Τρίτη 17 Απριλίου 2018

ΣΤΟΙΧΕΙΏΝΟΥΝ ΤΟΝ ΝΟΥ ΜΟΥ

Στοιχειώνουν το νου μου λέξεις, όπως
παταλιά, κιώνω, κατακιάζω, πιλάλα, (γ)κλιτσινάρα, αρνάρι
τηλώθηκα, τσιρικώνω, αρτσίδι, στρεκλάω, σιγενικό,
δρούγα, χαράρια, αρμακάς, σκαπέτηκε, στρουμπούλι…
…Και άλλες που κανάκεψαν τα μικρά μου χρόνια
και πια δεν θυμάμαι…
Τις πήρανε μαζί τους τα στόματα
που έκλεισαν για πάντα…
Ίσως να έχει κάπου και η γλώσσα
το δικό της κοιμητήριο…
Να ‘ξερα πού, να μπορώ να πηγαίνω…
Να τους ανάβω κερί και να θυμάμαι….
ΒΑΣΙΛΑΚΙ 17/4/2018
* Μετά από αίτημα απόδοσης των νοημάτων 
παταλιά= ανάσκελα
κιώνω= τελειώνω
κατακιάζω= καταφέρνω να φάω μεγάλη ποσότητα και σε γρήγορο χρόνο
πιλάλα=τρεχάλα
(γ)κλιτσινάρα= ο πίσω τένοντας που κινεί την φτέρνα
αρνάρι= τριβείο που λείαιναν τις οπλές των αλόγων
τηλώνομαι= χορταίνω (τήλος στον Όμηρο η μπουκιά)
τσιρικώνω το άλογο = καλπάζω με το άλογο
αρτσίδι= μούσκεμα
στρεκλάω= παραπατάω (μετά βίας στέκομαι όρθιος μην πέσω)
σιγενικό= το κρύο που δεν αντέχεται... ο δυνατός παγωμένος αέρας...
δρούγα= εξάρτημα της ρόκας
χαράρια = κατασκευή από βέργες ξύλινες και σχοινί για το κουβάλημα του
άχυρου
αρμακάς= σωρός από πέτρες συνήθως σε μια άκρη του αμπελιού
σκαπετάω =εξαφανίζομαι τρέχοντας πίσω από χαμηλή ράχη
στρουμπούλι = στρογγυλή πέτρα λεία από την ποταμιά που χρησίμευε για το
τρίψιμο του αλατιού

STEAL AWAY…

Κάθε που νοιώθω μαύρα γίνομαι μαύρος…
Εμπιστεύομαι το μαύρο της ψυχής μου
στον σκοτεινό ήχο του ηπειρώτικου κλαρίνου
και ο πόνος ανεβαίνει κόμπο κόμπο
σαν ξεριζωμός και ξενιτιά…
Όπως τότε, τη μέρα του μεγάλου πένθους
που αφέθηκα ώρες ολόκληρες
να μου μιλάει ψαλμωδικά ο Σεφέρης
με του Ξυλούρη την βραχνή φωνή…
«Δεν έχει ασφοδύλια, μενεξέδες μήτε υάκινθους
πώς να μιλήσεις με τους πεθαμένους…
οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα την γλώσσα τον λουλουδιών»…
… Και με την καρτερικότητα
του ανθρώπου που δεν έχει ελπίδα
ψιθυρίζω στίχους όπως
«αρμυρή πατρίδα τόπος μου και πάθος»…
Κρεμάω το δάκρυ μου
στα μακρόσυρτα τραγούδια
των σκλάβων του Νότου…
Στα πλήκτρα της τρομπέτας που στενάζει...
Με εκπλειστηριάζουν...
Σκάβω χαντάκια
Δουλεύω στα μπαμπακοχώραφα
και τις φυτείες
Με κυνηγούν με αλυσσοδένουν
με μαστιγώνουν...
Κρατιέμαι από την άκρη μιας προσευχής…
Μου την απαγορεύουν
Την ντύνω με τραγούδια
Το εξουθενωμένο κορμί μου χορεύει
χορεύει χορεύει χορεύει
Τα αφεντικά μου απορούν σαστίζουν
που βρίσκω την δύναμη για τέτοια
παράλογη χαρά
Δεν ακούν την αλληγορία του πόνου…
Γεμίζουμε τις εκκλησίες
Πολλοί πόνοι μαζί γεμίζουμε τις εκκλησίες…
Παραληρούμε κραυγές ύμνους
Κλέβουμε λίγο χρόνο
από τον χρόνο που δεν έχουμε…
Για το σπίτι που δεν έχουμε
Για τον Θεό.. ο μόνος που μας απομένει…
Για την νοσταλγία του μακρινού μας τόπου….
ΑΘΗΝΑ 9/4/2018

ΤΟ ΨΈΜΑ ΈΧΕΙ ΤΟ ΔΙΚΌ ΤΟΥ ΚΎΡΟΣ

Τα πιο αναγνωρίσιμα... των κυνηγών και των ψαράδων... τα πιο συμπαθητικά... των ερωτευμένων... κοινό τους γνώρισμα ...τα πιστεύουν πρώτοι οι ίδιοι... Τα πιο απεχθή... των πολιτικών και των απατεώνων... σου κλέβουν το ΝΑΙ ...
Ψάχνω εκείνες τις δύσκολες αλήθειες που είναι "πιο γοητευτικές και από τα πιο όμορφα ψέματα"...
Σε ένα καφενείο πριν αρκετά χρόνια δυό πολιτικά αντίπαλοι συγχωριανοί κουβεντιάζουν..
Λέει ο ένας... Πόσο είχε βρε το '74 το κρέας και πόσο πήγε μετά επί Παπανδρέου;
Λέει ο άλλος... Επί Αντρέα το κρέας ήταν πιο φθηνό, αυξήθηκε η κατά κεφαλή κατανάλωση κρέατος δεν τα θυμάσαι καλά τα πράγματα...
Στράφηκαν στον καφετζή επιζητώντας την δική του μαρτυρία και ο καθένας την προσωπική του δικαίωση.. "Πόσο είχε Θανάση το κρέας το '74;"..
...και ο "διπλωμάτης" καφετζής που δεν ήθελε να χάσει κανέναν από πελάτη...
"Εγώ το '74 κρέας δεν έφαγα και να με συμπαθάτε"....

ΒΑΣΙΛΆΚΙ 1/4/2018

ΆΤΙΤΛΟΝ

Η Άνοιξη...
Χίλια ρόδια στόματα....

ΒΑΣΙΛΆΚΙ 21/3/2018

ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΆΣ

Ένα κορίτσι
Όλο μάτια
Όλο χαμόγελο
Πως ανοίγει ο καιρός
πως λάμπει
Τι άνθος φως στα μάτια μου…
Φιλιά φωνές της Άνοιξης
φέγγουνε τα μαλλιά του…
Ένα κορίτσι
Όλα τα θηλυκά ονόματα…
Το στόμα του
ο Μάης και ο Αύγουστος,
η θάλασσα και τα βουνά
μ’ όλα τα νερά και όλα τ’ αηδόνια…
Τα χείλη του ήλιοι...
πατρίδες της καρδιάς
στη μέση νύχτα…
ΒΑΣΙΛΑΚΙ 15/3/2018

ΜΙΚΡΉ ΕΙΣΑΓΩΓΉ ΣΕ ΔΙΉΓΗΜΑ

Απόκληρος της ομορφιάς και μόνος, αδικημένη από την Φύση η φτιάξη του, καθόταν στο σκαμνάκι του, από την μέσα μεριά της πόρτας του, στην σκιά να μην φαίνεται, και από εκεί, το χαμόσπιτό του, έβλεπε στον δρόμο τις γυναίκες να περνούν και μαράζωνε.. 
Ήταν μια τυράγνια η ζωή του, οι πνιγμένες πεθυμιές του, κόντευε τριάντα και γυναίκα δεν είχε σιμώσει… Ο πατέρας του με το που τον είδε παράτησε και γυναίκα και παιδί και ούτε ξανά ακούστηκε η εντουρά του… Μόνο η μάννα του τού σίμωνε, όσο ζούσε, και εκείνη πάλι του μίλαγε απότομα, σαν να μην τον ήθελε… « Α ρε κακομοίρη μου... που έφταιξα και βγήκες έτσι… τι αμαρτίες πλήρωσα.. έλα να σου πλύνω το μούτρο να ξεμαγαρίσει μπας και ξεγελάσουμε τον ήλιο και τον κόσμο»… αλλά ούτε τον ήλιο, ούτε τον κόσμο ξεγέλασαν και, με την σκληρότητα που έχουν τα παιδιά, σαν πήγε σχολείο τον απέφευγαν τον χλεύαζαν του έφτυναν κατάμουτρα κουβέντες…. Πως σαν τον Μούργο το σκύλο ήτανε… πως ούτε χελώνα δεν είχε το καμπούριασμά του… πως σαν του βοδιού είχε τα μάτια… Δεν άνεξε… Παράτησε σχολειό και δασκάλους και όλη μέρα γκιζέραγε στα ρέματα ψάχνοντας για καβούρια επειδή και οι μεγαλύτεροι είναι ίδιοι με τα παιδιά έτοιμοι να ειρωνευτούν να κοροϊδέψουν, έτοιμοι να μετρήσουν την δική τους υπεροχή πάνω στην καμπούρα του, όπως κάνουν όταν δοκιμάζουν την εξυπνάδα τους πάνω στην μειωμένη αντίληψη του χαζού… και με τον καιρό χαζό κατάντησαν και τον ίδιο, έτσι αποκομμένος από τον κόσμο που ήταν πως ν’ ακονίσει το μυαλό του..Καμιά φορά τύχαινε να τον πάρουν για καμιά δουλειά… αγγαρεία δηλαδή, όχι τίποτα σπουδαίο και να του έδιναν και καμιά δραχμή… και πάντα λειψή ήταν η πληρωμή του… όλα λειψά… και στο ζύγι και στην ζωή και τα μυαλά του….

ΒΑΣΙΛΆΚΙ 11/3/2018