
σα προσευχή ταπεινή…
Κάτω από τη φτέρνες αγρυπνάνε ψυχές
Οι ρίζες που δένουν τούτη τη γη
με τη λευτεριά της…

Λίγο να κλείσω τα μάτια λίγο ν’ απλώσω  τα χέρια
μεγαλώνουν οι θρύλοι πληθαίνουν οι θρύλοι
οι ίσκιοι θεριεύουν
Μορφές  χαραγμένες  στις μεγάλες πέτρες

 Το πρόσωπό μου αλλάζει γίνεται τα πρόσωπά τους

Μοίρα του τόπου μου είσαι οι ψυχές που χάθηκαν
Είσαι το αίμα  που στέριωσε  τα θεμέλια
Σε είδα  άταφη στα κορφοβούνια
Σε ανήλιαγα μπουντρούμια  φυλακωμένη σε είδα
Σε κολαστήρια να βασανίζεσαι

Να τουφεκίζεσαι στα θυσιαστήρια

Μοίρα μου  αδικαίωτη Λευτεριά μου….

ΑΘΗΝΑ 24/3/2015


Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

ΓΥΝΑΙΚΑ

Η  Άνοιξη στα μάτια σου
στα μαύρα τα μαλλιά σου

- Μάρτη σου πρωτομίλησα
Απρίλη  σε  πρωτόδα
κι εκεί  στα μέσα του Μαγιού
με βρήκε ένα φιλί σου -

ηλιόστηθη κι απλώνεσαι
λιβάδι παπαρούνες

Ανθανέμισμα και ρίγος κερασιάς …

Πολύ το κόκκινο
κι ανάβει  στο  κορμί τους

Είναι κορίτσια τα χρώματα
κι είναι τα χρώματα λαχτάρες

Κάθε λαχτάρα και ένας πόθος
 κάθε κλαδάκι κι ένα φως…

Για να μη μείνει έρωτας
κανένας αδικαίωτος

Τόμου χείλη τα χείλη οι προσμονές
κι  η Άνοιξη φιλί φιλί  διαβαίνει

πληθαίνουν οι καημοί μου

Μοίρα μου μού στάθηκες γυναίκα….

ΒΑΣΙΛΑΚΙ  21/3/201


Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Παντρειά με προξενιό

Μια θειά της νύφης που τους  επισκέφτηκε λίγο  καιρό μετά το γάμο μιλώντας στη μάννα του γαμπρού τα είπε χωρίς περιστροφές…  « αν είχατε άντρα να παντρεύατε…» αφήνοντας τη φράση μετέωρη  και τη συμπεθέρα  να στάζει χολή, που όμως την κράτησε μέσα της … ήξερε πως ο Θανάσης της ήταν αγαθούλης, χαζούλης λέγανε ο κόσμος,   και από γυναίκες αμάθητος … όχι πως η νύφη ήταν  ξεσκολισμένη… άλλα τα χρόνια τότε … αυτά ήταν δουλειά του άντρα … Ένας μπάρμπας του που ο Θανάσης  τότε στα μέσα της εφηβείας του  του είχε δειλά δειλά μιλήσει μετέθεσε το ζήτημα για  αργότερα… για όταν θα ήταν ο καιρός του … « μη στενοχωριέσαι Θανάση μου» του είπε « εγώ είμαι εδώ για σένα… όταν θα ‘ναι η ώρα θα καβαλλίκουμε το μουλάρι και θα πάμε πάνου στου Πυρρή , στη Λιοδώρα, στην ανάγκη θα φτάσουμε ως του Σέκουλα… την καλύτερη θα σου βρω» …παρηγορήθηκε ο Θανάσης και περίμενε, βόσκοντας τα πρόβατά  ώσπου παραμεγάλωσε μα προξενιό δε ‘ρχότανε… να στείλει ο ίδιος ούτε που τόλμαγε να το σκεφτεί … Ποιά να πάρει το Θανάση… το δημοτικό στα δεκαοχτώ το έβγαλε, όχι πως τα ‘μαθε τα γράμματα , αλλά να σε λίγο θα πήγαινε φαντάρος…  ο δάσκαλος κάλεσε τον πατέρα του και του είπε… « να,  σκέφτομαι να προβιβάσω φέτος το Θανάση, ότι ήταν να μάθει πέντε χρόνια τώρα στην έκτη  το έμαθε… έχουμε και  μικρά  κορίτσια στο σχολείο… καταλαβαίνεις τη θέση μου…»   Ο πατέρας του δεν έφερε αντίρρηση… « βγάλτον  να πάει στο διάολοδάσκαλε … να ξεβρωμίσει  το σχολειό… θα δω τι θα τον κάνω» ..και τον έκανε τσοπάνο στα πρόβατα μέχρι που πήγε στο στρατό και γύρισε και μόνο τότε πήγε ένας κουμπάρος τους, απ’  τα χωριά πέρα απ’ το ποτάμι , στον πατέρα του ,  το και το κουμπάρε, έχει η γυναίκα μου μια ανηψιά, φτωχούλα δε λέω , αλλά  καλό κορίτσι, δουλευταρού , δε θα μετανοιώσεις, να τα σιάξουμε νε την πάρει ο Θανάσης. Το ζύγιασε ο πατέρας του,  έδωσε την κατ’ αρχήν έγκρισή του πήγε είδε τη  νύφη, έτσι νόμισε… τα κουβέντιασε με τον πατέρα της, δώσανε τα χέρια  το συμπεθεριό έκλεισε και συμφωνήσανε την παραπάνω Κυριακή να πάνε επίσημα να τη ζητήσουν , αλλά ο Θανάσης από το σκολειό στα πρόβατα, η μόνο διαδρομή που έμαθε,   από κόσμο δεν ήξερε….  που να τον πάνε … ν’ άνοιγε ο Θανάσης το στόμα του να γέλαγε το παρδαλό κατσίκι… γίνει στάχτη το συμπεθεριό…  ε όχι… μετά το γάμο είναι αλλοιώς… να ‘ δενε πρώτα τη γαϊδούρα του και μετά ας έλεγε ότι ήθελε… τι να  ΄λεγε δηλαδή… πέρα από  αρμέγματα δεν ήξερε…  Η μάννα του έριξε την ιδέα..ήτανε ανάγκη να πάνε με το Θανάση στους συμπεθέρους;…  «και με ποιον να πάμε ρε γυναίκα;»… «Δε λες του Κώστα του κουρέα;  Όλη μέρα στην αγορά, δε λέω τρίχες  είναι και οι κουβέντες του,  λόγια του αέρα να περνάει η ώρα, αλλά να ξέρει από κόσμο… ξέρει να σταθεί… είναι και φανήσιμος» ….   Δέχτηκε ο Κώστας πήγαν , τους καλοδέχτηκαν, εντυπωσιάστηκαν από το γαμπρό…   κάποια στιγμή φώναξαν και τη νύφη  να πει μια καλησπέρα, τον είδαν και οι αδερφάδες της κρυφά πίσω από την πόρτα… μπήκε η νύφη, χαιρέτησε , αυτό ήταν,  βγήκε…  κάτσανε στο τραπέζι φάγανε… πιάσανε την κουβέντα  μίλησαν οι πατεράδες, ώρισαν το γάμο, είπαν και δυό λόγια οι συμπεθέρες …. « πες κι εσύ τίποτα γαμπρέ…» ….  Κοίταξε όξω από το παράθυρο ο « γαμπρός» και απεφάνθη συλλογισμένος…  «θα βρέξει» …  « ε να πηγαίνουμε τότε και μεις» άρπαξε την ευκαιρία ο πατέρας του «μη μας πιάσει στο δρόμο και η ώρα η καλή , ώρα μας είναι ,  έχουμε και τα ζωντανά ατάιγα….»

Στο μεσοδιάστημα έκαναν τις ετοιμασίες  και έδωσε ο Θεός και φτάσανε στη μέρα του γάμου ..κίνησε το συμπεθεριό, πήγαν στο χωριό της νύφης, στην εκκλησιά, και περίμεναν να έρθει η νύφη κατά το τελετουργικό…  Σαν την είδαν να κοντοζυγώνει, σκουντάει ο πατέρας του Θανάση τη γυναίκα του… « ρε γυναίκα αυτή είδαμε όταν ήρθαμε για τα προξενειά;» … «Πάψε ..γιατί εμείς το Θανάση φέραμε;» …  Περιχαρής ο Θανάσης πιο πέρα δεν έβλεπε την ώρα … μα η νύφη είχε δει το γαμπρό και άλλα είχε ονειρευτεί… μούδιασε…. Ο πατέρας της την κοίταξε βλοσυρά… προχώρησαν του την παρέδωσε…. Έγινε το μυστήριο… και με κλαρίνα και βιολιά κίνησαν για την επιστροφή…
« είμαστε ορκισμένα τα καημένα καμιά δεκαριά παιδιά κυρά δασκάλα, καμιά δεκαριά παιδιά
να πάρουμε τη δασκάλα τη δασκάλα να την πάμε στα νησιά κυρά δασκάλα
 να την πάμε στα νησιά»
Ούτε δασκάλα πήραν,  ούτε σε νησί την πήγαιναν… Κάποιος  από το συμπεθεριό του γαμπρού, που υποψιάστηκε τι είχε συμβεί γύρισε και είπε σε ένα συγχωριανό της νύφης… «καν μας γελάσατε, καν σας γελάσαμε» ..κι έτσι άρχισε βίος ανθόσπαρτος που λένε, ο Θεός να τον κάνει , του Θανάση και της Θανάσαινας, γιατί με το που παντρευόταν  τότε η γυναίκα  έχανε το όνομά της…

Η μάννα του Θανάση κλωθογύριζε στο μυαλό της  τα λόγια  της θειάς της νύφης « αν είχατε άντρα να παντρεύατε…» μα άκρη δεν έβγανε… τι ήθελε να της πει;…  κάτι  κουβέντες  που ήρθανε πίσω από την αγορά πως τάχαμ΄την πρώτη νύχτα ο Θανάσης δεν … τ’ απέδωσε  σε υπερβολές… Γνωστός χωρατατζής  ήταν εκείνος που του είπε « άει στο διάολο Θανάση που είδες γυναίκα και λιγοθύμισες» … δεν τον πήρε στα σοβαρά…. Μέχρι που…

Ήταν απόγιομα που ο Θανάσης έστησε καρτέρι  …  Μ’ ένα λάζο στο χέρι τον περίμενε… αμέριμνος εκείνος ζύγωσε… σιγοτραγούδαγε και πάγαινε…. Είχε καλή φωνή ο Κώστας …

«Περδικού-κι αμάν αμάν- περδικούλα μέρωνα
περδικούλα μέρωνα , ‘κείνη μ’ αγριευότανε…»

Έλειωνε η φωνή του σίδερα από τη ζέστα του καημού και του έρωτα…
« Θύμωσα – κι αμάν αμάν – θύμωσα την έδειρα

θύμωσα την έδειρα στα βουνά την έστειλα»
Χόχλαζαν τα στήθεια του Θανάση από θυμό  και ζήλεια
«στα βουνά – κι αμάν αμάν – στα βουνά τα πετρωτά
στα βουνά τα πετρωτά  τα μολυβοσκεπαστά…»

Πάγαινε ο Κώστας , ζάχαρη τα γυρίσματά του, αχ  Θανασιά ψυχή του !!!

« μιαν αυγή – κι αμάν αμάν  μιαν αυγή μια Κυριακή
μιαν αυγή μια Κυριακή την ακώ να κελαηδεί..»

«Δε θα την ξανακούσεις κουρέα τη Θανάσαινα… δε θα την ξανακούσεις….»

Πήρε κι ο Θανάσης το δρόμο για τη φυλακή…. 

ΒΑΣΙΛΑΚΙ  15/3/2015

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

ΘΛΙΨΗ

Είναι πηχτός ο αέρας...
Βαραίνει τις ψυχές μας
τούτος ο αναίτιος Θάνατος
Δεν το μπορούνε  τ' άδικο
Μ' ένα λουλούδι  δάκρυ
παραστέκουν το αθώο αίμα.....

ΒΑΣΙΛΑΚΙ 15/3/2015

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Ερωτικές ιστορίες, 2. Ο Γιώρης

«Ένας λεβέντης χόρευε σε μαρμαρένιο αλώνι
κι η κόρη που τον αγαπά, η κόρη που τον θέλει
- Πού ήσουν εψές λεβέντη μου πού ήσουν προψές το βράδυ…»
Ράγιζαν γύρω οι τόποι κι οι καρδιές σε τούτο το λεβέντικο τσάμικο, εκεί στο πανηγύρι, κάτω από το μεγάλο πλάτανο, ο κλαρινίστας συνεπαρμένος από το ίδιο του το παίξιμο, κατακόκκινα τα μάγουλά του από το πάθος και το φύσημα, ο νταουλιέρης στο μέσο του κύκλου να ματώνει το ρυθμό ακολουθώντας το χορευτή που είχε αφεθεί να τον πηγαίνουν τα ντέρτια του και μια γινόταν ίσια με τη γη μια πέταγε στον ουρανό γιατί ο Γιώρης, είχαν να το λένε, χόρευε με το ίδιο μεράκι που έψελνε, τόσο αντιφατική η ζωή του, από τη μια πίστευε και ποτέ δεν τον άκουσαν να βλαστημάει, από την άλλη αδιαφορούσε για τα λόγια των παπάδων και τις ηθικές τους και τα είχε βολέψει μοναχός του με τα θεία, να είναι ήσυχος, «στο φαϊ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάνει κρίση» έλεγε …έτσι και τώρα χόρευε και τον πήγαινε ο χορός, ίδια κατάνυξη ο χορός και ο έρωτας , τη γη δεν την πάταγε ως τη στιγμή που κάποιος έσκυψε και του ψιθύρισε .. «άει ρε μάζωχτ’ τη γυναίκα σου από πέρα τις ιτιές» … τι το ‘χε να το πει ..καπνίστηκαν τα μέσα του Γιώρη, τέτοια προσβολή, σκοτείνιασε ο κόσμος, θα του το πληρώσει η πουτάνα, μύρισε ο αέρας συμφορά, ο πούστης που δε σεβάστηκε το στεφάνι του θα δε τι θα πάθει, θα το θυμάται,μη τον πιάσω στα χέρια μου, θα μαρτυρήσει της μάννας του το γάλα… άφησε στη στιγμή το μαντήλι του χορού και χύθηκε αστραπή κατά το ποτάμι από μάγκας και από «δε σηκώνω μυίγα στο σπαθί μου» έτσι στα ξαφνικά κερατάς να τον προσβάλλουν, ποιόν; Το Γιώρη με τ’ όνομα, αυτά που ήθελε να κάνει στους άλλους να του τα κάνουν αυτουνού; τέτοιο μασκαριλίκι δε μπορούσε να το χωνέψει, δε πήγαινε κάτου με τίποτα, στο λαιμό του κάτσε …και πού; Και πότε; Στο πανηγύρι που το περίμενε όλο το χρόνο, την ώρα που ιερουργούσε βήμα βήμα το πάθος του την ώρα που διακονούσε το σεβντά του, τ’ άγια των αγίων σε περιφορά ήταν ο χορός του, αυτά σκεφτόταν και πήγαινε και επειδή δε βρήκε τίποτα στο ποτάμι, αλλά κάτι λόγια είχαν φτάσει στ’ αυτιά του που δεν τους είχε δώσει σημασία, ο κόσμος είναι για να λέει, όμως το σαράκι του τρωγε τα σωθικά από καιρό, κίνησε να βρει την άπιστη στο σπίτι τους, ούτε εκεί τη βρήκε κι ήτανε τότε που οι αμφιβολίες του γενήκαν σιγουριά, ξεκρέμασε από τον τοίχο τη διμούτσουνη και πήρε ν’ ανηφορίζει κατά το σπίτι του εραστή της, έτσι νόμιζε, έτσι έλεγε ο κόσμος, δεν είχε καιρό τώρα να ελέγξει, να διασταυρώσει , μόνο να ξεπλύνει τη ντροπή από πάνου του, κι έφτασε καβάλα στο θυμό του έξω από την πόρτα και με βρισιές και με βλαστήμιες, πρώτη του φορά, καλούσε τον αντίζηλο να βγει να μετρηθούν σαν άντρες …
Το σούρουπο της ίδιας μέρας φριχτή έφτασε η είδηση από τα πέρα χωριά… Πώς, λέει, κάποιος που είχε διαφορές πήγε στο σπίτι του άλλου με το τουφέκι του και στάθηκε σαν ίσκιος και φοβέρα έξω απ’ την πόρτα και έσπρωχνε να μπει να λογαριαστούνε ..πως η καημένη η γυναίκα σκιάχτηκε μη δεν αντέξει το μάνταλο και η ίδια με τα χέρια της και το κορμί της κόντραρε την πόρτα από μέσα… δεν άργησε να γίνει το κακό.. . πισωπάτησε δυο δρασκελιές σήκωσε το τουφέκι του και κέντησε με σκάγια και αίμα τον αυγερινό στην πόρτα και το στήθος της……
Τα χρόνια που ακολούθησαν στη φυλακή, και ήταν πολλά, ο Γιώρης συχνά πυκνά συλλογιόταν τη ζωή του και όσα τον ‘φέραν ως εκεί ..πότε τα ‘ριχνε στην κακιά στιγμή, πότε στον κόσμο που του απόσωσε ο λόγος ο καλός… τα ξένα λόγια μην ακούς μονολογούσε… γάμοι κι αυτοί στα χωριά μας μονολογούσε… άλλον να παρουσιάζουνε γαμπρό στα προξενιά κι άλλον στα στέφανα… και τα κορίτσια αφού είχαν δώσει τα χέρια οι πατεράδες, υποτάσσονταν και ακολουθούσαν την κακιά τους τύχη… ο λόγος των αφεντάδων συμβόλαιο ..πόσες τέτοιες χειραψίες συμβόλαια δε ρήμαξαν ψυχές και όνειρα ..μοίρες που τις καθόρισαν άλλοι … μόνο η Παναγούλα, αντάρτισσα ψυχή, έγραψε στο μουνί της και την κοινωνία και τον πατέρα της και τα δυό τα σόγια και την ώρα που την αρραβωνιάζανε με άντρα που δεν ήθελε έδωσε παραγγελιά στα όργανα να της παίξουν το τραγούδι « σπάστα χάλαστα» και όπως χόρευε στην αυλή έφερε ένα γύρο, δύο γύρους στον τρίτο γύρο πιάστηκε από το παλούκι του φράχτη και αέρινη όπως ήταν στα δεκαεπτά της χρόνια πέρασε πάνω από το φράχτη, ανέβηκε τη σκάλα μπήκε στο σπίτι κλείδωσε από μέσα, όλοι τρέξαν στο κατόπι της, φώναζαν Γούλα άνοιξε, όμως η Γούλα είχε βάλει κάτι πρόχειρα παπούτσια πήδηξε τα δυό μέτρα και μέσα από τον κήπο εξαφανίστηκε να πάει να βρει τον αγαπημένο της … ο πατέρας της έπεσε από την ντροπή του στο στρώμα, κουκουλώθηκε και δεν είχε μούτρα να βγει στη λάκκα….
…. και γελούσε κάθε φορά που θυμόταν μια ιστορία που είχε ακούσει παιδί ,πως στο κεφαλοχώρι παντρεύανε την αδερφή κάποιου, δε θυμόταν τ’ όνομά του, αυτά του τα’χε διηγηθεί η συγχωρεμένη η μάννα του, και επειδή δεν της είχανε εμπιστοσύνη αν στην ερώτηση « δέχεσαι για σύζυγό σου…» θα έλεγε ναι, αυτό ανάγκασε τον αδερφό της σε όλη τη διάρκεια του γάμου να στέκει ένα βήμα πίσω με τα « κοκκόρια» του τουφεκιού σηκωμένα… ο παπάς κοντοστάθηκε για μια στιγμή να διαμαρτυρηθεί πως δεν ήταν κατάσταση αυτή και ότι η νύφη θα πρέπει να απαντήσει από μόνη της… για τον αδερφό αυτά ήταν ψιλά γράμματα… και τον έκοψε τον παπά σηκώνοντας το τουφέκι… « πες τα γράμματα παπά» είπε και το ξανάλεγε κάθε τόσο μην αφήνοντας άλλα περιθώρια δισταγμού στον εφημέριο… ο λόγος είναι λόγος, για ένα κούτελο καθαρό, για ένα φιλότιμο ζούμε, για ένα φιλότιμο σκότωσε και ο Γιώρης, όπως για μια παραγγελιά, για μια τιμή έφαγε και ο Νίκος, κολλητός του και φιλαράκι του στη φυλακή, τρεις ….
ΒΑΣΙΛΑΚΙ 14/3/2015

Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Μοναστηρίου

Στο τέρμα της Μοναστηρίου
με τράκαρε άγγελος Κυρίου
κι είπε μαζί του να με πάρει
μα είχε κόκκινο φανάρι
Κάνω στο τσάφ αναστροφή
γλυτώνω  την  καταστροφή

μου λέει θα δεις τι θα σου κάνω
ξοπίσω  σου στέλνω το Χάρο
να σε προλάβει ως το Βαρδάρη
ψυχή και σώμα να σου πάρει

του λέω συγγνώμη.. δε θα πάρω
κι ας έχεις το Χριστό κουμπάρο

την κάνω για Σταυρούπολη
μέσα από την Ηλιούπολη
ανέβηκα στο Σεϊχ Σου
για να γλυτώσω Ιησού

αργότερα θα 'ρθω κοντά σου
κι εγώ σαν όλα τα παιδιά σου
Ως τότε μέσ' τις εκκλησιές σου
άσε να ακώ τις λειτουργιές σου…

ΑΘΗΝΑ 27/2/2015

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ

Η αγάπη μου για σένα
μ’ έκοψε στα δυό

το ένα μου μισό είσαι εσύ
το άλλο μου μισό, πάλι, εσύ

γίνομαι το πρόσωπό σου

Μ’ έκοψε με χάραξε στην πέτρα
πήρα το σχήμα της καρδιάς

πάνω στη φλούδα
χιλιόχρονων δέντρων…

 ήλιοι δυό

ο ένας έχει το όνομά σου
ο άλλος τα μάτια σου

γίνομαι το φως σου

Μ’ έκοψε με άπλωσε στη νύχτα
πήρα το σχήμα της φωτιάς

τις πίκρες της ψυχής
εξαγνίζοντας

τόσο που  ψηλά
Ουρανός σου απλώθηκα
και σκέπη σου

δυο στο βράχο πηγές είμαι

η μια την αθώα ομορφιά αναβλύζει
η άλλη ξόρκια να παραβγαίνουν το κακό…

γίνομαι εσύ

Αγάπη μου αυγινό μου πάθος
της αγρύπνιας μου έγνοια μονάχη

της αλήθειας μου γύμνια
και θάλασσα άφθαρτη…

ΑΘΗΝΑ 21/2/2015

Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015

ΕΙΣΑΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ

Είσαι τα μάτια μου...
Τούτος ο κουτσός Φλεβάρης
μου τα πλήγωσε....
Συγχώρα μου την αδεξιότητα
Όλα μου τα βάρη
τα εξομολογήθηκα..
Νηστεύω
να κοινωνήσω τη χαρά...
ΑΘΗΝΑ 20/2/2015

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

9 ΦΛΕΒΑΡΗ

Όνειρό μου..

Ήρθες το καταχείμωνο

Με το ασίγαστο  κύμα της θάλασσας
με την κρυφή οδύνη που πονάει
το βυθό της καρδιάς μου

Αγρίμι της νύχτας του πόθου μου
ήρθες και ‘χασε η απόγνωσή μου
τη μέχρι τότε ψυχραιμία της…

Τα σύννεφα μέσα μου  ‘πάψαν
να απειλούν χιονιά…

Λυτρώνει σαν μας φτάνει
το  γλυκό απροσδόκητο…

Ήρθες  ήλιος

φλογόλευκος

με δάφνες και μυρτιές
κι ευωδιαστά τριαντάφυλλα
στα χέρια…

Πόσο σκοτάδι μου πήρε η αναμονή
να μου το φέρει φως ο ερχομός σου….

Τα μαλλιά σου  στάζουν  φως.. 
 Κλείνουν τη νύχτα  πίσω σου..

Είναι ο έρωτας σάρκες εμπόλεμες..

Αγκάθια εγκαύματα μιας πυρκαγιάς
που καίει  μέσα μας και πυρπολεί
των σωθικών την επικράτεια…

Ω! πως μου μιλάει
 με περισσή ευφράδεια
η ομορφιά σου

 Μοσχοβολούν  τα  μάτια σου..
 τα  ποθινά σου στήθη …

Στη γύρη των χειλιών σου
καρδιοχτυπάνε οι προσδοκίες μου ….
Χίλια φιλιά χτενίσματα
τραγούδια στα μαλλιά σου
Χείλια τυφλά τα χείλια μου
και ψάχνουν  τα δικά σου

Διαμπερή της ηδονής αγγίγματα…

Φτερουγίσματα οργασμών…

Ανάμεσα στο κύμα των μαστών σου
και τον άνεμο

Σκέφτομαι για σένα
 μόνο φωτεινά…

Είναι ο πόθος
ανήσυχο παιδί της νύχτας…

 Την αγάπη μόνο με αγάπη
διακρίνω  στη σκοτεινιά…

Αν κάποτε σε χάσω
θέλω η αγάπη σου
να  ‘ρχεται  σαν ανοιχτή πληγή…

Να με ματώνει…..

ΑΘΗΝΑ 8/2/2015

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Φιλί


Ήμασταν, λέει,  ψηλά κι ήταν ο τόπος πέτρα
 και σκληρός σαν από λάβα
 και γυμνός και  γύρω  ένα μπλε σκούρο και βαθύ
 έτσι καθώς έφτανε  μέσα απ’ τη νύχτα και τα σύννεφα
 το φως  απ’ άστρα μακρυνά  αχνό   και λιγοθυμισμένο
 και κάτω μακριά βλέπαμε την πολιτεία
  με φώτα κίτρινα  και πάλι μπλε
τη θάλασσα και το λιμάνι  ράθυμo κι ακίνητο
κι ως πέρα την ακτογραμμή άξενη και γρανιτένια
και με αέρα  ακύμαντο και καθισμένο
σαν  μέσα από καταχνιά και φόβο
 σαν άπνοια  και προαίσθημα  μουντό

μα πήραμε ν’ ανεβαίνουμε  γυρνώντας την πλάτη
στη θάλασσα και το κακό κι όλο πηγαίναμε
μέσα από θάμνους χαμηλούς  κι απ΄’ αγκισάρους
 και απ’ ασπάλαχτα και πιο ψηλά
 ήτανε πεύκα σκιερά και ξέφωτα μ ‘ ελιές κι ένα δρόμο
που δεν ξέραμε κατά που ήταν τ’  άγνωστο
 και που ο κόσμος μα πάλι διαλέξαμε την ανηφόρα
 κι ούτε κατάλαβα πως έγινε και χάθηκαν οι άλλοι
 κι έμεινα μόνος στο δρόμο  μόνο που είδα
 να ‘ρχεται από την άλλη μεριά με τα θερισμένα χωράφια
η Ρουμπίνη ροδοκόκκινη και γελαστή
με τα μαλλιά της μαύρα και σπαστά
δεμένα κώτσο, ως το συνήθιζε και μ’ ένα μαύρο  τσιτωτό
βαμβακερό μπλουζάκι και με τη μαύρη φούστα της
το ίδιο σεμνή και μαζεμένη όπως την ήξερα παιδί
το ίδιο πρόσχαρη και γελαστή
μου χαμογέλασε και μου’ πιασε τα χέρια
εγκάρδια και ζεστά  κι έσκυψε και με φίλησε
 στα δυό μου μάγουλα και μόνο που με κοίταζε
χωρίς να πει κουβέντα ίσα βαθειά στα μάτια μου…

Η Ρουμπίνη…. Σαράντα τόσα χρόνια πεθαμένη…

ΑΘΗΝΑ 3/2/2015

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

ΠΕΤΡΑ

Η  μοναξιά μου
με πλακώνει

το στήθος μου αγωνιά
μια ανάσα

πλαντάζει…

Μόνος μέσα στο πλήθος
μόνος μέσα σε φίλους

Είμαι εγώ η πέτρα
που σηκώνω

Με κουβαλάω…
Βουλιάζω….

Με πόνους πληρώνομαι...

ΑΘΗΝΑ 27/1/2015

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

ΑΓΓΕΛΟΣ ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΤΗΣ

Στα τέσσερα χρόνια μια φορά
τον άγγελο προσμένουμε….

να κατεβεί  και να ταράξει τα νερά
με τη φτερούγα του την άσπρη

τόσες προσδοκίες για γιατρειά
γύρω από την κολυμπήθρα
τόσες ψυχές  τόσες ελπίδες
όνειρα και όνειρα ακρωτηριασμένα…

κι όσο σιμώνει ο καιρός
πληθαίνουν οι φήμες που τον θέλουν
 όμορφο ξανθό
 με μάτια όλο συμπόνια
για τους κατατρεγμένους

κι  όλο πυκνώνουν οι υποσχέσεις
και μια κρυμμένη αισιοδοξία
πως τούτη η φορά είναι άλλη

πως  δε θα σπαταλήσει το νερό το ιερατείο…

Κάθε φορά είναι άλλη

Κάθε φορά προδομένες προσδοκίες
Κάθε φορά τους προλαβαίνουν άλλοι
και σπρώχνουν μακριά
τους παραλυτικούς  και σαρανταπληγιασμένους

Κι ο άγγελος αγέρωχος και αλαζόνας
αποστρέφει  το βλέμμα
πιστός στο δόγμα
« ο έχων θα έχει…»

και μένουν οι βαλτοί
να μας θυμίζουν  προφητείες…
Τόσοι μεσσίες
τους  περιμέναμε χρόνια

κι  όλοι τους  αφομοιώθηκαν……

Στόμα μου στυφό και πικραμένο

ΒΑΣΙΛΑΚΙ  14/1/2015

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

-4 C

‘Λιοπρόσωπη  και ‘λιόχαρη
και ηλιογέννητή μου

Φως μου και φως μου κι όλη φως

και διάφανή μου αγάπη
και χρώματά μου πλουμιστά
και πώς να  σας αντέξω…

Φύσηξε άνεμος γιορτή
 και πήρε τα μαλλιά σου…

Πήρε και τα ξετύλιξε
 μίλια μακριά στο χιόνι
και φανερώσαν δυό καημούς
με κλάμματα δεμένους
μέσα στις   μαύρες μπούκλες σου
τις  φεγγαρολουσμένες …

Φύσηξε άνεμος γιορτή
και πήρε τη ματιά σου…

Πήρε και την ταξίδεψε
μίλια μακριά στο χιόνι
κι έφερε πίκρες στεναγμούς
με κλάμματα δεμένους
στις άκρες απ ‘ τα μάτια σου
όπου κυλάν τα δάκρυα
και στάζουν μέσα στην καρδιά
και καίν’ τα σωθικά μου …

Φύσηξε άνεμος γιορτή…

πώς καίει  ο πόνος της ψυχής
σαν ακουμπάει σε πάγο

μίλια χιλιόμετρα μακριά….

ΒΑΣΙΛΑΚΙ  7/1/2015