Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

ΞΕΝΙΤΕΙΑ

«Η ξενιτειά, η ορφανιά
Η πίκρα, η αγάπη.
Τα τέσσερα τα ζύγιασαν
Βαρύτερα είν’ τα ξένα»
Ήταν εκεί γύρω στη δεκαετία του ’60 που άρχισαν να φεύγουν καραβιές ο κόσμος για τον Καναδά και την Αυστραλία και, στοιβαγμένοι στα τρένα, για το Βέλγιο, τη Γερμανία κι άλλες χώρες της Ευρώπης.
Μόλις λίγα χρόνια μετά την κατοχή και τον εμφύλιο, ο τόπος ρημαγμένος έγλειφε τις πληγές του, πολλά τα προβλήματα, αβάσταχτη η φτώχεια και η Πολιτεία ανήμπορη. Το φευγιό ήταν η μόνη διέξοδος κι η μόνη ελπίδα.
Δεν ήταν η πρώτη φορά. Από τα παλιά χρόνια κάθε που ο τόπος πέρναγε μια περιπέτεια, κάθε που έβγαινε από μια συμφορά, οι Έλληνες παίρνανε το δρόμο της ξενιτειάς. Μαύρη θάλασσα, Δούναβης και πιο ύστερα στην αυγή του εικοστού αιώνα η Αμερική.
Η ανάγκη τους έκανε. Κι όχι το ανήσυχο πνεύμα και η δίψα για περιπέτεια, όπως προσπαθούσαν να μας πείσουν ,μέσα από εκλογικεύσεις , ανόητοι απολογητές και υποστηρικτές της οικονομικής πολιτικής.
«Ξάδερφε, ήρθαμε εδώ για ένα μεροκάματο που η πατρίδα μας στέρησε» θα μου πει η πολυαγαπημένη μου Γιωργία πριν από χρόνια, δένοντας κόμπο την γλώσσα μου και την καρδιά μου και κάνοντας θρύψαλα τους μύθους τους.
«Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις στον κόσμο, Έλληνα θα βρεις από κάτω» μας έλεγαν, καμαρώνοντας, ηλίθιοι καθηγητές και δάσκαλοι, επικαλούμενοι το δαιμόνιο της φυλής. Και Πακιστανούς και Φιλιππινέζους και Αλβανούς και Τούρκους θα πρόσθετα κι εγώ, χωρίς να ξέρω ποιο δαιμόνιο να επικαλεστώ.
Δύσκολα τα πρώτα χρόνια στον ξένο τόπο. Άγνωστοι άνθρωποι, άγνωστη γλώσσα, φτηνές οι πρώτες δουλειές, το μεροκάματο του ανειδίκευτου.
Από τη μια να πασχίζουν να ριζώσουν και να ορθοποδήσουν, από την άλλη να ‘χουν και να βοηθήσουν όσους δικούς τους ξώμειναν πίσω. Δεν ήθελαν να ξεχάσουν, δεν μπορούσαν να ξεχάσουν και δεν ξέχασαν.
Πρόκοψαν στην ξένη γη, πολλοί έγιναν σπουδαίοι και μετά τη φροντίδα για τους δικούς τους, δεν ξέχασαν και την πατρίδα. Αφού έφτιαξαν τα δικά τους σχολεία και τις εκκλησιές τους εκεί στα ξένα , αφού οργάνωσαν τους συλλόγους και τις ενορίες τους, στράφηκαν να βοηθήσουν την πατρίδα τους, την ιδιαίτερη πατρίδα τους που το συναίσθημα τους έπνιγε. Γέμισε η Ελλάδα σχολεία, εκκλησιές, νοσοκομεία, ιδρύματα, δωρεές από τους ξενιτεμένους.
Όμως όσα κι αν έσιαξε η ζωή τους εκεί στα ξένα , η ψυχή τους ποτέ δε γαλήνεψε. Ο Έλληνας στην ξενιτειά νοιώθει πάντα προσωρινός. Όσα χρόνια κι αν περάσουν. Κι ας μην γυρίσει ποτέ. Το ξένο χώμα δεν δένει ποτέ με τη φτέρνα του. Δεν είναι δικό του ‘κείνο το χώμα. Κι όσο τα χρόνια περνάνε το σαράκι του γυρισμού τρώει τα σωθικά τους. Η νοσταλγία φουντώνει.
Θυμάμαι, μικρό παιδί διάβαζα ιστορίες για την ξενιτειά σε κάτι παλιά αναγνωστικά.
-«Λίγα χρόνια ακόμα μανούλα, κάνε υπομονή και θα γυρίσω. Λίγα χρόνια ακόμη να βάλω τίποτα στην άκρη, να ‘ρθω να ζήσουμε σαν άνθρωποι» παρηγορούσαν τις γριες μανούλες και παρηγοριούνταν κι οι ίδιοι.
-«Να ‘ρθεις γιόκα μ’ να σε δω η έρμη, μη θαρρείς κι είμαι ναι πιά, περάσανε τα χρόνια, να ‘ρθεις να σε δω να πεθάνω ήσυχη, να μου κλείσεις τα μάτια, όχι σαν τον μακαρίτη τον πατέρα σου που πήγε με τον καημό σου», παράγγελνε η γρια μάνα από τα τρίσβαθα της μοναξιάς της.
Έτσι ήτανε τότε, έτσι είναι και τώρα. Ένα τηλέφωνο είναι η μόνη διαφορά κι η μόνη παρηγόρια. ΄Ολοι έχουμε γίνει μια φωνή. Τι να κάνει, όμως, σε μια μάνα η φωνή και που να της αρκέσει. Η μάνα θέλει το παιδί της. Να το κοιτάει κατάματα. Να το νταντεύει και να το μαλώνει. Όσο χρονών κι αν είναι.
Έτσι θα είναι πάντα. Οι εδώ μια ζωή να περιμένουν. Οι εκεί μια ζωή να νοσταλγούν. Νοσταλγία…τι όμορφη λέξη…Νόστος, ο γυρισμός..ο γλυκός γυρισμός…από κει και η νοστιμιά …και άλγος, πόνος..ο γλυκός πόνος του γυρισμού.
Με τέτοια λόγια, της παρηγοριάς και της αντάμωσης, τα χρόνια περνάνε. Περνάνε τα χρόνια θα πει οι άνθρωποι αλλάζουν. Το ίδιο κι ο τόπος. Η ξενιτειά είναι μια μεγάλη, πολύ μεγάλη παρένθεση. Κι αν δώσει ο Θεός, μετά τριάντα, σαράντα ή περισσότερα χρόνια, συνήθως με τη σύνταξη, κι ο ξενιτεμένος γυρίσει πίσω, ψάχνει, μάταια, να εν΄΄ωσει τις άκρες του κουβαριού. Τα που θυμάται και τα που βρίσκει. Κοπιαστική, βασανιστική προσπάθεια, μεγάλο το κενό..τριάντα, σαράντα χρόνια είναι πολλά. Τη χρονιά του ξενιτεμού του, τα’ αγέννητα τότε παιδιά είναι, τώρα κοντά σαραντάρηδες Η γενιά του εξήντα και βάλε. Οι μεγαλύτεροί του έχουν φύγει πια από τη ζωή. Ξένος και πάλι, στο δικό του τον τόπο τούτη τη φορά, πρέπει να ξαναρχίσει απ’ την αρχή. Να συμμαζέψει το σπιτικό του, να πιάσει το σφυγμό της ντόπιας ζωής να μπει στο ρυθμό της
Πολλοί δεν άντεξαν. Γύρισαν με τόση λαχτάρα. Αλλιώς τα περίμεναν, αλλιώς τα βρήκαν, τα ξαναφόρτωσαν, γύρισαν πάλι στα ξένα.
Δεν μπόρεσαν να μονιάσουν τον τόπο που βρήκαν με τον τόπο που άφησαν , με τον τόπο που κουβαλάνε χρόνια στην καρδιά τους. Προτίμησαν να θυμούνται τον δεύτερο. Κείνον που άφησαν.
Η πιο γλυκειά πατρίδα είναι η καρδιά κι οι μετανάστες έχουν έχουν το πικρό προνόμιο να κουβαλάνε την Ελλάδα στην καρδιά τους.


Το κείμενο το έγραψα το 2002 για την εφημερίδα του χωριού μου. Μέρες που είναι καθένας μας θυμάται τους δικούς του. Γονείς, αδέρφια, ξαδέρφια, μπαρμπάδες, θείες κι από κοντά τους φίλους τους γείτονες τους συγχωριανούς. Λίγα τα σπίτια που να μην έχουν δικό τους στην ξενιτειά. Κι αν τα ‘γραψα όλα αυτά είναι που έχω κι εγώ τα’ αδέλφια μου και τα ξαδέρφια μου πάνω από σαράντα χρόνια μακριά και τη μάννα μου θαμμένη στη Μελβούρνη.
Το αφιερώνω στην καλή μου φίλη την Τζενούλα…και σε όλες τις φίλες και φίλους που είναι μακριά…

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ

Α’ Θάνατος

Εκεί στην ακροποταμιά
Ο Γιάννης κείτεται

Χωρίς ψωμί χωρίς φαϊ
Μόνος και παγωμένος

Βασίλεψαν τα γαλανά του μάτια
Παρά ποθές ξανθά
τ’ ολόξανθα μαλλιά του

Πυρώνει ο ήλιος…- Τέλη του Μαγιού
Καίνε οι πέτρες… -Κρυγιό το μέτωπό του
Μικρή πληγή…- Πως τον σημάδεψε η μοίρα
Θάνατος
Μικρή πληγή…-Πως σφύριξε η σφαίρα
Θάνατος
Πως σκίστηκε στα δυο η ώρα η στερνή
Θάνατος
Το αίμα αηδόνι κι έβαψε το στήθος
Θάνατος
Πικρή στιγμή… -Κηλίδα πότισε τη λησμονιά που θέριεψε
Θάνατος
Πικρή στιγμή…- Πως στάθηκε ο αγέρας
Μήτε κλαδάκια θρόισαν μήτε πουλιά πετάξαν
Θάνατος
Πικρή στιγμή… Χαλίκια η μνήμη σκόρπισαν
Φρύδι δασύ της νύχτας της παντοτινής
Απού αυγή δεν έχει
Θάνατος
Πήχτρα σκοτάδια τ’ άλογό του…
Χλιμίντρισε κι αντάριασε η Ρίζα
Θάνατος

Κείτεται ο Γιάννης
Καφέ λαδιά στο χώμα

Πλάτυνε η φτώχεια μας
Και λίγιανε τη περηφάνεια….

Β’ ΚΟΜΜΟΣ

Αητός ζυγιάστηκε ψηλά κι από ψηλά βιγλίζει
Κοράκια μη σιμώσετε φίδια μη το τολμήστε
Κι όλα της νύχτας τα μιαρά απ’ το λαγγό μη βγείτε
Κι όλα τα όρνια υπάκουσαν – Μακρυά απ’ το παλληκάρι

Αητός αητό παράστεκε
το Γιάννη το Κουτρούλη

Τον συντροφεύουν τα νερά παράμερα κυλάνε
Παράμερα κι ο πλάτανος παχύ ασκιανό του κάνει
Δροσιό αεράκι φύσηξε από τα περιβόλια
Και σκόρπισε λεμονανθούς στεφάνι στα μαλλιά του
Πως έζησε…
«Να κλέψω μια του Χάρου»…
Κι εκλεψε μια κι έκλεψε δυο…
Κι απόφταξαν πενήντα δυό τα χρόνια της ζωής του...

Όπου φωτιά και χαλασιά εκεί ήτονε κι ο Γιάννης
Του ήταν η σύνεση ντροπή η αποκοτιά καμάρι

Βουνά της Κρήτης χαμηλώστε…
Τώρα πια ο Γιάννης ξαρμάτωτος στου ποταμού την άκρη…

Τον συντροφεύουν οι γυναίκες που τον γνώρισαν
Και κρυφοκλαίνε

Στέκουν τη στράτα σοντηρούν τη στράτα αναντρανίζουν
Ο Γιάννης μήπως και φανεί να τον συναπαντήσουν

-Κόνεψε Γιάννη να χαρείς λίγο από την αυλή μας
Να πιεις νερό να δροσιστείς να δροσιστεί η καρδιά μας

Τον συντροφεύει κι ο οχτρός διπλή φρουρά του βάνει
Στο δίστρατο, στο ξάγναντο κανείς να μην τον θάψει

Του στέκει με την έγνοια της κι η πρώτη του η κόρη…

Γ’ ΤΑΦΗ
«Άκουσ’ με μάννα ο κύρης μου άθαφτος δε θα μείνει»

Και πήρεν την η σκοτεινιά στην ερημιά την πάει

Και σύρθηκε η Αγγελικώ μες σε λυγιές και σφάκες
Ψηλή , λιγνή στα δεκαεφτά της..
Μπεντένι ο φόβος πλάκωνε το στήθος
Ματώσανε οι αγκώνες και τα γόνατα

Κρυμμένη πίσω απ’ τον νεκρό πατέρα της
-Που το κουφάρι του να λύνεται είχε αρχίσει-
Έσκαβε με το πείσμα της και τ’ ακροδάχτυλά της
Έσκαβε με τα νύχια της και δίχως ν’ανασαίνει
Κρυφές ματιές και τρόμος μουδιασμένος
Κάθε που διάβαινε ο σκοπός απάνω στο γιοφύρι
Ρηχό μνημούρι
Και με πνιχτά αναφυλλητά και πετρωμένα δάκρυα
Τον Κύρη της ανάχωσε

Η Αγγελικώ

Παλιότερα τη λέγαν Αντιγόνη
Αργότερα Ηλέκτρα
Κι άλλα πολλά ονόματα…

Αθήνα 20/12/2011

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

ΤΟ ΒΑΛΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ (παρουσίαση)

Η ομιλία μου στην εκδήλωση που είχα την τιμή να είμαι συνπαρουσιαστής, με θέμα


"Γλώσσα και ύφος"

Θα ήθελα, εισαγωγικά, να πω δυο λόγια για ότι στην τέχνη του λόγου συνηθίζουμε να ονομάζουμε ύφος και που στην πράξη είναι απόλυτα συνδεδεμένο με την γλώσσα.

«Το ύφος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος» θα πει ο Σεφέρης. Πού σημαίνει ότι αρκεί να είσαι πραγματικός άνθρωπος και έχεις ύφος. Σημαίνει ακόμη πως ύφος δεν είναι τίποτα περισσότερο από τον διακριτό, προσωπικό τρόπο που έχει καθένας μας όταν εκφράζεται, όταν διηγείται ή όταν εξωτερικεύει τα συναισθήματά του.

Ύφος είναι όλα εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που μας επιτρέπουν να ξεχωρίζουμε, εύκολα ή δύσκολα, το λόγο του Καζαντζάκη από του Ελύτη, του Σεφέρη από το Ρίτσο, του Μακρυγιάννη από του Σκαρίμπα, του Παπαδιαμάντη από του Ροϊδη και που τα χαρακτηριστικά αυτά σε καμία περίπτωση δεν είναι ευθέως ανάλογα με το γλωσσικό πλούτο του γράφοντος. Ας αναλογιστούμε πως ο Σολωμός, ο Κάλβος και ο Καβάφης, παρά τα φτωχά ελληνικά τους, ή ίσως και για αυτό, έχουν ξεχωριστό και εύκολα αναγνωρίσιμο ύφος.

Εχθρός του ύφους είναι η ομοιομορφία. Στην εποχή μας, η ευκολία, που προτείνεται ως τρόπος ζωής, και τόσα άλλα – αναλογιστείτε τη γλώσσα της τηλεόρασης , των σύγχρονων εφημερίδων και ακόμη περισσότερο τον τυπικό λόγο των δημοσίων υπηρεσιών – τείνουν στην επιβολή ισοπεδωμένων προτύπων, στην δημιουργία ανθρώπων σκιών του εαυτού τους, εξουδετερωμένων , χωρίς ύφος.

Στην άκρη αυτής της διάκρισης – του ύφους και της έλλειψή του – βρίσκουμε τη διάκριση του χειροποίητου από το μηχανικό κατασκεύασμα. Το χέρι γνωρίζει, λαθεύει, νοιώθει, αισθάνεται. Αντίθετα, η μηχανή δεν αισθάνεται τίποτα, ούτε τον ίδιο τον κόπο της.

Με δυο λόγια το ύφος συντίθεται από τις δυνάμεις του ανθρώπου για την έκφραση και από τα εμπόδια που συναντούν αυτές οι δυνάμεις. Από τον τρόπο που θέτει και επιλύει ο καθένας μας αυτά τα ζητήματα.

Είναι σε όλους μας γνωστό, ότι το μόνο μέσο που έχουν οι συγγραφείς , που έχουμε όλοι μας, να εκφράσουμε τις σκέψεις μας και τα αισθήματά μας με χρώματα, με βάρος, με ενάργεια, με φως και με σκιές είναι η σημερινή ελληνική γλώσσα.

Όπως είπα και στην αρχή, στην πραγματικότητα το ύφος είναι σχεδόν αδύνατο να το ξεχωρίσουμε από τη γλωσσική ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα και από την καλλιέργεια που ασκεί ο συγγραφέας πάνω σ’ αυτή τη γλωσσική ιδιοσυγκρασία του.

Τη γλώσσα, αυτό το δοσμένο κοινό συναισθηματικό στοιχείο, που είναι η βάση της ανθρώπινης κοινωνίας, το διαμορφώνουμε ο καθένας μας με τη δύναμη και τις αδυναμίες μας.

Ακόμη θα πρέπει να επισημάνω άλλη μια αυταπόδεικτη αλήθεια. Όλοι όσοι καταπιάνονται με τη γραφή, έχουν να ξεπεράσουν μια βασική δυσκολία. Είναι αναγκασμένοι να δουλέψουν με τα ίδια υλικά, με τις ίδιες λέξεις που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν στην καθημερινή ζωή τους.
Όπως και σε κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα, αυτό που διαφοροποιεί τον τεχνίτη από τον καλλιτέχνη είναι το προσωπικό μεράκι. Ο τεχνίτης περιορίζεται στα όρια που του επιβάλλει η χρήση για την οποία προορίζεται το δημιούργημά του, ενώ ο καλλιτέχνης θέλει και πασχίζει αυτό που κατασκευάζει να είναι και όμορφο.
Το ίδιο και στη χρήση του λόγου, στη συγγραφή. Στην περίπτωση της λογοτεχνίας είναι η διάταξη των υλικών (λέξεων) που δημιουργεί τη διαφορά, που μπορεί να μας ταξιδέψει στην Κόλαση ή στον Παράδεισο, έτσι όπως εφαρμόζεται, διαμορφώνοντας την αρχιτεκτονική των αισθημάτων. « Η μισή αλήθεια σε όσα λέμε βρίσκεται στον τρόπο που το λέμε» θα παρατηρήσει ο Ελύτης, υπογραμμίζοντας την ανάγκη της αισθητικής του λόγου.

Μετά από αυτά τα σχετικά με τη γλώσσα και το ύφος, θα ήθελα να δούμε ένα απλό στη διατύπωσή του, αλλά ουσιώδες, όσον αφορά τη λογοτεχνία, ερώτημα.

Γιατί γράφουν, όσοι γράφουν; Που στοχεύουν;

Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί πολλές προσεγγίσεις . Έχω τη γνώμη ότι μπορούν να συνοψισθούν σε τρείς.

α) Η πρώτη, καθαρά ποιητική, προβάλλει την επιδεκτική πολλών ερμηνειών απάντηση ότι η ερώτηση γιατί γράφουμε ισοδυναμεί με την ερώτηση γιατί κάνουμε έρωτα.

β) Η δεύτερη, την αξιοπρόσεκτη ψυχολογική άποψη πως η διαδικασία της συγγραφής είναι τρόπος για να γνωρίσουμε πρωτίστως τον εαυτό μας. Δρόμος προς την αυτογνωσία.

γ) Η Τρίτη διατείνεται πως η Τέχνη, συνεπώς και η λογοτεχνία, αρχίζει εκεί που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος, υπονοώντας την ορμέμφυτη ανθρώπινη ανάγκη να αντιπαλέψει τη φθορά.

Στη βάση όλων αυτών των προσεγγίσεων βρίσκεται η ανάγκη να επικοινωνήσουμε. Για την ακρίβεια να κοινωνήσουμε όσα, κατά τη γνώμη μας, σημαντικά κουβαλάμε, όσα μας βαραίνουν ή μας πληγώνουν. Μα πάνω απ’ όλα να μοιραστούμε όσα νοιώσαμε. Τη συγκίνησή μας.

Όλα όσα ανέφερα μέχρι τώρα δεν τ’ ανέφερα τυχαία.

Η κυρία Αποστολοπούλου, από τα ελάχιστα που αναφέρει προλογικά έχει απαντήσει με σαφήνεια στο ερώτημα «γιατί έγραψε» και ακόμη περισσότερο έχει δηλώσει τη συναίσθηση του βάρους της γλώσσας μας και της τέχνης που έταξε να υπηρετήσει.

Η ίδια εξομολογείται « Ο λόγος, γραπτός και προφορικός πάντα με γοήτευε…και η μοναδική ελληνική γλώσσα…η γλώσσα μας. Αυτή η γοητεία , αυτή η αγάπη βρήκε έκφραση στο διάβασμα…Πολλά βιβλία…και ξανά η συνειδητή επίγνωση… ότι όλα αυτά τα διαβάσματα αποτελούν «ανεκτίμητο υλικό» και προίκα.

Έχουμε δηλαδή από τη μια ένα σωρευμένο γλωσσικό πλούτο, που έχει να κάνει με τον τρόπο, με ποιες αρετές και ποιες υπερβολές δούλεψαν οι περασμένες γενιές λογοτεχνών και με ότι απομένει ζωντανό από εκείνη τη δουλειά. Ένα καταστάλαγμα χρόνων που γυρεύει να εκφραστεί… . «οι βιβλιοθήκες , ο ρόλος τους, είναι να γεννούν βιβλία θα πει ευφυώς ο Ουμπέρτο Έκο και πολύ πιο συμπυκνωμένα , αποφθεγματικά ο δικός μας Γιώργος Σεφέρης « είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας»..

Από την άλλη έχουμε το «ζωντανό» υλικό μιας αληθινής ιστορίας που μέσω αυτής θα βρει τρόπο να εκφραστεί ο γλωσσικός θησαυρός που, διάβασμα το διάβασμα, σωρεύτηκε στην ψυχή και τη συνείδηση της συγγραφέως. Τούτη την αληθινή ιστορία που κουβαλάει και την συγκινεί θέλησε να μοιραστεί μαζί μας…Με κάθε δυνητικό αναγνώστη. Αυτή της η εσωτερική παρόρμηση συνεπικουρείται από τις παροτρύνσεις, όσων έτυχε να ακούσουν αποσπάσματα της ιστορίας. Αυτό το «να τα γράψεις» των συναδέλφων και φίλων.

Δεν πρέπει , κατά την άποψή μου να μας διαφύγει η δική της επισήμανση ότι τα κομμάτια της ιστορίας είναι μνήμες από ακούσματα σκόρπια της παιδικής της ηλικίας και από διευκρινήσεις, σχετικά πρόσφατες, των πρωταγωνιστών. Νομίζω πως εδώ ο λόγος λειτούργησε με τον τρόπο που λειτουργεί η επανασύνθεση, η αποκατάσταση ενός γλυπτού ή πίνακα ζωγραφικής, όσα ο χρόνος ξεθώριασε και θάμπωσε από τις θύμισες. Που σημαίνει πως η ιστορία έχει υποβληθεί σε διπλή επεξεργασία…Η πρώτη αφορά όσους έζησαν τα γεγονότα, αλλά που οι εντυπώσεις τους, οι διηγήσεις τους, υπόκεινται στην απόσταση του χρόνου και στις επιδράσεις που ασκεί το πέρασμα του χρόνου. Η δεύτερη αφορά την ίδια τη συγγραφέα, την δική της παιδική αντίληψη και τις διαστάσεις που στην παιδική φαντασία πήραν όσα άκουσε.

Κατά συνέπεια έχουμε μια μυθιστορηματική διάπλαση της ιστορίας που πολύ διαφέρει από την απλή παράθεση γεγονότων. Και εδώ νομίζω ότι έγκειται η αξία της, δεδομένου ότι η Τέχνη οφείλει να είναι αληθινή, με την έννοια όχι ότι όλα όσα εξιστορούνται έγιναν ακριβώς έτσι, αλλά πως θα μπορούσαν να γίνουν έτσι. Ακόμη περισσότερο πως το προσωπικό το καθημερινό και τυχαίο μπορούν να αναχθούν σε συλλογικό σύμβολο, τέτοιο που κάθε αναγνώστης να βρει σημεία συνάντησης με την συγγραφέα, να βρει στο βιβλίο κάτι ανάλογο που να προσιδιάζει στον ίδιο και που θα τον συγκινήσει.

Ένα άλλο στοιχείο που για τον μέσο αναγνώστη περνάει σχεδόν απαρατήρητο και μόνο στους μυημένους, στους υποψιασμένους, μπορεί να γίνει αντιληπτό, είναι ότι ο λογοτέχνης, ο καλλιτέχνης γενικότερα, μέσα από τις ιστορίες των άλλων τους χαρακτήρες των άλλων, την δική του ψυχή καταθέτει, τον δικό του χαρακτήρα αποκαλύπτει. Αυτό το προσδιόρισε ευφυώς ο ζωγράφος Δ. Μυταράς, όταν απαντώντας σε ερώτηση αν ζωγραφίζει πορτραίτα και αν ναι, αν είναι «πιστά», απάντησε: « Τον εαυτό μας ζωγραφίζουμε στα πρόσωπα των άλλων». Συνεπώς ο συγγραφέας είναι που εκτίθεται…και όσο λιγότερο κρυψίνους είναι τόσο περισσότερο αληθινή είναι η Τέχνη του. Ο αναγνώστης του βιβλίου δεν μπορεί να είναι σίγουρος αν έμαθε για τον Ορέστη και την Χριστίνα. Σίγουρα όμως δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος μπροστά στην αγάπη, την τρυφερότητα, τον συναισθηματισμό που διακατέχει τη συγγραφέα καθώς μιλάει για τους δικούς της ανθρώπους. Πολύ περισσότερο, αν ξεπεράσουμε τις ρομαντικές και σε μεγάλο βαθμό λυρικές περιγραφές, θα βρούμε ένα λόγο ακρίβειας, εναργή και άμεσο και με θαυμαστή σαφήνεια – και αυτό ισχύει και τη ροή των γεγονότων της ιστορίας, όσο και για την ψυχολογική σκιαγράφηση των χαρακτήρων – που, προσωπικά, πίσω από την διήγηση, μου αποκαλύπτεται η θετική επιστήμονας, η γιατρός.

Είναι τέτοια η λογική συγκρότηση όλης της ιστορίας, η μαθηματική δομή της αφήγησης, που δεν αφήνει κανένα χάσμα , κανένα κενό και που πιστεύω – μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για την πρώτη της εμφάνιση «στα γράμματα» - πως στη συγγραφική της πορεία θα παγιωθεί και θα αναδειχθεί σε διακριτικό, χαρακτηρολογικό γνώρισμα της γραφής της.

Συμπερασματικά, συστήνω το βιβλίο, έχοντας κατά νου τη φράση του Θερβάντες
« Εδώ μέσα θα βρείτε αλήθειες που είναι πιο νόστιμες και διασκεδαστικές και από τα πιο όμορφα ψέματα».

Ευχαριστώ που με ακούσατε

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Στην Πολυαγαπώ

Ως προβαλες με χάρη πρωινή
Μαλλιά και μάτια πράσινα
που βάραινε η ομίχλη
Απίθωσα διστακτικά
δειλό φιλί στα χείλη

Ορθόστηθη λαχτάρα
Χτυποκάρδι μου

Κι ως μου ιστορούσες
τα τότε και τα τώρα
πίκρες πολλές κι αναποδιές
στιγμή δεν πήρα τα μάτια
από τα μάτια σου

Τα μάτια σου
θλίψη και βάσανα
και λίκνισμα και χάδι
κι η μέση βεργολυγερή
κι η φωνή να λέει

ωσότου μίλησε η καρδιά

Δυο μέρες πήρε

Κι έγινα ολότελα
δικός σου...

Αθήνα 15/12/2011

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Αφιέρωμα σε μια ιστορία

Φτεροκοπούν οι αναμνήσεις..Εκείνη η πρώτη φορά που τα μάτια μου ικέτευσαν να συναντήσουν το βλέμμα σου για μια στιγμή...Για μια στιγμή με κοίταξες και χλόισαν τα σωθικά μου...Φτερούγησαν κοτσύφια στα κλαδιά, έτσι που θρόισε ο πόθος μου και σκούντηξαν τον αέρα οι στεναγμοί μου. Έτσι που σκόνταψα σε ένα ενθαρρυντικό χαμόγελό σου, ντροπαλό και αδέξιο..

Ντροπαλά και αδέξια ψέλλισα τ όνομά μου.Ένα "χαίρω πολύ" μου αφαίρεσε κάθε οικειότητας ελπίδα. " Θα ήθελα να σε ξαναδώ", είπα..."Ποιός ξέρει",  χρυσά τα λόγια σου στάλαξαν στην καρδιά μου..Κοίταζα τον δρόμο να χάνεται...εσένα να χάνεσαι....Μέρες μετά, οπλισμένος με την αφέλεια των δεκαοχτώ μου χρόνων,  'πρόσμενα, στον ίδιο δρόμο, την ίδια ώρα,  να μου χαμογελάσει η τύχη...
Κι επειδή όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η ώρα σε συνάντησα ανέλπιστα...Με το θάρρος της χρόνιας προσμονής και με τόνο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση και ούτε αφήνει περιθώρια
παρανοήσεων σου εξομολογήθηκα όσα το γυναικείο σου ένστικτο σού είχε ήδη αποκαλύψει..

Έτσι ξεκίνησε η ζωή μας...Αλληλουχία σταθμών και γεγονότων...Μέχρι που πέσαμε σε ξέρα. .....Νύχτες ζοφερές και μέρες άνυδρες...και κατηγόριες....Εγώ ο φταίχτης, εγώ το κακό το ριζικό σου...Μου λες πως οι μέρες που περίμενες ποτέ δεν ήρθαν. Πως ποτέ δε σ' αγάπησα..Πως χαθήκαμε σε ατέρμονες κουβέντες, άχρηστες κι άχαρες..."Ας όψεται ο εγωισμός σου", λες...
Ο εγωισμός μου ύστατο καταφύγιο της ρημαγμένης μου αξιοπρέπειας. Οι επιλογές μου άμυνες, έτσι καθώς ιχνηλατώ τα παράπονά σου. Μη έχοντας τίποτα άλλο , παρεκτός της καρδιάς μου το κόκκινο, ολημερίς διαβαίνω τους δρόμους του γκρίζου...Πνιγμένος στη σκόνη ενοχών...αναπολώντας ευτυχίες
που δεν μ' άγγιξαν...

Κι όχι πως δεν έχω πια, για σένα, αισθήματα. Κι ούτε πως άσκοπα κι ατελέσφορα διάγω τις μέρες μου. Είναι που, όσα να σου προσφέρω λαχτάρησα, αζήτητα μένουν.
Διαφέρει η ματιά μας κι εκτιμάμε με άλλη κλίμακα την ουσία. Είναι της γυναίκας γνώρισμα να μεγαλοποιεί όσα και από τη φύση τους είναι μεγάλα. Πόσο μάλλον τα μικρά και ασήμαντα.
Η μόνη αλήθεια, σε όσα μου καταμαρτυρείς, είναι η ικανοποίηση πως έζησα ακόμη μια μέρα. Κάθε που παίρνει να βραδιάζει κρυφή μου λύτρωση και περηφάνια πως έκλεψα ακόμη μια μέρα του Χάρου. Κείνη την ώρα έχω έντονη την επιθυμία να γιορτάσω μιαν ελάχιστη εφήμερη νίκη...Μια ψευδαίσθηση ικανή να ξεχνώ τις έγνοιες και τις αγωνίες μου. Κείνη την ώρα αποζητώ την αγκαλιά σου,  ξεχνώντας το φόβο και το θάνατο, επειδή τίποτα, όσο πικρό και στενάχωρο, δεν αναιρεί τη χαρά να το βιώνεις….
------------------------------------------------------------------------------------------------------------

- Άντρα πικρέ κι αγνώμονα. Απόκαμα να περιμένω, να υπομένω τα κυνήγια σου. Κάθε λογής. Τα ξενύχτια σου. Μόνη κι υγρή χαμογελώ σαν φανείς στο κατώφλι και πνίγω σε κρυφές ελπίδες την οργή και το παράπονο. Μη γίνεσαι άδικος. Μη μιλάς για σεντόνια κι εδέσματα που έστρωσα , χωρίς ποτέ να ρωτήσω. Πότε σε είδα;  Ελάχιστα. Πάντα βιαστικός, το ένα πόδι σχεδόν έξω απ' την πόρτα. Ποτέ δε  'νοιάστηκες για σεντόνια, κρεβάτια και στρωμένα τραπέζια. " Μαζί σου και σε μία καλύβι"...." Μαζί σου και ψωμί κι ελιά"...Σε πόσες άραγε το ' πες...Πόσα αγχωμένα δείπνα και γεύματα...Πόσα αυτοσχέδια κρεβάτια...Κι εγώ εδώ κλεισμένη στη μοναξιά και τη ντροπή μου. Αιχμάλωτη , δέσμια αγάπης αδικαίωτης. Ρωτάς αν δακρύζω...Ναι από πάντα δακρύζω για 'κείνα που από πάντα περίμενα και που ποτέ δεν θα έρθουν.....

( Η δική μου συμμετοχή σε μια ιδέα της Κωνσταντίνας Σανδάλη)

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

«ΑΦΡΟΕΣΣΑ»

Σε γύρεψα
σε θάλασσες
σε παφλασμούς φιλιών
Σε γλυκασμούς ερώτων
Με την αλμύρα της νοσταλγίας
Στα χείλη σου
Την αλισάχνη των ονείρων σου
Στα μάτια μου
Στα μάτια σου
Τα μάτια μου στιγμές
Τα μάτια σου θάλασσες
Πόθος και προσδοκία στις θηλές σου

Σε γύρεψα
Ακροπατώντας από μνήμη σε μνήμη
Ανάμεσα σε ηδονές ανομολόγητες
Στα μισόκλειστα βλέφαρά σου
Στα στήθη σου
Μικρή γεωγραφία πνιχτών αναστεναγμών
Ρίγη κορμιών και ρίγη των αισθήσεων

Σε βρήκα
Να ψάχνεις την αγνότητα
Την αγάπη σε αμφίβολους έρωτες
Ιχνηλατώντας λέξη τη λέξη χάδια
Χαρτογραφώντας λέξη τη λέξη σώματα

Σε βρήκα
Δαχτυλικό αποτύπωμα
Αφή ανεξιχνίαστη
Λουλουδιασμένο πάθος
Όνομα σε βάρκα
«Αφρόεσσα»

ΑΘΗΝΑ 19.11. 2011

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Γαρύφαλλό μου ευωδιαστό
γέλιο που κελαρύζεις
θωρώ σε και λιγώνομαι
μυρίζω σε και λιώνω
.....
Χρόνια κρυφά σου σ' αγαπώ
.....
Χρόνια πολλά σε θέλω
κι όντε ξεμυστικώθηκα
σε φίλη 'μπιστεμένη
Είπες της πως δε μ' αγαπάς
.....
Είπες της άλλον θέλεις
.....
Μάργωσες την καρδούλα μου
και πάγωσε το γέλιο
δε νταγιαντώ να το βαστώ
δε το χωράει ο νούς μου
.....
Ξένα χειλάκια να φιλάς
Ξένος να σ' αγκαλιάζει
δε το μπορω να σε θωρώ
και μίσεψα μακριά σου
.....
Πέτρα 'κανα τον πόνο μου
και πέτρωσε το δάκρυ
μα όπου βρεθώ κι όπου σταθώ
γροικώ τη μυρωδιά σου
.....
γαρυφαλλάκι ευωδιαστό...

ΑΘΗΝΑ 10.11.2011

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ

Ο τόπος μου σταυροί

 

Στους ώμους μας

Στους τάφους των προγόνων

 

Βαραίνουν

 

Μοίρα των αφανών

 

Ο τόπος μου

γυναίκες μαυροφόρες...

 

Γεννήθηκα τον άνυδρο καιρό

 

Δε βλάστησαν

τα παιδικά μου χρόνια

 

Ποτέ

δεν άνθισαν...

 

ΑΘΗΝΑ 07.11.2011

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

ΑΠΟΡΡΙΨΗ

Το όχι σου Χρυσή
Μπερδεύτηκε στο στόμα
Τραύλισα μόνο ένα «γιατί»
Και περιμένω ακόμα…

Με κοίταξες για μια στιγμή
Μ’ αυτά τα μάτια σου τα μπάσα
Αργά τα λόγια σφάξαν τη ψυχή
«Άει χάσου από μπροστά μου ρε μπαγάσα»

Ξαφνιάστηκα και γύρισα
Να δω σε ποιόν το λες
Κατάλαβα δε μίλησα
Εγώ ήμουν κείνος ο χαλές

Κι ήσουν απαράλλαχτη
Σαν να ‘χες φάει κουκιά…
Χολή στυφή κι ανάλατη
Σκέτη ξερή μπουκιά….

Αθήνα 31/10/2011

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΤΟΥ

Αύγουστος
Αργά κι είχες ξαπλώσει

Με φώναξες

Οι ώμοι σου γυμνοί
Τ' αριστερό σου πόδι
έξω απ' το σεντόνι
Ψηλά ως το γοφό

Συνάντησα τα μάτια σου
Υγρά

Σιωπή

"Δεν είναι 'δω ο Γιώργος;"
και βγήκα

Ήμουνα φίλος με τον αδελφό σου
Για χάρη του

Θεός σ'χωρέστον...

ΑΘΗΝΑ 13.10.2011

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

ΔΕ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΙΑ Τ' ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ

Δε θυμάμαι πια τ΄όνομά σου
Μόνο τα μάτια σου
Επίμονα
Με το βλέμμα μου το βλέμμα σου άγγιξα
Πως να ξεχάσω
Ο έρωτας
"Σήμερον κρεμάται επί ξύλου"

Νύχτες γονατιστός...

Δε θυμάμαι πια τ' όνομά σου
Μόνο τα μάτια σου
Δάκρυα
Με το φως μου το φως τους έντυσα
Πως να ξεχάσω
Ο έρωτας
"Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται"

Νύχτες απαρηγόρητος....

Δε θυμάμαι πια τ' όνομά σου
Μόνο τα μάτια σου
Πόθος
Κι αν ο πόθος με πάθος ιάται
Πως να ξεχάσω
Ο έρωτας
"Ράπισμα κατεδέξατο"

Ριζικό των δεκαπέντε χρόνων μου...

Δε θυμάμαι πια τ΄όνομά σου
Μόνο τα μάτια σου
Γέλιο
Θα σου γράψω μου είπες
Πως να ξεχάσω
Ο έρωτας
" Ω γλυκύ μου έαρ"

Με λουλούδια του γέλιου μου το γέλιο σου στόλισα

Δε θυμάμαι πια τ' όνομά σου
Μόνο τα γράμματα
Προσμονή
Λαχταρώ να σε δω
Πως να ξεχάσω
Ο έρωτας
"Που έδυ σου το κάλλος"

"Λαχταρώ να σε δω"
Περάσανε χρόνια
Δε θυμάμαι να μου 'γραψες

Θυμάμαι που τα 'νοιωθα...

ΑΘΗΝΑ 12.10.2011

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

ΟΝΕΙΡΟ

Απόψε είδα τον άντρα μου
τάχα μ' αποθαμένος

Μαυροντυμένο τ' όνειρο
Στα άσπρα οι πεθυμιές μου

Ντύθηκα και στολίστηκα

Φόρεσα της κρυφής χαράς
τα μαύρα που μου πάνε

και το γιορντάνι από λυγμούς
που πνίγουν τη ζωή μου

Ασβέστωσα και την αυλή

Άχι και να ξεδιάλυνε...

ΑΘΗΝΑ 10.10.2011

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Δικαίωμα

Εμείς διαλέγουμε το θάνατό μας

Το δικό μας θάνατο...

 

Που δικαιούμαστε

και μας ταιριάζει

 

 

Αθήνα 20.06.2010

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

ΤΑ ΠΟΥ ΘΥΜΟΥΜΑΙ ΙΣΤΟΡΩ

Α’ Έμφραγμα

Μπαίνοντας ο Σεπτέμβρης, θυμήθηκα πως πλησιάζει η τρίτη επέτειος από τον πρώτο μου θάνατο. Σε αντίθεση με τη δεύτερη που πέρασε απαρατήρητη σαν να μην είχε έρθει, θυμάμαι την πρώτη με συγκίνηση. Όχι πως κάλεσα φίλους και τέτοια. Τη γιόρτασα «μέσα μου» και μόνος. Βουβή χαρά κι ευγνωμοσύνη που ήμουν ζωντανός. Μόνο η γυναίκα μου που τίποτα δεν της ξεφεύγει τη θυμήθηκε. «Τριάντα Σεπτέμβρη του εννιά, τι είναι σήμερα Αργυρόπουλε; Πού ήσουν πέρυσι τέτοια μέρα; Αν δεν ήμουν εγώ»…..αποσιωπητικά μακάβρια. Από κοντά και η κόρη μου. Πολύ πιο σαφής. «Φτηνά τη γλύτωσες χοντρούλη»….Φτηνά, ακριβά… ουλές και νεκρώσεις στην καρδιά και δυο επεμβατικές στεφανιογραφίες σε σαράντα οχτώ ώρες. Την πρώτη ειδικά, εκείνη που φτηνά με γλύτωσε, τη θυμάμαι σα να είναι τώρα. Δυο ώρες κράτησε πέντε μου φανήκανε…Ίδρωνε και ξεϊδρωνε ο γιατρός, συμφοιτητής της γυναίκας μου, παρακολουθούσαν στην οθόνη άλλοι δυο τρείς επεμβατικοί κι άλλοι καρδιολόγοι, εκεί και η γυναίκα μου. Εγώ παρακολουθούσα μαζί με τον Τάσο. « Τάσο δεν περνάει..» «Όποιος νομίζει ότι μπορεί να έρθει». Κανείς δεν κουνήθηκε. Ή περνούσε ο καθετήρας ή εγώ. Τον Αχέροντα. « Τάσο λίγο πιο δεξιά», «πέρασε», ακούστηκε μια φωνή ανακούφισης. «Αν δεν περνούσε;» ρώτησα δειλά. « Θα το αντιμετωπίζαμε απάντησε με θαυμαστή ηρεμία ο Τάσος, κι έτσι βρέθηκα στην εντατική.Την τρίτη μέρα ξανά στεφανιογραφία, ξανά στην εντατική. Καλά ήταν στην εντατική. Το δαχτυλάκι μου δεν κουνούσα. Έτσι και το κούναγα εκατόν ενενήντα δύο έφταναν οι σφίξεις, έτρεχαν οι θεαπεύτριες, με κοίταζαν με νόημα «φρόνημα».
Έξω από την Εντατική είχαν αρχίσει οι προετοιμασίες. Ειδικά τις πρώτες είκοσι τέσερες ώρες που ήταν κρίσιμες. Κι ύστερα τις άλλες είκοσι τέσσερες ώρες που ήταν πάλι κρίσιμες, μα εγώ δεν το ‘βλεπα. Έβλεπα μόνο τους φίλους και χαιρόμουνα. Κάποιοι δάκρυζαν. Χαροπαλεύεις ατιμούλικο έλεγαν τα μάτια τους κι εγώ απορούσα…Γιατί ατιμούλικο; Της τρίχας το γιοφύρι η Εντατική - μικρό το ταύ, ξέρω τι γράφω, ευθραυστον -κι εγώ επάνω του και ξάπλα. Χωρίς συναίσθηση. Και πότε είχα; Χρόνια τώρα αναίσθητο με ανεβάζει, αναίσθητο με κατεβάζει η γυναίκα μου. «Μεταφορικά». Πλην της τελευταίας που αναίσθητο με μετέφερε. Έτσι λέει. Μ’ ένα γείτονα. Μόνο που κατά τη μεταφορά διακόπτανε την αναισθησία μου και με ρωτάγανε το δρόμο. Σημασία έχει ότι και τον βρήκαμε και φτάσαμε, χωρίς απώλεια στον «Ευαγγελισμό». Η ιδιότητα του αναίσθητου έχει παγιωθεί στα δύο από τα τρία μέλη της οικογένειας. Το τρίτο είμαι εγώ, η παρ’ ολίγον απώεια. Το τρίτο σε όλα. « Σιγά μη βάλω τη μούρη σου ίσα με το παιδί»…Τη δική της τη μούρη; Ούτε σκέψη.Ούτε συζήτηση. Θυμάμαι, μια μέρα, μόλις που είχε αρχίσει να λίγο να ψευτομιλάει, λίγο να ψευτοπερπατάει η κόρη μου, χρύπησα το κουδούνι. Έτρεξε, άνοιξε την πόρτα. «Ποιος είναι;» ρώτησε η μάννα της . «Αναίτητος» τιτίβισε, χωρίς «σ» και χωρίς άρθρο.
Με παράσυρε η κουβέντα..τι έλεγα;…Α ναι της τρίχας το γιοφύρι η εντατική.Πόσο θέλει να σπάσει η τρίχα; Και κάτω ο Αχέροντας να χάσκει σκοτεινός. Σκοτάδι πίσσα. Άλλο που να σου λέν’ κι άλλο που να το βλέπεις. Ούτε ‘γώ το ‘δα. Το βλέπανε οι δικοί μου κι έφτανε. Κι ετοιμαζόντουσαν καλού κακού.
Ειδοποίησαν και τη νύφη μου στην Αυστραλία. Μην το μάθει απότομα ο αδελφός και τον χάσουμε πριν από τον αδελφό. Η νύφη ενημέρωσε την κόρη της, εκείνη τον άντρα της, τ’ αδέλφια της, κι όλοι μαζί, από κοντά και η εγγονή, άτομα εφτά, κινήσανε να ενημερώσουνε την αδελφή μου. Με τρόπο. Ούτε στο γάμο της δεν είχανε πάει τόσοι. Μόνο που τους είδε κακόβαλε, όπως μου τα είπε αργότερα τα λέω, ρώτησε στα ίσια τι συμβαίνει. Με τρόπο της απάντησε η νύφη, τέτοιο που αντί να πέσει λιπόθυμη, άρχισε να πηδάει πάνω κάτω κι επί τόπου σαν σε τραμπολίνο, τόση αδυναμία μου έχει. Κάγκελο οι άλλοι απόμειναν να παρακολουθούν με τα κεφάλια την κίνηση, πάνω κάτω, πάνω κάτω, ώσπου πιάστηκε ο σβέρκος τους, κουράστηκε κι η αδελφή μου, πόσο ν’ αντέξει κοντεύει τα εξήντα. Κι αφού όλοι ηρέμησαν, σταμάτησε και το πάτωμα να τρίζει, πήγαν όλοι μαζί για ψώνια, εν αναμονή αμετάκλητων εξελίξεων…
«Κάναμε ότι μπορούσαμε, ήτανε από το Θεό να πάει». Όχι ο Θεός, ο Θοδωρής. Δεν πήγε κανείς τους. Ο Θεός γιατί δεν έχει πού αλλού να πάει, πανταχού παρών, ο Θοδωρής γιατί δεν ήθελε. Δεν είχε βδομάδα που πάτησε τα σταφύλια, οι ελιές αμάζευτες, χρέη στις τράπεζες και να ’θελε θα του απαγόρευαν την έξοδο από τη χώρα.
Από την αποδώ πλευρά του ωκεανού, έχοντας άμεση γνώση, μιας κι επισκέπτονταν καθημερινά την πηγή των γεγονότων, υπήρξε αυτοσυγκράτηση. « Να δούμε πρώτα». Μέρα τη μέρα οι δειλές ελπίδες αναθάρρησαν κι, απ’ αναβολή σ’ αναβολή, αναβλήθηκε κι η αγορά. Μη γυρίσω στο σπίτι και ιδώ μαύρες στολές. Σαν τη γριά Κορωνιά που ενώ « την περιμένανε» και προνοήσανε ν’ αγοράσουνε την κάσα, θες από λάθος ιατρική εκτίμηση του προσδόκιμου , θες από συμπόνια του αρχάγγελου έξι μήνες έβλεπε κάθε που πήγαινε στην αποθήκη την κάσα της να χάσκει ξεσκέπαστη και αδειανή να περιμένει. Πρόβες δεν είχα ακούσει να ‘κανε…Σαν τον Λάζαρο που γύρισε στο σπίτι με τα σάβανα. Να τα ‘χει. Για τη δεύτερη φορά.
Αυτά σκέφτομαι, όσο πλησιάζει η τρίτη επέτειος.Τριάντα Σεπτέμβρη του δυο χιλιάδες έντεκα. Με συγκίνηση. Κι ανατριχίλα. Κι ευγνωμοσύνη που μπορώ να αισθάνομαι συγκίνηση κι ανατριχίλα. Σκέφτομαι πως με την συμπλήρωση τριων χρόνων στο σπίτι θα λάβαιναν μια επιστολή από την οικεία δημοτική επιχείρηση που έχει την εκμετάλλευση του κοιμητηρίου. « Κυρία (του) Τάδε σας υπενθυμίζουμε πως παρήλθε η τριετία της με το αζημίωτο φιλοξενίας του συζύγου σας. Κι επειδή αρνείται να προχωρήσει στην αγορά της τελευταίας του κατοικίας, αυτή κατέστη προτελευταία και , μετά λύπης μας, την (ημερομηνία) , η επιχείρησή μας θα προβεί σε αναγκαστική έξωση, διό κι επειδή δεν είναι σε θέση να αποχωρήσει μόνος, παρακαλείσθε να έρθετε να τον παραλάβετε…
Τούτα σκεφτόμουνα, όταν τυχαία συναντησα τον ιερέα της ενορίας μου. Πάτερ είπα, είναι πράγματα αυτά; και διαμαρτυρήθηκα έντονα. «Θοδωρή μου, είπε με νωχελική γλυκύτητα, δεν αντίκειται στα πιστεύω της εκκλησίας μας. Εν αναμονή της μεγάλης έγερσης, η εκκλησία μας χαρίζει στα τέκνα της μια δεύτερη ευκαιρία. Να βγουν ( δεν είπε να δούν) στον ήλιο μια ακόμη φορά μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία. Πολύ αργεί και φοβάμαι θα έχουμε γεγονότα εκεί κάτω». Έφυγα να συλλογίζομαι τη νέα εκδοχή…
Δεν έχω παραστεί σε εκταφή. Έχω συνταξιδεύσει με εκταφέντα. Πηγαίνοντας Πάσχα ή Αύγουστο στην Κρήτη με την οικογένειά μου, στο σαλόνι του πλοίου συναντήσαμε τυχαία τη Λίτσα. Μαζί της είχε τη βαλίτσα της και ένα σακκίδιο. Μετά τα τυπικά, τι κάνει, τι κάνουν τα παιδιά έφτασε η κουβέντα και στο μακαρίτη. Η Λίτσα κοίταξε με νόημα το σακκίδιο. Το κοίταξα κι εγώ. « Ο Αντρέας;» ρώτησα «Ναι» ένευσε. Και , ανάβοντας τσιγάρο, σταύρωσε χαμηλά στους αστραγάλους τα πόδια πάνω στον Αντρέα. Εκείνος δεν έβγαλε άχνα, όπως κι όταν ζούσε. Θυμήθηκα τότε τα μικρά μαρμάρινα «οστεοφυλάκια», από τις δυο πλευρές των διαδρόμων στα κοιμητήρια, κάπου δεκαπέντε επί δέκα εκατοστά, ίσα που χωράει το όνομα, μάλλον άδεια είναι. Άδεια ξεχασμένα κι αζήτητα. Κι ακόμη θυμήθηκα , πως για τις ανάγκες σε κάποιο μάθημα της ιατρικής οι φοιτητές πηγαίνουν και «δανείζονται» σκελετούς, με την υποχρέωση να τον επιστρέψουν , όταν κι εφόσον περάσουν το μάθημα. Ήταν τότε που δανειστήκαμε και φέραμε σπίτι κάποιον συμπολίτη μας, καφέ και μες τα χώματα, ο Θεός ξέρει από πότε είχε να πλυθεί. Βάλαμε μια μεγάλη κατσαρόλα παλιά που μετά την πετάξαμε ( που να φτιάξεις φακές ή σούπα κι άντε την έφτιαξες , την τρώς;). νερό χλωρίνη, απορρυπαντικό και να μην τα πολυλογώ έγινε ο άνθρωπος λαμπίκο. Δεν ξέρω πόσο καιρό έμεινε μαζί μας. Σε κάθε μετακόμιση, εμείς αλλάζαμε σπίτι κι εκείνος πατάρι. Σε κάποια μετακόμιση, τον ξεχάσαμε. Τον αναζητήσαμε, σπάσαμε το κεφάλι να θυμηθούμε που μπορεί να παράπεσε, αδύνατο. Παραιτηθήκαμε από την προσπάθεια κι ούτε που ξανακούσαμε νέα του.
Αυτά σκεφτόμουνα, όταν η κόρη μου «θύμησε». «Χοντρούλη, τριάντα ο μήνας σήμερα, χρόνια πολλά. Να τα ‘κατοστήσεις. Θα μας βγάλεις έξω;». « να σας βγάλω είπα, αφού δεν έβγαλαν εμένα από κεί που θα ‘μουνα». Ξέχασα να πω πως σε οικογενειακό επίπεδο θεωρούν πια γενέθλια τη μέρα που ξαναγενήθηκα……
Αθήνα 30.09. 2011

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΦΟΡΑ

Καλοκαίρι, Σάββατο στον Πύργο ...Ο Γιώργος κι η παρέα του. Μαζί και ο μικρός του αδελφός..Όλοι γύρω στα είκοσι με είκοσι δυό, βία είκοσι πέντε. Ο αδελφός του δεκατέσσερα. Εργατιά. Συνάδελφοι στην πέτρα.Ήταν τότε που ο Αλφειός, κάθε χρόνο ξαφάνιζε κάτω απ' τα νερά του τα ποτιστικά χωράφια και το κράτος είχε αποφασίσει να γίνουν αντιπλημμυρικά. Εκεί στα αντιπλημμυρικά και στα λιμνάζοντα νερά έβρισκαν μεροκάματα τα λιμνάζοντα νιάτα.....Θα ήταν γύρω στις έντεκα το πρωί που οι μεγάλοι αποφάσισαν να πάνε. Ο Γιώργος πήρε μαζί του και τον μικρό. Δυό ταξί. 'Φτάσαν. Μισή ώρα δρόμος. Αν και τίποτα δεν είπαν , ήξεραν που πήγαιναν. Μάλλον ήξεραν γιατί πήγαν. Το πού το βρήκαν ρωτώντας ..." Ξέρεις φίλε, κανά σπίτι έτσι κι έτσι...."
Ήταν ένα χαμόσπιτο σε απόμερο δρόμο στην άλλη άκρη της πόλης. Ξαναρώτησαν με το κεφάλι σκυφτό. Πρόθυμος ο άλλος τους κατατόπισε. Σιγουρεύτηκαν. Κάποιος πιο θαραλλέος με την προτροπή και παρότρυνση των λοιπών έπιασε το πόμολο. Κατά το έθιμον, η φιλόξενη πόρτα ξεκλείδωτη. Έτριξε, υποχώρησε. ..Περάστε.. ακούστηκε μια φωνή...Η "φωνή" έγειρε το σώμα στο πλάι, είδε το τσούρμο..Χαμογέλασε ευτυχισμένη...Τόση πέτρα , τόσος ιδρώτας έτοιμος να πέσει στα πόδια της. Ανάμεσα στα πόδια της. "Ένας ένας" ..Πέρασε ο πρώτος. Τί πέρασε ήταν ήδη μέσα....Δέκα λεπτά; ίσως λίγο πάνω , βγήκε...Καλά; καλά...Καλή; ...καλή..Πόσο ; τόσο...Δεν χρειάστηκαν άλλες ερωτήσεις για μια από πριν ειλημμένη απόφαση. Ένας μετά τον άλλο η εργατιά της πέτρας πέρασε και βγήκε...Με την κρυφή ικανοποίηση και τη σκιά που δεν κρύβεται....Πέρασαν και μιάμισυ δυό ώρες..Αμίλητοι...Θλίψη,ντροπή , τύψεις...Μάλλον συνενοχή.
Ετοιμάστηκαν να φύγουν. Δεν είχαν προλάβει να κάνουν το πρώτο βήμα και ένας είπε.." Ο μικρός;". Σταμάτησαν. Ρώτησαν με τα μάτια. Ο άλλος ψιθύρισε. Εβγαλε από την τσέπη του κάτι κέρματα.Πρότεινε τη χούφτα του και στους άλλους. Έριξε ο δεύτερος , ο τρίτος, κανά δυό αναποφάσιστοι γύρισαν κοίταξαν τον μικρό. Πείστηκαν. Ο έρανος ολοκληρώθηκε. Κάποιος χτύπησε την πόρτα. Συνεννοήθηκε, γύρισε στο μικρό. - Έλα. Ο μικρός έσκυψε το κεφάλι και υπάκουσε. Ποτέ δεν μπόρεσε να πει με σιγουριά,αν πήγε από επιθυμία ή επειδή φοβήθηκε την κοροϊδία από τους μεγαλύτερους.
Μπήκε με λυμένα γόνατα και σφιγμένη καρδιά. Η "φωνή" καθισμένη πανω από μια πλαστική λεκάνη, έπλενε το "σημείο". Εκεί που πριν είχαν στάξει " τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας". Πολλα χρόνια αργότερα ο μικρός έμαθε πως η πλύση ήτανε αντισηπτική, απολυμαντική με υπερμαγγανικό κάλλιο. Τώρα, μόνο υπέθεσε το "σημείο". Δεν προλαβε να υποθέσει τίποτα άλλο. Η γυναίκα μια όμορφη ψηλή ξανθειά με πλούσιο στήθος σηκώθηκε και βάδισε προς το μέρος του. Με κίνηση που δεν σήκωνε αντίρρηση, έσπρωξε τον μικρο στο κρεββάτι. Ξάπλωσε δίπλα του. Τον σήκωσε και τον έβαλε ανάμεσα στα πόδια της. Δυνατή γυναίκα που είχε καταργήσει όλα τα περιττά.Ποιά περιττά δηλαδή..Ο μικρός δεν ήξερε τα απαραίτητα. Πότε μπηκε πότε βγήκε ούτε που το κατάλαβε. ούτε πότε μετά το "ντύσου" βρέθηκε στην πόρτα. Ξαλαφρωμένος και λυτρωμένος. Οι άλλοι, βαριεστημένοι από την καθυστέρηση της αναχώρησης αμίλητοι κίνησαν, χωρίς να τον ρωτήσουν.
Το βράδυ στα καφενεία του χωριού ο μικρός δεν πήγε. Όπου κι αν κοίταζε, τον κοίταζαν νόμιζε. Και ντρεπότανε πολύ...

Αθήνα 10.09.2011

Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ

Απ' τα ανήλια βάθη της

αναρριχώμαι λέξη τη λέξη...

 

Μπλεγμένο το σχοινί...

 

Στα ξέφτια του,

στο σώμα μου

χρησμοί,

κι άλλα του λόγου όστρακα...

 

Βαραίνουν...

 

Η γλώσσα μου...

Η μοίρα μου....

 

Αθήνα 28.09.2011

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Μια Ιωάννα....


Λοξοδρομώντας απ' τα βάσανα
βγήκα στο ξέφωτο των αισθημάτων

Με λαχτάρα λαχτάρες έζησα

Στιγμές λάμψεις
Όσο η στιγμή της αστραπής

Κάθε που  φώτιζαν τη θλίψη
Μια ομορφιά ανέβαινε στο μέρος της καρδιάς

Μια Άνοιξη μελαχροινή κι αγέρωχη
με του κοράκου το φτερό στο φρύδι

Μια Ιωάννα

Τόσα χρόνια

Κι άλλο τόπο δεν βρήκε παρά  με στήθη ορθόπλωρα να πλεύσει
μέσα από τις προσδοκίες των ανδρών
σκορπώντας σμήνη πεθυμιές
αηδόνια πόθους
  καημούς  κελαηδίσματα

Ψηλά στα πόδια λεπτή ρυτίδα  η έξαψη

Χείλια αίματα
κι επάνω τους τα λόγια αποσταμένα...

Αθήνα 19.09.2011




Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

ΕΙΝΑΙ ΚΙ ΕΚΕΙΝΟΙ ΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

Είναι κι εκείνοι οι έρωτες
που ολημερίς περιδιαβαίνουν
γυμνοί και ροδομάγουλοι
μέσα στα ποιήματα

Κανείς δεν με γνωρίζει

Στους δρόμους της αμερημνησίας
ποτέ μου δεν περπάτησα

Μόνο τη φτώχεια διέσχισα

Μες σε βλαστήμιες και καπνούς
και σε θυμό

κι είχε τα δόντια κίτρινα
κι είχε τα δόντια σάπια..



Αθήνα  16.06.2011

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Στους κάμπους των καημών


Στους κάμπους των καημών καλπάζουν όνειρα

Τα μακρυνά..τα σκοτεινά..και τ' άπιαστα

 

Θροϊζουν όρκοι στα κλαδιά και στα παράπονα

Για γυρισμούς...για πίστη...γι' αγάπες που ξεθώριασαν

 

Εδώθε από τη λησμονιά..εκείθε από την πίκρα

 

Μάτια φορούν την προσμονή κατάσαρκα

Κρατούν μαχαίρια και υποσχέσεις

 

Στις άκρες απ' τους στεναγμούς ριγούν οι μνήμες

Χάδια κι απόκρημνες χαρές κι απόκρυφες λαχτάρες

 

Τα λόγια είναι πίδακες κι  αίμα π' αναβλύζει

Ρόδι στο στόμα που σκορπά...κι ανατριχίλα

 

Πόθοι στιλπνοί στα σκοτεινά της θλιψης μονοπάτια

Λιγνοί κι αλαφροπάτητοι ...στάζουνε φως

 

Λεμόνι στη συνείδηση

 

Αθήνα 21.01.2011

Συνάντηση


Ορθή γυμνή στηθόχλωρη με δυο σμαράγδια μάτια
κι ολόδροσο κορμί
έπαιζε αμήχανα με το δεξί της στήθος

Εγώ, με μια λαχτάρα έκδηλη, χωρίς αιδώ χωρίς διακριτικότητα
χαύνος κοιτάζοντας το τρίχωμα του ποθητού αιδοίου
- άμα σε στύση ερχόμενος - τη ρώτησα τ' όνομά της

Τ' όνομά μου...κρύβομαι πίσω του..λέγομαι..
τί σημασία έχει τ' όνομα τώρα..
σκοπός μου είναι να φανερωθώ..

Είναι βαθειά τα σημάδια στο σώμα μου
και παλιό το γενεαλογικό μου δέντρο..

Ο παππούς από τη μάννα μου ήτανε βοσκός
ο άλλος καπετάνιος, γόνος παλιών κουρσάρων, απ' την Πόλη

Ξέρεις, είπε - στον ίδιο χρόνο τιθασεύοντας μια τούφα άτακτα μαλλιά
ξανθά και χρυσαφένια - είχα πολλούς φίλους
πολλούς συντρόφους..τρομάξανε το βάδισμα στα βουνά
τον αντίθετο άνεμο

Στο βαθύ της μνήμης σκοτάδι τώρα πορεύομαι
και πυξίδα μου αλάνθαστη των αρχαίων προγόνων το κρίμα

Και, με τον τρόπο αυτό στιγμάτίζοντας την αρχή της προαιώνιας πορείας,
μοιραμένος μου δρόμος, συνέχισε, οι κορφές των βουνών..
των κυμάτων οι ανάβρασες

Στο σημειο αυτό έπεσε μια σιωπή ατελεύτητη
σημάδι επερχόμενης συμφοράς

και μακριά ακούστηκε η αδυσώπητη φωνή του Πεπρωμένου

Παρευθύς κι οι δυό υπακούσαμε

Θεσσαλονίκη
κολλέγιο ΑΝΑΤΟΛΙΑ 1972




ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΕΛΠΙΔΑ (1)

Α' ΑΝΑΜΟΝΗ

Με το βλέμμα κατά την Ανατολή  ώρα πολλή  αφημένο
προσμέναμε το μουντό των βουνών
-πρωί στα μάτια του νερού-
με τα χέρια απλωμένα μπροστά και την αγωνία στα δάχτυλα να τρέμει
καθώς η φωνή τ' απελπισμένου

Ώσπου τρέξαν τα δάκρυα και τα μάγουλα πήρανε να καίνε

Με τ' αυτί στο χορτάρι τον ήλιο ποθούσαμε
Ήλιο κανένα να δούμε ή ν' ακούσουμε βολετό δεν εστάθη
Μιας που η πρωτη μας όραση άδειασε και τα μάτια μας ξένα

Τί μόνο - κατά πως διδάσκουν οι παλιοί που ξέρουν να 'ξηγούν τα σημεία
και στη πλάτη τ' αρνιού να διαβάζουνε τα μελλούμενα -
'κείνοι που 'ναι αγνοί στην καρδιά κι έχουν την ψυχή ακατέργαστη
και παρθένο έχουν μείνει κι αμόλυντοι
'κείνοι μόνο μπορούν καταπρόσωπο να κοιτάζουν το φώς π' από μας ξεμακραίνει

Λόγω π' ακατέργαστα τα σπλάχνα τους και σπιθίζουν
και μπορετό  'ναι ν' ανάψουν κατά πως ανάφτουν
στις εννιά το πρωί οι παπαρούνες και τα χέρσα λιβάδια φλογίζουν

Σκουλίκια τα σπλάχνα μας φάγανε
εμάς που τις χίλιες φωνές δοκιμάσαμε και τη σκέψη μας σαρακώσαν

Τη στερνή κραυγή μας σε λίμνη γκρεμίσαμε που τα νερά ταραχτήκαν
και σπασμένα φανήκανε ν' αρμενίζουνε χώρια
κομμάτια της πρώτης μορφής μας

Το τραχύ σκοτάδι θελήσαμε και τα χείλη συνήθισαν που η λαμψη τα θάμπωνε
Μ' άλλα φώτα την Παρθένα του βλέμματος να πλανέψουμε θέλαμε
μα ' στάθη ακατόρθωτο

Κι όσο η αγωνία μας το χώμα ποτίζει
με κεφάλια γερτά να προβάλλουνε νοιώθουμε μενεξέδες θλιμμένοι

και τα βράχια ξεραίνονται δίχως στάλα αίμα να στάζει στα νερά

Κόκκινο. πράσινο ή αλλοιώτικο δεν έχει σημασία
Σημασία έχει που τα βράχια πεθαίνουν
και που οι σκιές ανηφορίζουν το πρωί
χωρίς μια παλάμη να δίνει βοήθεια απλωμένη μπροστά
χωρίς τα κόκκαλα να τρίζουν μιαίνοντας την άπειρη στιγμή
Τί κόκκαλα δεν έχουν οι σκιές οι βρυκολακιασμένες

Σιωπηρά ακούμε της άμμου το έρημο τερέτισμα
θριμματισμένοι και αδαείς
................................................................
Κι είναι όταν ο ήλιος προβαίνει

Θεσσαλονίκη, Κολλέγιο ΑΝΑΤΟΛΙΑ
1970



ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΕΛΠΙΔΑ (2)

 Β' ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ

Η ωραία κυρία Αιμιλία έχει καιρό που απ' το δειλινό ως αργά τη  νύχτα
περιμένει να φανεί κάτι βαθειά στα μάτια της κρυμμένο

Ωραία μου κυρία

Το βράδυ που ξενυχτάς μες τον καθρέφτη
λαχταρώντας κάτι παλιό δικό σου και δοσμένο
Το βράδυ που συλλογιέσαι το βράδυ, τ' όνομα, τον τρόπο
Το βράδυ που μια φωνή  μακριά σου  και κοντά σου προστάζει

- προστάζει ή παρακακαλεί; -

κάτι, κάτι, κάτι άλλο, κατι τέλος παντων.. κάτι άλλο να βρεθεί

Το βράδυ που δεν ήταν μόνο βράδυ
κια δεν ήταν μόνο όνομα και τρόπος

Και δεν σου δίνει πιά ήχο νερού ή λαμψης

Ωραία μου κυρία έγινε ανυπόστατο

Χέρια σαν τα φτερά μεσ' στον καθρέφτη
κάτι από τη μυρωδιά του όστρακου στην άμμο


Θεσσαλονίκη, Κολλέγιο ΑΝΑΤΟΛΙΑ
1970

ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΕΛΠΙΔΑ (3)

Γ '  ΠΟΡΕΙΑ  Ή ΠΡΟΤΡΕΠΤΙΚΟΝ

Απελάτες σκουταροφόροι μεσ' στα σκοτεινά
απ' ανεχάραγο της  μνήμης μονοπάτι μας οδηγούν

Να περιμένουμε μας κούρασε πολύ

Τον ανθρώπινο πόνο έχοντας κάνει συνοδοιπόρο
- στην άμμο του μεσημεριού -
κινήσαμε να διασχίσουμε τη Σαχάρα του δικού μας ονείρου.

Μαζί του μοιράζοντας τις ελπίδες και τις νοσταλγίες μας

Φίλοι μας μάς  βλέπουν κι απορούν
Σύντροφοί μας πεσμένοι καταμεσίς του δρόμου αδύναμοι κι ανέλπιδοι
με το βλέμμα χυμένο επάνω μας  καλούν σε βοήθεια

Οι άλλοι σφίγγουμε τις καρδιές μας και προχωρούμε
ρίχνοντας πίσω μας την αρχαία συγκίνηση
πριχού για τα καλά νυχτώσει

Πως πήραμε αυτό το δρόμο κι ότι είναι δύσκολος πολύ το ξέρουμε
και πως για τους  άλλους είμαστε όλοι ξεγραμμένοι το νοιώθουμε κι αυτό

και πως κάτι πρέπει να υπαρχει στην αντίπερα μεριά το συλλογιόμαστε

Κι είναι καιρός πολύς που πεθυμήσαμε τραγούδια ανέμων 
στις φυλλωσιές μια ς γνώριμης ακρογιαλιάς
όπου το γέλιο γάργαρο και καθάριο χυνότανε στη θάλασσα
κι οι ψυχές μας πλημμύριζαν χαρά και Άνοιξη

Κι ο Άδωνις ο πεθαμένος βασιλιάς άλκιμος και παλιγεννημένος
αναδυόταν με τον ήλιο στα μαλλιά λησμονημένο
και τη σκεψη στην άμμο που καυτή   'ματωνε τις ώρες
που το πόδι καταβούλιαζε κάνοντας το βάδσμα δυσκολότερο

Με βάρκα τη λαχτάρα του αδοκίμαστου να βγούμε σε χαρούμενο γιαλό

Γεννιές πολλές απανωτές  μπροστά και πίσω  μας φωνάζουν

Να βγούμε από τον πόνο του κορμιού  μας
 νικώντας τον πόνο του κορμιού μας

Κόβοντας  τα σχοινιά και τις ρίζες των καιρών
σηκώνοντας τα πανιά και τις άγκυρες των βράχων
να ορίσουμε ξανά τη μοίρα μας

Κι αν δε μπορέσουμε, κάτι, κάτι δίχως άλλο θα βρεθεί
κι οι φίλοι μας θα θαυμάσουν του βουνού τη μουντοσύνη΄
Άφοβοι θα ψηλαφήσουν τον Πέτρα χαμαιλέοντα το δαίμονα των θαλασσών

Ελπίδα καμπάνα κρυστάλλινη θα σημάνει τη λύτρωση
Ο Ερμής τις αφρούρητες στιγμες θα φέρει τον ύπνο στους σύντροφούς μας
στις ατέλειωτες νύχτες της βροχής

Αχαλίνωτο το τραγούδι θα κυλήσει στην πλαγιά
κελαρυστά τα  νερά θα ζωντανέψουν στον κατήφορο

Τότε ο ήλιος θα λαμψει την αυγή στων πουλιών τις φτερούγες
Ο καθρέφτης της ωραίας κυρίας Αιμιλίας θα φωτιστεί
κι απ' την άλλη θα δείξει χρόνια πίσω την αρχέγονη ομορφιά

Ο Άδωνις που ήταν σάρκα που ήταν γή και όνειρο
θα ξαναγίνει Θεός και Εραστής και Βλάστηση

Λίγο ακόμα αδελφοί μου
Λιγο ακόμα
Ν' αγγιξουμε τον αντίπερα γιαλό.


Θεσσαλονίκη Κολλέγιο ΑΝΑΤΟΛΙΑ
Μάιος - Ιούνιος 1972

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΚΟΓΧΥΛΙΑ (1)


Α'

 

Ένα γλυκό χαμόγελο καρφωμένο στ' αφρισμένα μαλλιά της θάλασσας

Ένα θαμπό νυχτολούλουδο ακουμπισμένο στον Ορίζοντα

Ένα πορτοκαλί συναίσθημα τα μάτια του Δειλινού

 

Ανάμεσα σ' όλα αυτά ο ήλιος που καίγονταν

στον κόρφο των κόκκινων κοχυλιών

 

Θεσσαλονίκη, Κολλέγιο ΑΝΑΤΟΛΙΑ

Δεκέβρης 1971

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΚΟΧΥΛΙΑ (2)


Β'

 

Ο ήλιος έσταζε μέρα  από τις θυμωνιές της θάλασσας

Τα τριαντάφυλλα χαμογελούσαν στην Αυγή 

π' ανάδυε από τα στητά στήθη των περιβολιών

 

Τα κογχύλια άνοιγαν το στόμα τους στο πρωινό  ξύπνημα τ΄ανέμου

ποτίζοντας ζωή τον Ουρανό

 

Τον Ουρανό που κοιλοπόναγε γαλάζα αστέρια κι ανθισμένα σύννεφα

 

Και μεσ' απ' τα  ράμφη των χελιδονιών νοσταλγικός αντίλαλος

κάρφωνε στα μάτια μας κάποιο χλωμό ηλιοτρόπιο

 

Θεσσαλονίκη, Κολλέγιο ΑΝΑΤΟΛΙΑ

Δεκέβρης 1971


ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΔΩ


Ας μπορούσα να δω της μέρας τ' όνειρο
κρυμμένο στα φύλλα της απελπισιάς

Ας μπορούσα ν' ακολουθήσω τ' ανάλαφρα χνάρια
του φεγγαριού πανω στη χλόη

Ας  μπορούσα ν' ακούσω τη χαρά των χόρτων
καθώς μιλούν στον ήλιο

Ίσως να  'ταν η λύτρωση που γύρευα στην περπλάνηση
που μ' εχει πιά κουράσει

Ίσως να  'ταν τ' όνειρο της ασέληνης νύχτας
στην όψη των χαμομιλιών

που καρό πόθαγα να δω στη χαίτη των κυμάτων

Δεν έχει σημασία

Θα 'ταν, για μένα, η χαραυγή για μια καινούργια Βηθλεέμ

Τίποτα απ' αυτά

Το γκριζωπό κελάδημα των πεύκων
χτυπούσε τα φτερωτά σκοτάδια μ' απογοήτευση

( το τελευταίο μέρος από το ζητήσεις πανω στο ίδιο θέμα)

Θεσσαλονίκη , Κολλέγιο ΑΝΑΤΟΛΙΑ
Φλεβάρης 1971

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ


Τα μάτια μου πληγές…
Χαρές ανείδωτες και προσμονές σκελετωμένες.
Μέσα τους πλανιώνται σκιές… τυμβωρυχώντας
Σε τάφους λήθης και σιωπές.

Τα μάτια μου δυο μενεξέδες.
Μνήμες χινοπωριάτικες
Στιγμές καρβουνιασμένες
Κειμήλιο και παρηγοριά σε πρόσωπο που φλέγεται
Τόσα και τόσα χρόνια
Και τόσο ραγισμένο φως σε ραγισμένες σκέψεις…

Κίτρινα φύλλα..και σκόνης μυρωδιές τα μάτια μου
Άστρα μουντά και λόγχες…
και ηχηρός ανήφορος
Μουρμουρητό πηγής σέρνεται γύρω μου..τ’ ακούω
Καθώς κραυγή που θρυμματίζεται στα βράχια
Καθώς απόγνωση σε βάραθρο που χαίνει..

Ακούνε τη φωνή της πηγής τα μάτια μου..
Κι είναι σα ν’ ακούν τη φωνή της δικής τους ψυχής
Να ψιθυρίζει κρυστάλλινα υδάτινους πόθους..

Ανηφορίζω ερειπωμένα καλντερίμια..
Πουθενά αέρα συλλάβισμα
Τον ατίθασο αφρό των κυμάτων λαχτάρησα
Πουθενά ψίθυρος θάλασσας…
Σε ψηλές κορφές η ζωή μου να φτάσει λαχταρησα…

Αχ ριζικό μου αιμάτινο σε ματωμένα μάτια….

Αθήνα  05.03.2011

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΣΟΥ


Τα λόγια σου μικρά πουλιά
Σπαθίσματα ορθρινά στη νηνεμία.
Φτεροκοπάνε σ’ ευωδιές
Σε θρούμπη και σε ρίγανη


Τα λόγια σου ολάνθιστη πηγή
Μωβ τιτιβίσματα αστεράκια
Αγγίγματα και θρόισμα και φως
Και γλυκασμοί ερώτων

Τα λόγια σου σπιθίσματα
Και τσακμακίζουν τη στιγμή
Π’ ανάβουνε στα χείλη σου.
Ζεστά σταλάζουν στην καρδιά μου

Τα λόγια σου είναι λαμνοκόποι
Που με πηγαίνουν στη χαρά
Καθώς κρασί στην ευφροσύνη

Τα λόγια σου μωρά
Αυγή μου και χαμόγελο.

ΑΘΉΝΑ 06.03.2011


ΑΣΚΗΣΗ ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΛΥΡΙΣΜΟΥ


Τα γλυκά της τα χέρια απ’ αφρό και από γιούσουρι
Από σμάλτο και φίλντισι τα γυμνά της τα πόδια
Από γήλιο κι απ΄ άχυρο το ξανθό στα μαλλιά της
Πίδακες άσπιλους υψώνει το γέλιο της
Της δροσιάς το στιλπνό και το διάφανο

Τα μάτια της δυό πράσινοι κάμποι την Άνοιξη
Μέσα τους χαρούμενες μέλισσες βομβούν και μαζεύουν τη γύρη
Πεταλούδες ανάλαφρες πεταρίζουν ανάλαφρα σαν κορίτσια
Και μ’ αστέρια και νάρκισσους το ολόφωτο πλέκουνε
Που της πρέπει στεφάνι

Παπαρούνες σεμνές σκύβουνε ντροπαλά το κεφάλι

Χελιδόνια μικρά τιτβίζουν στα στήθη της
Και δειλά πιπιλίζουν των βυζιών της τις ρώγες.

Ένα πέλαγο ξάγναντο η ματιά της στο μέλλον
Τρυφερή σαν τραγούδι
M’ ένα καράβι στ’ ανοιχτά που πλέχει
Κι είν’ μαζεμένα τα πανιά του σε περίσκεψη
Κι είν΄συναγμένοι οι ναυτικοί του στην κουβέρτα

Αθήνα , Φθινόπωρo 1977

Έρωτας που δε ξεφανερώθη..


Από παιδί χανόμουνα σε εκτενή λογής λογής διαβάσματα
Πλανήθηκα χρόνους πολλούς στο ποίημα και στο διήγημα

Σ’ ακρίτες, ξένους , έρωτες και πάθη

Εκεί ,ανάμεσα σε φυλλωσιές από φιλιά και πόθους
Κρυφοκοιτώ   - κρυφή λαχτάρα   -
Την κόρη του μπακάλη μη και δω
Να λέει, σαν τότε,  «ακούμπησα κάτι στη σερβάντα»!

Ντράπηκα δεν κατάλαβα και ποιόνε να ρωτήσω…
‘Στάθη δεξιά η δειλία μου,  ζερβά η λογική μου

Στην ίδια τάξη   ήμασταν...κι εγώ ερωτευμένος

Ποτέ μας δεν εμάθαμε…
Εγώ ή σερβάντα τι ήτανε κι αυτή τον έρωτά μου…

Κι  αλλάξανε πολλοί καιροί …

Ήτανε πένθιμη η στιγμή όταν την ματαείδα
Στο δρόμο από το κοιμητήρι  ο έρωτας μου κούτσενε…
Βάδιζε δύσκολα  σέρνοντας το δεξί του πόδι…

...και πάλι δεν ερώτησα....

Αθήνα  28.06.2011

ΠΡΟΣΕΥΧΗ



Γονυπετής
κι η Ομορφιά μπροστά μου

Εύπιστος κι ευπειθής
στα θαύματα 
προσμένω

Να με καταδεχτεί ένα φιλί

Ένα δάκρυ

Αθήνα 16.07.2011

ΜΟΝΟΛΟΓΗΜΑΤΑ


Ζωή

Λαχτάρα

λαχτάρες

 

Ανακωχή

Μυριάδες όνειρα

με επιδέσμους

 

Χρόνια

Ίσκιοι πουλιών

πετάγματα

 

Στήθος

Χλοϊζουν  πόθοι

 

Επιθυμία

Το πρόσωπό της

τόσα πρόσωπα

 

Ηδονή

Αθώο άνθος

 

Φως

 

Με δυναστεύουν

 

μια αρμαθιά χαμόγελα

 

Αθήνα  18.07.2011


ΚΟΡΗ


Κόρη
θετή της Ιστορίας
Βυθίζεται το βλέμμα μου
Στο βλέμμα σου
Και χάνομαι στις γειτονιές
Των φιλοσόφων

Σε συντροφιές παράταιρες
-Πλάι στον  Πλάτωνα ο Πλανκ-
Ρέει  απ’ το στόμα σου ο Γοργίας
Κι ο Δημήτρης
οδηγητής και πλαστουργός σου

Πως τρεμουλιάζει η συγκίνηση
τα χείλη σου
Ψυχή συνεπαρμένη

Κόρη
 Ρόδι της γλώσσας μου
Νιόκοπα λόγια
Συχνά πυκνά ξαφνιάσματα
αστραφτογεννημένα

Μέσα σ’ αντιφεγγίσματα
Ποίημα το ποίημα λάμνοντας
Προβαίνεις
 Ελένη και Σειρήνα
Το αρχαίο κάλλος υμνώντας

Κόρη
των λογισμών μου
Στήθια και ρώγες
ρόδα νηπενθή
Ξόρκια της θλίψης μου

Σας εμπιστεύθηκα

Κοντά σας έμαθα
Να ιχνηλατώ τη νοσταλγία

Κάθε ομορφιά απαραίτητη

Αθήνα 19.07.2011