Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

ΣΕΛΗΝΗ


- " Μυρίζεις πεύκο..."

 

- " Μου το 'χεις ξαναπεί..."

και γέλασαν τα μάτια σου...

 

" Έκαιγε  το βουνό...

Καιγόσουν...

Ήτανε η πρώτη μας φορά...

 

Πάει καιρός

Πως βρέθηκες στα Γιάννενα;"

 

- "Τα Γιάννενα, η Σπάρτη...

κι όπου αλλού...

καρδιές είναι γυναικών

 κι  ονόματα...

 

Δεν έχει τόπο η ομορφιά...

Μόνο θάνατο...

Με αίμα δένει τις ψυχές ...

Αμάραντο και μάγια..

 

Μη μ' αγγίζεις...

 

Τόσοι σκοτωμοί...

Τόσα κορμιά λυμένα...

 

Ριγμένα στο Μινώταυρο...

 

Το τίμημα

 

" Τη Καλλίστη"...!!!

Μήλο κόκκινο...

 

Ερίζουν οι θεές..

 

Λάφυρο και τρόπαιο εγώ...

 

Τί έφταιξα;

 

Με θέλημα του Δία

με πήρε η θάλασσα μακριά...

Η ασημένια αγάπη..."

 

-  " Θυμάσαι που ΄λεγες

για έναν παλιό εμφύλιο;

Με χάδια και με δάχτυλα

και με φιλιά και δόντια;..

 

Δε λέει να κοπάσει...

 

Μόνο οι κοπετοί

του σπαραγμού...

Ολέθριες νίκες

μας αφάνισαν..

 

και το δαμασκηνό σπαθί

με τη διπλή την κόψη..

 

Η μιά του κόψη ο Έρωτας

Η άλλη του όψη ο Χάρος...

 

Θυμάσαι που'παιζα

με το δεξί σου στήθος;

 

" Το αριστερό σου;" ρώτησα..

 

- " Ελένη" ... μου είπες...

" και το άλλο, που κρατάς,

Ελένη επίσης..."

 

- "Τι τα θες...

Κάθε ψυχή

 κάθε κορμί γυναίκειο

 μια  Ελένη...

 

...του χαμού...

 

Τις νύχτες αυτοπυρπολούμαι..."

 

 

ΑΘΗΝΑ 2Ι/5/2013




Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑ


Δωσ' μου δυο μάτια ν' ανεβώ

χείλια να ξεδιψάσω

κι από τη γη στον ουρανό

μ' ένα φιλί να φτάσω

 

Με τα μαλλιά του λιβανιού

με βάρσαμο στα χέρια

να πλέξω σκάλα του καημού

με λόγια περιστέρια

 

Απ' άστρο σ'  άστρο να πατώ

ν' ανάβω άστρον απ' άστρο

μέσα στο φέγγος να σε βρω

με φέγγος να σε πλάσω

 

Που 'ναι μαχαίρι η λάμψη σου

κόβει την αναπνοιά μου

Ραγίζει με η αγάπη σου

ρόδι και σπάει η καρδιά μου...

 

ΑΘΗΝΑ 15/5/2013


Σάββατο 11 Μαΐου 2013

ΤΑΞΙΔΙΑ



Από τα ταξιδιωτικά του Ουράνη και του Καζαντζάκη που μας δίνουν πλείστες όσες πληροφορίες για τον τόπο, τη γιωγραφία του, την ιστορία, τα έθιμα και τις συνήθειες των ανθρώπων του, φτάσαμε, στην εποχή μας, στους κατατοπιστικούς τουριστικούς οδηγούς, με τις στοχευμένες πρακτικές πληροφορίες, πάντα συνοδευόμενοι από λεπτομερείς  χάρτες,  για  το τι μπορούμε και αξίζει να δούμε και να ακούσουμε σε κάθε τόπο, τα μουσεία και ποιά από τα εκθέματα να μην παραλείψουμε - ποιός ξέρει αν θα ξαναπάμε και είναι ντροπή, τι άγχος και αυτό, όχι σαν τους παρεπιδημούντες την Αθήνα που όλο θέλουν να δούνε και όλο τους διαφεύγει η Ακρόπολη - τι να ψωνίσουμε , τι να φωτογραφίσουμε και τί να φάμε, που να σταματήσουμε για κατούρημα , θέλει και κάποιες ώρες η περιήγηση και ο προστάτης μας τυραννάει,  και που θα βρούμε το καλύτερο τσουρέκι και που να απολαύσουμε τον καφέ μας με θέα τον μοναδικό παλιό μύλο ή την ξακουστή ταβέρνα  "του κερατά" , διαλέγοντας πριν από μας για μάς, προλαβαίνοντας και ικανοποιώντας όλες τις πιθανές επιθυμίες μας, συστήνοντας άχρηστα ψώνια, πάντα με το αζημίωτο για τους συντάκτες και τους εκδότες...

Ανίκανος, από ιδιοσυγκρασία να περιγράψω λουλουδάκι το λουλουδάκι το δρόμο, καφενεία "καθ' οδόν" για τον προορισμό και στέκια για αξέχαστα ντερλικώματα,  και να αποδώσω με τρόπο απτό , μακαρόνι το μακαρόνι την  αστακομακαρονάδα, αφού ο αστακός συνήθως λείπει, άλλωστε δεν μου έχει τύχει ποτέ να ακούσω πως κάποιος πήγε ταξίδι και δε βρήκε να  φάει και να πιεί ή δεν είδε όσα και οι άλλοι βλέπουν βλέπινα και ακούν ακούσια,  στα ίδια μέρη, δεν έχω λόγο και δεν υπάρχει λόγος να ακολουθήσω την ίδια συνταγή, μιλώντας για φαγιά,το φαί είναι καύχημα και φιλοδοξία των φτωχών - πως πέρασες το Πάσχα;  που να στα λέω, πήγαμε στον κουμπάρο στα Τζουμέρκα, δυο αρνιά είχε στο τραπέζι ο κουμπάρος, ευτυχώς που είχα πάει στη λαϊκή και είχα πάρει μια δωδεκάδα σώβρακα, μου είχε πεί κάποτε ένας που  δουλεύαμε μαζί -  από τα ταξίδια μου, είτε με το νού, είτε με την καρδιά, είτε με άλλα μέσα μεταφοράς, μου μένουν και θυμάμαι στιγμιότυπα και απρόοπτα που για να τα θυμάμαι κάποια ξεχωριστή εντύπωση μου  έκαναν, άλλωστε τι είναι η ζωή ;..όσα αξίζει να θυμόμαστε και μπορούμε να διηγηθούμε...

Δεν ταξιδεύω πολύ...Για την ακρίβεια τα ταξίδια μου έχουν τους ίδιους επαναλαμβανόμενους και επίμονους προορισμούς, είναι οι προσωπικές μου εμμονές, Αθήνα-  χωριό,  Αθήνα-.  Κρήτη , κανά δυο φορές το χρόνο σε άλλα μέρη,  τις πιο πολλές με το αστικό Κυψέλη - Χαυτεία, άντε και μέχρι το Σύνταγμα, πάντα εντός των τειχών, μόνο μια φορά πήγα στη Μελβούρνη, τι ταξίδι κι εκείνο, εικοσιδύο ώρες στο αεροπλάνο με θέση στο διάδρομο και δίπλα μου μια εύσωμη όσο και ευτραφής κυρία, μαμά  του κοριτσιού που καθόταν δίπλα στο παράθυρο και όσες φορές, πολύ πληκτικό να κοιτάς το διάδρομο εικοσιδύο ώρες, θέλησα να κοιτάξω όξω, γέρνοντας μπροστά, βράχος ηθικής η μάννα έγερνε κι αυτή μπροστά σκοτεινιάζοντας την θέα στον όξω κόσμο και στην κόρη. Τούτη η παλινδρομική  κίνηση δική μου και δική της επαναλήφθηκε πολλές φορές, ακόμη και όταν υπέθεσα λάθος πως αποκοιμήθηκε, η ηθική επαγρυπνούσε, δεν η είναι η αγρύπνια αποκλειστικότητα του ανήθικου που κάνει τη νύχτα μέρα και δε σ' αφήνει να κλείσεις, ανάλογα, μάτια ή πόδια, η κόρη κοιμόταν , εγώ εποφθαλμιούσα,  η κυρία έτρωγε δυο  μερίδες τη φορά, τη δική της και της κόρης, τίποτα μην πάει χαμένο, τόσα δολλάρια έκανε το εισιτήριο, η Μπαγκόγκ ενδιάμεσος σταθμός, κατεβήκαμε, μείναμε κανά δυο ώρες, κοίταζα, όλοι τους κίτρινοι, χωρίς χαμόγελο, μόνο που σα να τους βάραινε το βλέμμα μου αμέσως σκύβαν σε υπόκλιση, τι να κάνω,  έσκυβα κι εγώ ανταποδίδοντας , ανταπέδιδαν την δική μου, σκοινί κορδόνι, κοψομεσιάστηκα, γύρισα και κοίταζα αλλού, δε θυμάμαι πια που και τι, έφτασα στην Αυστραλία, έμεινα τρεις μήνες, πήρα το δρόμο του γυρισμού, ταξίδι εντυπωσιακό, κόντρα στη φορά του χρόνου, στις εννιά το βράδυ φύγαμε από τη  Μελβούρνη, εννιά ήτανε, ακόμη, όταν φτάσαμε στο Πέρθ, μετά τρείς ώρες, τρείς ώρες και η ώρα έμεινε ίδια, θυμήθηκα το ανέκδοτο, - ποιό είναι το πιο γρήγορο πράγμα στον κόσμο; ρωτάει ο δάσκαλος, κύριε, κύριε, εγώ, πες παιδί μου, το φως, μπράβο παιδί μου, άλλος, η σκέψη, κύριε, πιο γρήγορη από το φως, εύγε παιδί μου, άλλος, κύριε κύριε ο πατέρας μου, απόρησε ο δάσκαλος, ο πατέρας σου; τί είναι ο πατέρας σου; δημόσιος υπάλληλος κύριε, και είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι πιο γρήγοροι από το φως και τη σκέψη; δεν ξέρω κύριε μόνο για τον πατέρα μου ξέρω, τρεις σχολάει δυόμισυ τρώμε,  ο πατέρας σου παιδάκι μου, τότε ακόμη οι δημόσιοι υπάλληλοι, για τους ημέτερους λέω, ήτανε μόνο σβέλτοι, μετά τους κάνανε ειδικούς στο λάδι και τώρα τους βγάλανε επίορκους, τι όρκοι " να μη σώσει το λάδι στο καντήλι μου" που να έσωνε γιατί μας αφήκανε χωρίς άλλο λάδι και χωρίς καντήλια , τα ρημάξανε, ρήμαξε ο τόπος παιδάκι μου-  δίπλα μου ένας κύριος με κολλάρο , παππάς μου είπε ή έτσι κατάλαβα με τα λίγα κολυβογράμματα αγγλικά μου, καθολικός, μάλλον,  για διαμαρτυρόμενος δεν του φαινόταν, πολύ ήσυχος, πολύ παππάς και πολύ νηφάλιος, τυχερός ήμουν, καθόμουν κοντά στο παράθυρο, δίπλα μου ο παππάς, η μέρα ανέφελη, βλέπαμε κάτω την έρημο της Αραβίας, απέξω την ήξερε , βάλθηκε να με ξεναγεί, δείχνοντας μου, τον ιερό τόπο, το Σινά και άλλα, αλήθειες ψέμματα δεν ξέρω, δεν είχα ξαναπεράσει, όμορφο ταξίδι άνετο και όχι...

Όπως τότε που με τραίνο φορτηγό, στην επιστράτευση, Ιούλης του '74,  έφυγα κι εγώ δεκαοχτώ χρονώ, από Θεσσαλονίκη για Αθήνα, τραίνα πάνω , τραίνα κάτω σε πλήρη σύγχυση, νοτιοελλαδίτες με απολυτήριο να παρουσιαστούν στα βόρεια στρατόπεδα, θράκες και μακεδόνες  στην παλιά Ελλάδα, τα βαγόνια για μεταφορά εμπορευμάτων, για μεταφορά ζώντων ζώων και σανού, εκεί μέσα στοιβαγμένοι δεκάδες επίστρατοι, στο πάτωμα, χωρίς νερό, στηριγμένοι ανά δύο πλάτη με πλάτη, με τα πρόσωπα στηριγμένα στη γροθιά τους ή στην ανοιχτή παλάμη τους, παραδωμένοι στην κατήφεια, με πίσω τις οικογένειές τους, πηγαίνοντας για πόλεμο και θάνατο, βρήκα μια θέση καθιστός στην ανοιχτή πόρτα του βαγονιού, όλες οι πόρτες ανοιχτές ήτανε, καλοκαίρι και ζέστη πολλή,  με τα πόδια κρεμασμένα έξω, πέντε η ώρα το απόγευμα, το τραίνο κίνησε, φωνές και δάκρυα στην αποβάθρα, αλαλαγμοί επικείμενης νίκης από τα βαγόνια, έμεινε πίσω η αποβάθρα, ξανάκατσαν  στα συλλογισμένα πρόσωπα οι σκέψεις βαρειές.  πήγαινε το τραίνο αργά, πήγαινε και η μέρα, σουρούπωνε, στους σταθμούς γυναίκες με κανάτες νερό και ποτήρια και ψωμί, να πιουν τα παλληκάρια τα μεσόκοπα, ένα κουλούρι, άντε μισό να πάρει μια μπουκιά κι ο διπλανός, εγώ δεν  άπλωνα, ήξερα ότι δεν εδικαιούμουν, λαθρεπιβάτης στο τραίνο, αφού δεν πήγαινα για πόλεμο, μόνο που γύρναγα στο σπίτι μου, την ώρα που οι άλλοι έφευγαν από τα δικά τους, που παρουσιάζεσαι με ρωτάει ένας, Αθήνα είπα αόριστα και μάλλον ένοχα, με κοίταξε καχύποπτα, πολύ νέος μονολόγησε και ξαναβυθίστηκε στις έγνοιες του.. Μονή τότε η γραμμή άλλα τραίνα έρχονταν από αντίθετα, το ίδιο ασφυκτικά γεμάτα, μια ανούσια κινητικότητα, το έθνος σε αναβρασμό, το έθνος σε κίνηση, σε σταθερή τροχιά πάνω σε ράγες, κάθε τόσο σταματούσαμε και περιμέναμε, νύχτωσε, καταλάγιασε ακόμη περισσότερο ο πρώτος ενθουσιασμός, μάζωξε και τα φτερά η νίκη , κούρνιασε, ας περίμενε να φτάσουμε πρώτα, δέκα οχτώ ώρες μετά και ακόμη είμασταν στη Θήβα..δυο ώρες από 'κει η Αθήνα, τέσσερες γίνανε, έξι γίνανε,  η Αθήνα πιο μακριά από τη Μελβούρνη ήρθε η άλλη νύχτα όταν φτάσαμε στο "σταθμό Λαρίσσης", οι επίδοξοι μαχητές παραδομένοι στην κούραση , με τι κουράγιο να ανεβούνε στα καμιόνια, κινδυνεύαμε ο οχτρός να τους βρει στον ύπνο, εκεί χώρισαν οι δρόμοι μας, πήγα σε δυο φίλους χωριανούς μου , είκοσι εφτά ώρες ξάγρυπνος,  δέκα ώρες ξεράθηκα....

Χρόνια αργότερα κάνοντας την ίδια διαδρομή, όπως τότε που ανεβοκατέβαινα από το χίλια εννιακόσια εξήντα εφτά μέχρι και το χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα, αναπολώ τούτο το μοναδικό και μοναχικό ταξίδι τόσων ψυχών και μόνο ανδρών , τόσα πρόσωπα, δοσμένα στις χαρακιές της αναπόφευκτης μοίρας, όπως

αναπολώ σήμερα , κάθε φορά που είμαι στο χωριό, πρόσωπα οικεία και αγαπημένα, όλοι λείπουν , που είναι; στον Αγιώρη, λένε, είναι τότε που η νοσταλγία με γυρνάει στα χρόνια τα παιδικά, σε μορφές αλλοτινές της γειτονιάς, άει ΄ρε σιακάτ'  μη πιλαλάς γύρου γύρου μου ΄ρθε σκοτούρα, α ρε θειά Μάρω, Λάκη δεν έχω την πινογά τη δική σου, ά ρε Σοφιά, μπράβο Θοδωρή μου είσαι αξιόποινος , αντί αξιέπαινος, α ρε θειά Σπήλιαινα που να το είχες ακούσει, πόσο σας αγάπησα , είσαστε ο αληθινός μου κόσμος, τότε που τα ταξίδια μου ήτανε μέχρι τα γύρω χωριά, σε κανά πανηγύρι, τότε που ανέβηκα σε αμάξι πρώτη φορά από τη ρούγα μέχρι το λιοτριβειό πάνω σε τσουβάλια γιομάτα λιόκαρπο και που ο σωφέρης ζήτησε απ' ούλα τα παιδιά να του δώκουμε από 'να πενηνταράκι, τι ψυχή είχε ένα πενηντάλεπτο, πήγα στο σπίτι, έψαξα, έψαξα, πενηνταράκι δε βρήκα, μόνο ένα κρεμμύδι βρήκα, του το πήγα, μ'έπιασε από τις μασχάλες με σήκωσε ψηλά με φίλησε και μ' έβαλε πάνω στα τσουβάλια, ο Χρήστος ο Νικολούλιας ήτανε, τότε που πήγαμε εκδρομή, πάλι με το φορτηγό του Νικολούλια, άλλο αμάξι στο χωριό δεν ήτανε,  δυο πάγκοι στην καρότσα και τα παιδιά καθισμένα και ο δάσκαλος στην πόρτα μην πάει κοντά κανά παιδί και πέσει, πόσο μαγικό μας φάνταζε τούτο το ταξίδι, μέχρι το υδροηλεχτρικό εργοαστάσιο του Λάδωνα, είκοσι χιλιόμετρα το πολύ από το χωριό...ταξίδια και ταξίδια

σε μνήμες που πληγώνουν σε μνήμες που πονάνε, ταξίδι η ζωή, μέχρι τη στιγμή που θ' ακουστεί για τον καθένα μας εκείνο το δυσοίωνο " στον τόπο" ή  " τέρμα τα δίφραγκα", θυμάσθε; το 'λεγαν οι ειπράχτορες στο τραμ Περαίας Πέραμα, για σκέψου, Περαίας, Πέραμα, περάτης μαύρος  κωπηλάτης, τέρμα τα δίφραγκα, μόνο ο οβολός στο στόμα, για το ταξίδι το μεγάλο, το στερνό

Αθήνα 10/5/2013