Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

...ΑΝΑΜΕΣΑ...


Ανάμεσα  στο Σεφέρη και τον  Ελύτη...
Τον καημό και το θαύμα...
Ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ελλάδα...
Την πίκρα και την πίκρα...

Σχοινοβατώ...

Πάνω μου λάμπει και βαραίνει  ό,τι κάποτε ήμουνα...
Κάτω μου χάσκει, σκοτεινή, η τραγική μου ύπαρξη...

Η Ελλάδα, Ναζίμ, πάλι τουφεκίζεται...


ΑΘΗΝΑ  26/2/2013

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

ΤΟΠΙΟ

Διψασμένος  τόπος
Δυό τσιγγάνοι σε μουλάρια
Ξέρα  και σκόνη
Δυο ληστές κρεμασμένοι

κι  ο ίδιος έρημος

Δυο  γυναίκες
Γυμνό τ’ αριστερό τους στήθος
Πέτρα και πόθος
Ερειπωμένο χάνι

κι ο ίδιος έρημος

Οι κρεμασμένοι
Παντού γύρω κρανία
Ο γύπας
στα χέρια του φίδια

κι ο ίδιος έρημος

Ο  Προφήτης
Τα  σάπια λόγια του
Ο  δαιμονισμένος
στο χέρι το δεξί του μάτι


κι ο ίδιος έρημος

Το βουνό
Οι μεγάλες πέτρες
Ο Ιεροεξεταστής
Μαύρος ο δρόμος

κι ο ίδιος έρημος

Και παραπάνω
ο τόπος ίδιος
ξανά και ξανά
Ο ουρανός χαμηλός

Οι τσιγγάνοι
τα μουλάρια
η σκόνη
οι κρεμασμένοι
οι γυναίκες
ο ερειπιώνας
τα κρανία
ο γύπας
τα φίδια
οι προφητείες
τα ξόρκια

κι ο ίδιος έρημος

Στους όξω τόπους
και στους μέσα του

Άνυδρη  η ψυχή του

ΑΘΗΝΑ 24/2/2013





Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ


Κι αν έφτασα να πιάνω τον ήλιο

απ' τα φτερά σαν πεταλούδα


Μ' ένα τίποτα έζησα...


Μόνο που πολυοαγάπησα...

19 Φλεβάρη 1960

Στις 19 Φλεβάρη του 1960, Παρασκευή βράδυ, « έφυγε», στα πενήντα τέσσερά του χρόνια, για εκεί που δεν έχει καθημερινή και σκόλη, ο πατέρας μου, ο Βασίλης. 

 

Άλλη δεν είναι ξενητειά ωσάν τ’ αποθαμένου

απού κινά και πάει μακριά σε τόπους που δεν ξέρει
Κι αποξεχνά την π’ αγαπά ξεχνά και τα παιδιά του
τη στράτα σβήνει πίσω του και γιαγερμό δεν έχει…

Σε ‘χάσαν τα ματάκια μου ποτέ δε σε ξανάδα..
Πενήντα χρόνοι πέρασαν πενήντα τρεις παγαίνουν
μα εγώ δε θα σε ξαναδώ όσοι κι αν ε περάσουν…
Λογούμαι σου πατέρα μου κι απόκριση δεν παίρνω
Για πέ μου γιατί μ’ άφηκες προτού καλά βλαστήσω;
Γιατ’ άφηκες τη μάννα μας και τ’ άλλα μου τα’ αδέρφια;

« Παιδί μου εγώ δε σ’ άφηκα, στα ξένα εγώ δεν πήγα
κι η ξενητειά που σου ‘πανε του Χάρου είναι αδερφούλα..
Μόν΄ήρθε χρόνος δίσεκτος θανατικό ζωσμένος
Ήρθε Γενάρης βροχερός Φλεβάρης με τα χιόνια
κι απόφταξε και κόνεψε ο Χάρος στην αυλή μας
κι έσπειρε πικραπήγανο που τρω ν οι πικραμένοι
είπε μου και να ‘τοιμαστώ μαύρα σκουτιά να βάνω…

Μόνο μια χάρη σου ζητώ κι αν μ’ αγαπάς την κάνεις
Στον τάφο μου μη ξαναπάς κεράκι μη μου ανάψεις
Γιατί σα λειώνει το κερί στάζει μέσ’ την καρδιά μου
ζεσταίνει μου τις θύμισες και το παράπονό μου
κι αναθυμούμαι τα παλιά και τον απάνω κόσμο
θυμούμαι και το σπίτι μας και τρέχουνε τα δάκρυα
θολώνουνε τα μάτια μου θολώνουν και τη βρύση
της αρνησιάς που πίνουμε της λησμονιάς νεράκι»

ΑΘΗΝΑ 18/2/2013

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

"Με το σουγιά της καλημέρας"

Με αφορμή μια ανάρτηση της Κάκιας (Παυλίδου) και δυο τρία σχόλια π' ανταλλάξαμε. Με γνώση των συνεπειών, αναλαμβάνω την ευθύνη της μορφοποίησης... ή τη μετουσίωση της ιδέας σε σταγόνα όπως θα έλεγε και η ίδια ( οι στίχοι σε αγκύλες είναι βασισμένοι στα σχόλια της)
" Με το σουγιά της καλημέρας
ανοίγω τ' όστρακο της μέρας " (Κ)
{Παρθένα η κάθε μας στιγμή
νιογέννητη στα χέρια μας...
και με χαμόγελο παιδιού
ανάβει όλα τ'στέρια μας...

Παιδιά ο σοφός κι ο ποιητής
που λαχανιάζουν για ζωή
απάνω στο παιγνίδι τους...

και σαν ξυπνάνε το πρωί
ζούνε την κάθε τους πνοή
όπως την πρώτη τους αυγή

Μα και την τελευταία τους
όπως την πρώτη μέρα τους..} (Κ)

ΑΘΗΝΑ 11/2/2013

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Νίκος Ξυλούρης ( μαρτυρία)


Ήταν Χριστούγεννα του '68 ή του '69 που κατεβαίνοντας από τη Θεσσαλονίκη το πρώτο που ήθελα να κάνω ήταν να πάω να ακούσω τον Νίκο τον Ξυλούρη.

Ανηφορίζοντας την οδό Νίκης προς την πλάκα, δίπλα μου περπατούσε ένας νέος , όμορφος άντρας με μούσι. " μήπως ξέρετε πως μπορώ να πάω στην μπουάτ " ΛΗΔΡΑ"; ρώτησα... " Κι εγώ εκεί πάω " μου απάντησε απλά " έλα μαζί μου "...Φτάσαμε, χαιρέτησε, με έπιασε από το χέρι και μπήκαμε μέσα..Κάτι είπε σ'  ένα γκαρσόνι. " Έλα"...κατεβήκαμε μια στενή σκάλα. Ένας καναπές στη μια άκρη καθισμένος ο Νίκος στην άλλη , αν θυμάμαι καλά, ο Μανιουδάκης, όρθιοι ο Μαρκόπουλος, ο Τάσος ο Διακογιώργης ( σαντούρι, καμπάνες, ξυλόφωνο), ο μικρός αδερφός του Νίκου ο Γιάννης, ο ξάδερφος ο Ζαχάρης ο Φασουλάς, ο άλλος ανωγειανός ο Στέλιος ο Αεράκης,  η Μέμη η Σπυράτου, ο Θέμης ο Ανδρεάδης και άλλοι...Μου τους σύστησε έναν έναν...Έμεινα αποσβολωμένος να κοιτάζω τον Νίκο...Ψηλός, λυγερόκορμος, με λαφίσιο παράστημα, πρασινογάλαζα μάτια και πλούσια μακριά μαύρα μαλλιά. " Κουμπάρε, ο φίλος μας ο Θοδωρής " ...Μου χαμογέλασε ζεστά...Κι εγώ, όλο θαυμασμό..." Εσύ;" ρώτησα..." Εγώ είμαι ο Σταύρος ο Πασπαράκης"....Τα έχασα....Ζωγράφος, αγιογράφος και ερασιτέχνης τραγουδιστής, με μια φωνή που είχε από μόνη της ένα σπαρακτικό ράγισμα, τον ήξερα, τον είχα ακούσει στο δίσκο του Γιάννη " Ήλιος ο πρώτος" με την Μαρία τη Δημητριάδη και τον Γιάννη τον Φέρτη στις απαγγελίες...Ανεβήκαμε επάνω κάτι είπε ξανά στο γκαρσόνι ο Σταύρος κι έφυγε...Το γκαρσόνι με πήρε και με ανέβασε στον εξώστη σε μια θέση που έβλεπα πανοραμικά την ορχήστρα και που έμελλε να γίνει το στασίδι μου για τις επόμενες δεκαπέντε μέρες, δυό παραστάσεις κάθε βράδυ...

Ανέβηκαν οι μουσικοί ..κάθε ένας με το που έπιανε το μουσικό του όργανο ξεκίναγε....Η μελωδία σα λεβέντικο τσάμικο στο βάθος..." Γεννήθηκα στο βλέφαρο του κεραυνού"....κατάνυξη... ούτε ανάσα..ιερουργούσε ο Ξυλούρης...Πρώτο μέρος,  το έργο " ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ"  του Κ.Χ. Μύρη...Στο δεύτερο ο Σταύρος..." Ω παιδιά που με νοιώθετε, πατριωτάκια του ήλιου"...Ελύτης...κάποια στιγμή μαζί του ο Νίκος..." Τα παιδιά ξεχύνονται στους δρόμους, οι φωνές τους δεν είναι πια κουρέλια...έντιμο αίμα που ζητά, ζητάει εκδίκηση"....Ο Σταύρος φεύγει, ο Νίκος σηκώνει τη λύρα του..." ξαστεριά"... " αγρίμια κι αγριμάκια μου"...." κόσμε Χρυσέ"..." ..."λεω του Γιώργη γειά σου"...και μετά τα ριζίτικα δικες του συνθέσεις..η αριστουργηματική, κλασσική πια, " ανυφαντού" ..." αναγυρίζω το στενό"...Από μαγεία σε μαγεία και από θαύμα σε θαύμα έφτανε στον Ερωτόκριτο..." ας τάξω ο κακορίζικος , πως δε σ' είδα ποτέ μου..ένα κεράκι αφτούμενο, εκράτου κι έσβησέ μου...ας τάξω πως επιάστηκα σε μιας γυναίκας τρίχα κι έσπασε η τρίχα κι έχασα στον κόσμο ότι κι αν είχα.."....

Έτσι από σύμπτωση είχα την τύχη να γνωρίσω τον άνθρωπο που έμελλε να σφραγίσει  με την απαράμιλλη φωνή του, και το μοναδικό ήθος του το τραγούδι μας και, κορυφαίο  ποίημα της φύσης ο ίδιος, την ποίησή μας...Ο μοναδικός που στήριξε με την ζωή του όσα έλεγε με το στόμα του. Ο μοναδικός που παραστάθηκε στο Πολυτεχνείο με το τραγούδι  και την παρουσία του....

Από τότε και μέχρι που έφυγε, όποτε το έφερνε  να είμαι στην Αθήνα, τον ακολουθούσα παντού..σε κάθε εκδήλωση...Ούτε που θυμαμαι πόσες φορές είδα το " Μεγάλο μας τσίρκο" το '73.  Θυμάμαι και δε θα ξέχάσω ποτέ που τον περίμενα στο στενάκι που άφηνε το αυτοκίνητό του και με έπαιρνε από το χέρι και έμπαινα μαζί του στο θέατρο για να μην πληρώνω εισιτήριο...Και δε θα ξεχάσω ποτέ το παιδιάστικο τρυφερό παράπονό του, στο διάλειμμα μιας παράστασης, όταν του είπα " Νίκο - έτσι τον έλεγα - πρέπει να φύγω"...
" ..Δε θα καθήσεις να μ' ακούσεις Θοδωρή;.." Στα χρόνια που ήρθαν γνώρισα την γυανίκα του, την Ουρανία...Μια αρχόντισσα...

Η φωνή του Νίκου με συντροφεύει πάντα...και σε στιγμές ψυχικής έπαρσης και σε στιγμές μεγάλης στενοχώριας ...Με τη φωνή του Νίκου τραγούδησα τον έρωτά μου..."  Τα γυμνά σου πόδια στην Κρήτη...ακούμπησαν το φοίνηκακατέβηκαν τον Ψηλορείτη..."..Με τη φωνή του Νίκου έκλαψα τη μάννα μου..." Δεν έχει ασφονδύλια ..μενεξέδες , μήτε υάκινθους, πως να μιλήσω με τους πεθαμένους...ΟΙ πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών"..Με τη φωνή του Νίκου μεγάλωσα την κόρη μου...." την είκόνα σου σεβάστηκα ..και κράτησα....και τα χέρια μου θα ενώσω..."

Δε θ' ανεβάσω τραγούδι να συνοδεύσει τούτο το κείμενο...Ποιό να διαλέξω;...Ο  Νίκος δεν έκανε  " επιτυχίες"....Τόν ίδιο και τη φωνή του αγάπησε ο κόσμος κα όσα είχαν την τύχη να τα πιάσει στο στόμα του...

" Ο πατέρας μου δεν έκανε τίποτα για να κάνει κάτι σπουδαίο...το έκανε και ήτανς σπουδαίο" , έιχε πεί πρν πολλά χρόνια ο γυιός του ο Γιώργης

Σήμερα τριάντα τρία χρόνια μετά, ο Νίκος παραμένει ζωντανός στη συνείδηση του λαού μας...Και το ακόμη πιο θαυμαστό είναι πως τον μαθαίνουν και τον λατρεύουν οι νέες γενιές, που μόνο ακουν μαρτυρίες για αυτόν και μέσα από τα τραγούδια του..

Όσο για μένα..ήταν είναι και θα είναι ' κόνισμα στην ψυχή μου...

ΑΘΗΝΑ  8/2/2013

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

"ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ" (ή Β' ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ)


Είναι βαρύς ο αέρας στα δωμάτια...
Πόνος...πληγές...πεσμένα φτερά...

Μυρωδιά φαρμακείου..

Στο διάδρομο η νεαρή γιατρός
ψάχνει ν' αναπνεύσει...

" Το νοσοκομείο...χαμηλοτάβανο...
Με πλακώνει"...

" Ο αέρα"... της λέω..."ακίνητος...
και πολύ πηχτός...
Δεν αφήνει τίποτα να πετάξει...
Δες τα πουλιά της χαράς...
Από άγνοια αποκοτούν
μα πέφτουν χτυπημένα...
Τ' άλλα της θλίψης ξέρουν...
δεν κουνάνε απ' τις ψυχές μας"...

Τόσες γυναίκες...
Αμαζόνες...χωρίς βυζί...
χωρίς μαλλιά...

Από ψηλά βλέπω μόνο τη σκεπή
στο παρεκκλήσι...

Σταυροειδής με τρούλλο...

Σταύρωση...

" Βάλε το χέρι σου"...
" Απελθέτω απ' εμού"...

Διαβάζω..." Σάββας"..." Άγιος"...

Πικραμύγδαλο το στόμα μου...

Ευφημισμοί παρηγοριάς...

" Σάββας"... κι ανάποδα το ίδιο βγαίνει...
Σαν 'κείνη την παλιά της εκκλησιάς τη βρύση...
" Νίψον ανομήματα..."

Νίψον ανομήματα...ήγγικεν η ώρα...

" 'Αννα" ..σκέφτομαι..."μάννα της μάννας Του

Ανάσταση...ποιός σε περιμένει"...

" Σάββας"...Θάνατος
Περάτης γονδολιέρης...σκοτεινός...

Στην όχθη τόσες γυναίκες...
Καρτερικά υπομένουν...

Χθες βράδυ η Μάγδα
δοκίμασε να πάρει πίσω
λίγη απ' τη χαμένη αξιοπρέπεια...
Τη βρήκα το ξημέρωμα
στο πάτωμα...

Η Μηλιά δίπλα της
παραδομένη στη δική της ανημπόρεια...
Ανίκανη να βοηθήσει ή να βοηθηθεί...

Κοιτάω από την πόρτα..
Ένα κρεββάτι αδειανό..

" Βγήκε χθες"... μου εξηγούν...
"Δεν είχαν κάτι άλλο να της κάνουν"...

" Μακάρι να μην ξαναγυρίσει".. εύχομαι...

" Εδώ σπάνια γυρίζουμε...κι αν τύχει...
είναι πριν να φύγουμε για πάντα"...


ΑΘΗΝΑ 5/7/2012





Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Η ΤΙΜΙΟΤΗΤΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΧΡΩΜΑ

Παρασκευή προς Σάββατο πρωί, ο Νοτιάς δεν άφησε τίποτα όρθιο. Μαζί μ' όλα όσα πήρε, πήρε και σήκωσε και μια κουβέρτα που είχαμε απλωμένη. Το πρωί σηκώθηκα, γύρω στις εξήμισυ, κοίταξα στα μπαλκόνια των από κάτω ορόφων...7ο, 6ο, 5ο...πουθενά η κουβέρτα...κατέβηκα στο δρόμο...Τα ίδια..Τίποτα...

 

Μένω στην Κυψέλη. Στις γύρω παλιές πολυκατοικίες, στα ανήλιαγα υπόγεια και στα ισόγεια, Πακιστανοί και Μαύροι. Απ' αυτούς που ψάχνουν τα σκουπίδια και ξεχωρίζουν ότι μπορεί να ανακυκλωθεί.
Σκέφτηκα.." Πάει η κουβέρτα. Ας είναι καλά. Να σκεπάσει τουλάχιστον κανένα παιδί που τουρτουρίζει."

Στις οκτώ κατέβηκα για να πάω για ψώνια. Έκπληκτος βλέπω την κουβέρτα στην άκρη του δρόμου μπροστά στην είσοδο...

Η τιμιότητα , τελικά, δεν έχει χρώμα..ούτε εθνικότητα...