Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

ΣΙΩΠΕΣ



Τα μάτια σου..

 

Βαθειά νερά καθάρια

 

Βόρας, Μπόζαρ,  Όρμα…

 

Στιγμές  λόγια ανείπωτα

 

Τα μάτια σου….

 

Βαριόισκια πλατάνια…

Βουή…

Καταρράκτες…

 

Τα κοιτάζω επίμονα…

 

Ώρες  πολλές

και άλλες ώρες…

 

Αίνιγμα σκούρο

Υγρό…

 

Χάθηκα μέσα τους

Μέσα σου…

 

Τα μάτια σου μάτια μου

Μ’ αγκάλιασαν
Τ’ αγκάλιασα

Με βούλιαξαν…

Ζεστή ομορφιά
Πηγές πληγές…

Τα  μάτια μας…

Φιλιά οι σιωπές τους…

ΑΘΗΝΑ 29/4/2013

Τρίτη 23 Απριλίου 2013

ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ


Φιλί φιλί σε περπατώ

φιλί φιλί με πνίγεις

 

κι όπου βρεθώ  σφιχτά κρατώ

τα λόγια σου πριν φύγεις...

 

Τα " σ' αγαπώ"  αναφυλλητά

τριαντάφυλλα στο στόμα

το  δάκρυ αγκάθι και κυλά

στο " μείνε λίγο ακόμα"....

 

ΑΘΗΝΑ 23/4/2013


Κυριακή 14 Απριλίου 2013

ΔΙΑΒΑΣΑ

Διάβασα  μεσ' τα μάτια σου το άλφα το λάμδα και το ρω...
Τα "ι" το θήτα και το "νι", το χνούδι σου το ροδαλό...

Τα δυο σου χέρια και έτρεμα... Τα στήθεια λίγο π' άγγιξα...

Ο κήπος με τα ρόδια... Μου φάνηκαν σαν "σ΄αγαπώ"

που κρέμονταν στα χείλη σου... Πόσο να ζήσω άργησα....

ΑΘΗΝΑ 14/4/2013

Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

Για Σέ "Μ" μου...


Γιασεμί μου...

Στα μονοπάτια της σιωπής μου
καθημερινά γεννιέσαι...

Στο φως και το χαμόγελό του...

Μικρά αστεράκια ολόλευκα
της νύχτας μου και τ' Ουρανού μου...

Γείρε στο μπράτσο μου
κι εκεί να ξαποστάσεις.....

Αγάπη μου....

Μικρή στιγμή μου ευτυχισμένη
της μαύρης δυστυχίας μου...

Θάλασσα της νοσταλγίας μου
και των λυγμών μου

Ήλιε μουτράκι αστραφτερό
που βγαίνεις από δάκρυα...

Πόσο μας  άλλαξε ο καιρός....

Είναι πολλά εκείνα που δε ζήσαμε...

Την οδύνη μου να θυμάσαι...
Τις μεγάλες αγρύπνιες μου...

Είναι πολλά όσα ποτέ
μαζί σου δε θα ζήσω...

"Μ" μελαχροινό μου
μαύρα μου μαλλιά...
Μη μ' αφήνεις μόνο
δίχως αγκαλιά...


Όνειρα που ΄καμα κρυφά
και που κρυφά ανατρέφω

να σκόρπαγαν τη συννεφιά
τη μέσα μου  να λειώναν

την παγωμένη θάλασσα...

ΑΘΗΝΑ 11/04/2013

Τρίτη 2 Απριλίου 2013

ΞΟΔΙ


Σχεδόν μια 'βδομάδα στον τόπο που γεννήθηκα...Στο τηλέφωνο η Ντίνα, ξαδερφονύφη, από της μάννας μου το σόι. " Ξάδερφε  "έφυγε" ο Δημήτρης, ο αδερφός του Γιώργου. Αύριο γύρω στις μία θα τον φέρουν από την Αθήνα...Δεν είναι υποχρεωτικό να 'ρθεις. Εγώ όμως είμαι υποχρεωμένη να σε ειδοποιήσω" ..."Θα έρθω Ντίνα μου. Ο Θεός να σας δίνει δύναμη και κουράγιο."... Δε βρήκα λόγια για τον μακαρίτη. Δεν τον γνώριζα. Μια μόνο φορά τον είδα στο ξόδι του πατέρα του, του μπάρμπα μου του Θανάση, αδερφού της μάννας μου... Μας είχαν συστήσει... "Ο Λάκης, από το Βασιλάκι. Της θειάς της Σοφιάς."   Με είχε χαιρετίσει και είχε απομακρυνθεί, σα να μην ήμουνα ο Λάκης της θειάς της Σοφιάς...Τόσο κοντινοί  και τόσο ξένοι...
Πήγα.  Όταν έφτασα τον είχαν φέρει. Μπήκα, άναψα κερί για την ψυχή του στον Άγιο Χαράλαμπο. Του έριξα μια ματιά εκεί που "περίμενε". Δε θα τον ξαναέβλεπα. Χωρίς μαλλιά από τις χημειοθεραπείες, αδύνατος, ο κόμπος της γραβάτας σαν να τον έπνιγε. Ίσως και τα λουλούδια.  Κίτρινα τα πολλά, αγιοδημητριάτικα. Από τη μια μεριά καθισμένες οι γυναίκες της οικογένειας....Η γυναίκα του,προφανώς, η κόρη του, η ανηψιά του, η μάννα του και θειά μου...Βγήκα πάλι όξω...Μόνος ήμουνα. Είναι χρόνια που πάντα μόνος πάω στις τελετές του σογιού μου...Όπου και όταν με καλούν....Με χαιρέτισαν πέντ' έξη, του σογιού οι περισσότεροι, ξαδέρφια , ξαδέρφες..." Α! ο Λάκης".... "Μη μου πείς ότι είσαι ο Θοδωρής"... "Πόσα χρόνια...Εσύ δεν είσαι που είχες πάει στην Αυστραλία;"... "Οχι ο αδερφός μου".  Έκανα μια βόλτα γύρω  την εκκλησία...Μικρή, ταπεινή, τη σκιάζει ένα μεγάλο πουρνάρι.

Οι φωνές των παππάδων και των ψαλτάδων... "Ευλογητός εί Κύριε δίδαξόν με τα δικαιώματά σου" - δεν "έπιανα" και πολλά , με συγκινεί, πάντα με συγκινούσε, τούτη η, σα λυγμός, μελωδία- " των αγίων ο χορός  εὗρε πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ θύραν Παραδείσου, εὕρω κἀγώ, τὴν ὁδὸν διὰ τῆς μετανοίας, τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον ἐγώ εἰμι· ἀνακάλεσαί με, Σωτήρ, καὶ σῶσόν με."..και παρακάτω το μόνο που ξεχώρισα..." το αρχαίο κάλλος αναμορφώσασθε"... παρορών αυτού πάντα τα εγκλήματα"...

Με χαιρέτησε κι άλλος ξάδερφος...της θειάς μου της Κανέλλας αυτός, αδερφής της μάννας μου.  " Ξάδερφε σε ούλους έρχεσαι...Μόνο στη θειά σου δεν ήρθες... και σ' αγάπαγε."...  "Δεν το 'ξερα"...πες της... παραλίγο να πω... "Δε με ειδοποίησε κανείς",  είπα... Φαίνεται η απάντηση τον ικανοποίησε, φαίνεται μου 'ριξε δίκιο,  άλλαξε θέμα.. Βάλθηκε να μου εκθέσει, χαρτί και καλαμάρι,  τα καζαντήματά του... Τραυματιοφορέας στο ψυχιατρείο , δεν είχε παράπονο από τη ζωή... " Εκεί στο Ψυχιατρείο... ξάδερφε....η νύχτα είναι ζόρικη...ούλα τα είδα... άμα σου λέω....και τον κώλο μου τον ίδιο τον είδα...  Το τελευταίο με έμφαση που δε χώραγε αμφισβήτηση...  Ανατομικά δύσκολο σκέφτηκα, αλλά, πάλι, αφού πολλά κατάφερε...  "Συνδικαλίζομουνα, κιόλας, ξάδερφε...τα 'φερε δεξιά  η τύχη  - είχα κι ένα περίπτερο με τη γυναίκα- φτιάξαμε ένα τριώροφο στο κέντρο της Τρίπολης...Τα παιδιά τα τακτοποίησα. Ο ένας αστυνομικός...Ο χωροφύλακας τον λέμε...καμάρι τους σκέφτηκα...Εσένα; Δυο παιδιά δεν έχεις;"... "'Ενα... δεν είναι χωροφύλακας"... "Πάμε ...χαιρετάνε"....Ξανά μέσα για τον τελευταίο ασπασμό στον κεκοιμημένο δούλο Του...και πολλούς ασπασμούς στους  στενούς συγγενείς., πολύτεκνος ο μπάρμπας μου με τη  θειά μου. Αγκαλιές, κλάημματα, συλλυπητήρια, συμπόνοια, συμπάθεια, λόγια χιλιοειπωμένα της περίστασης...Η χήρα του με κοίταξε απορημένη... πρώτη φορά μ' έβλεπε...σαν ποιός να 'ναι πάλι τουτος 'δω, σαν από που ξεφύτρωσε... "Ο Θεός να σας ευλογεί...να σας δίνει δύναμη... Λυπάμαι" είπα... " Σας ευχαριστώ που ήρθατε"  ψέλλισε...

Στο κοιμητήριο πήγαμε με τα πόδια. Κοντά, μα ανηφορικά, χωματόδρομος κάτω από μεγάλες βελανιδιές... Φτάσαμε...Μπροστά, και λίγο μακριά μου, το μνήμα έχασκε μυρίζοντας χώμα φρεσκοσκαμένο. Κοίταζα τους ανθρώπους του γραφείου "τελετών"...Είναι αξιοθαύμαστη  η επαγγελματική τους θλίψη.  Μάσκες... Δίπλα μου μια φωνή..." Άει ΚιτσοΘανάση...απόψε θα 'χεις παρέα"...και μια  άλλη..." Πατέρα σου φέραμε το Δημήτρη. Θα 'χουτε πολλά να πείτε.."  Γύρισα και είδα, πάνω στο μνήμα  του, τη φωτογραφία του μπάρμπα μου...Μελαχροινός, αγέρωχος, με το τσιγκελωτό του μουστάκι, τα σπαστά κορακάτα μαλλιά του, όπως τον ήξερα...Έμοιαζε της μάννας μου...Όχι στο μουστάκι...  στα μαλλιά, στα δασιά του φρύδια, τα μεγάλα τσίνορα, τα μεγάλα μάτια, τα όμορφα ζυγωματικά...μα πιο πολύ, λένε, στο χαρακτήρα..." Πουτσαρίνα" την έλεγε ο συγχωρεμένος...πάει να πει λεβέντισσα... Το 'λεγε η περδικούλα της, η αλήθεια..

Λίγο μετά, στο τραπέζι της παρηγοριάς  και του συγχώριου έκατσα απέναντι από την παπαδιά...Έτσι μου  είπε ο ξάδερφος  από το ψυχιατρείο που όλα τα ήξερε...κι αν δεν  ήξερε ρώταγε...Πολλά και απο τα πολλά τα πιο πολλά αδιάκριτα..." Το όνομά σας;" ρώτησα..." Σταυρούλα " μου είπε η παπαδιά..." Σταυρούλα, αλλά την παπαδιά ποτέ δεν τη λέμε με τ' όνομά της" παρενέβη ο ξάδερφος..." μόνο πρεσβυτέρα"..." Σταυρούλα από που είσαι;"..." Απ' εδώ...από τη Χώρα...του..." δε θυμάμαι ποιό σόι μου είπε...και αμέσως.." Εσύ;"..."Της  Σοφιάς" ... "Συγγενής;"... "Αδερφή του Θανάση ...του πατέρα του Δημήτρη"... "Δε σε ξέρω παιδάκι μου"..." Παππά τη Σοφία την αδερφή του ΚιτσοΘανάση την ήξερες;  Γυιός της είναι..."... " Ε δεν την ήξερα; Σπίτι μας στεφανώθηκε" ...Σπίτι τους....και γιατί όχι στην εκκλησιά; σκέφτηκα...Φτώχεια...Πολλή φτώχεια...Μέσα στον πόλεμο...Πάλι καλά...Περίμενα μέχρι που ένας από τους τρεις παρακαθήμενους παππάδες, σηκώθηκε και έκανε την προσευχή του απόδειπνου...Χαιρέτησα εγκάρδια και έφυγα...Συντροφιά μου ένας κόμπος... Δε μ' αφηνε να καταπιώ την πίκρα μου...

Αργά το ίδιο βράδυ, στο σπίτι στο χωριό,  βγήκα στην αυλή...Αγνάντευα πέρα μακριά τους χαμηλούς λόφους, κατά το Μαίναλο....Πάνω τους  θρακοβολιές , σμάρια φλογίτσες, κάποια χωριά  της Γορτυνίας...Τα θυμάμαι με τα παλιά τους ονόματα...Ρένεσι, Μπέχρου, Πυρρί, πιο πάνω  "του Παλούμπα" , χωριό των Πλαπουταίων...του Δημήτρη... Παράξενα ονόματα... Πάνε χρόνια που έχω πεισθεί πως τα τοπωνύμια είναι γλωσσικά απολιθώματα που μας έρχονται από μακριά..από τα σκοτάδια της γλώσσας μας και του χρόνου...κι είναι κάποιες φορές που με  πλακώνουν εικόνες....Απ'  όταν ήμουνα παιδί...Μένω να στέκω ακούνητος... Μνήμες ασήκωτες πέτρες...

ΛΥΚΟΥΡΕΣΙ  20/3/2013

ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ...

(Το έγραψα με αφορμή ένα σχόλιο της Λυράνθης)

 

Είναι η αγάπη που γεννά κάθε μεγάλο πόθο

όσα γλυκαίνουν τη ζωή και στην καρδιά μου νοιώθω

 

Λένε πως θα ‘ρθει μιαν αυγή να διώξει τα σκοτάδια

το γκρίζο πέπλο της ψυχής με δυο ζεστά σου χάδια

Λένε οι αλαφροϊσκιωτοι πληγές έχεις σαράντα
Γι’ αυτό και μόνη περπατάς και μόνη σου είσαι πάντα…

Λένε πως βρήκες αγκαλιά την αγκαλιά των στίχων
Μ’ εμπιστοσύνη ακούμπησες στις ομορφιές των ήχων

Λένε τις νύχτες πως γυρνάς σε ρέματα και λόγγους
κι όσοι σε δουν βουβαίνονται και με καημούς και βόγγους

αφού λόγια δεν έχουνε, φωνή να σε ιστορίσουν
παίρνουνε γη παίρνουν φωτιά για να σε ζωγραφίσουν

Μια Λάμια μια πανέμορφη και νεραϊδογεννημένη
Φέγγεις τα δάσα των βουνών απ’ το νερό βγαλμένη…

Και παίρνουν απ ‘ τη λάμψη σου και βάφουν τα φεγγάρια
απ’ τα νερά σου πίνει η γη και βγάζει νια χορτάρια

Και βάφει η γ’ άκρη τ’ έρωτα και μέσα της η αγάπη
και τρέμει κι η καρδούλα μου μη τύχει και σε χάσει

Λένε ακόμη όσοι έτυχαν να περπατούν τα βράδυα
σε ρέματα και σε στενά βαθύισκιωτα λαγκάδια

Αν έρθω νύχτα να σε δώ, να σε συναπαντήσω
να μη κοιτώ κατάματα και να μη σου μιλήσω

μη θαμπωθούν τα μάτια μου χάσω τα λογικά μου
απ’ την περίσσια σου ομορφιά τα λόγια τα δικά μου

μη μαρμαρώσουν μέσα μου κι ήχο ξανά δε βρούνε
όσα η καρδιά θέλει να πει και δε θα ειπωθούνε

Μόνο να βρω τρόπο καλό , λόγο να σε σιμώσω
και με φιλί και με χορό μαζί σου ν’ ανταμώσω

κι όταν τελειώσει ο χορός και πάψει το τραγούδι
να πάρω το μαντήλι σου κι από τη γη λουλούδι

και να το δέσω μέσα του και μέσα στην καρδιά μου
αν θέλω για παντοτινά να είσαι συ δικιά μου…

ΑΘΗΝΑ 31/3/2013