Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

ΛΑΜΠΙΌΝΙΑ

Πολύ το τεχνητό φως...
και η χαρά μεσοπέλαγη ξέρα...
την κλείνει θάλασσα δυστυχίας...
τη μαστιγώνει μνησιπήμων άνεμος..

ΒΑΣΙΛΆΚΙ 7/12/2018

17 ΝΟΈΒΡΗ

Για μια ελευθερία που πριν έρθει
φάνταζε τόσο πλατιά ..
Στένεψε πάλι το όνειρο…
Κάθε 17 Νοέμβρη
θέλω να θυμάμαι ονόματα…
Είναι χρέος να θυμάμαι ονόματα
Για να
αλληλέγγυα η καρδιά μου
τουφεκίζεται …..
ΒΑΣΙΛΑΚΙ 17/11/2018

ΚΕΝΌΔΟΞΟΝ

Εφτά παπάδες άκουσα πως ήταν…
Και ο μητροπολίτης
Που! Στο ξόδι το δικό σου… !
Εσένα που χλεύαζες παράτες
και ματαιοδοξίες και άλλα τέτοια
κούφια,
όπως στολισμούς και χορωδίες
και ψαλτάδες απ΄ την πόλη…
Τίποτα από σένα δεν θυμίζαν…
Από την φιλοσοφία σου
από την απλότητα που είχες στη ζωή σου
Η μόνη αλήθεια η μάννα σου…
Στα πόδια σου ριγμένη ρημαγμένη
Θυμήθηκα βρε φίλε
μικρό παιδί ΄κείνα τα χρόνια
του αμερικάνου του Βλάμη την κηδεία
με επισημότητες
και την φιλαρμονική του Πύργου…
Θαμπωθήκαμε δε λέω όλοι στο χωριό
με τέτοιες τιμές και τόσα λούσια…
Τα είχε όλα ο ίδιος ο Βλάμης παραγγείλει
και οργανώσει είπαν
Την πομπή τη Φιλαρμονική τις λεπτομέρειες
Και ας ήταν ο μόνος που δεν τα άκουγε
και δεν τα είδε….
ΑΘΗΝΑ 12/11/2018

Ο κυρ Σπύρος

Και ήταν δίπλα στο κρεβάτι του Ανάλατου το κρεβάτι του κύρ Σπύρου, κοντά στα 90 ο κύρ Σπύρος. Και ήταν η μέρα που ο κύρ Σπύρος θα έπαιρνε εξιτήριο…. Από νωρίς κούτσα κούτσα συμμάζεψε τα μπογαλάκια του τα ακούμπησε στο κομοδίνο και περίμενε… Όχι πως είχε και καμιά ιδιαίτερη αίσθηση του χρόνου…. Τέσσερις το πρωί ξυπνούσε και με την τρεμουλιάρικη φωνή του ρώταγε ή αναρωτιότατανε… «ακόμη να φέρουν το γάλα;» … Ο Ανάλατος , όσο πιο στωικά μπορούσε του εξηγούσε… « είναι νωρίς ακόμη… κοιμήσου» και ο κυρ Σπύρος ξανακοιμόταν…. Έτσι φτάσαμε στο μεσημέρι της μέρας που θα γύρναγε σπίτι του και την ώρα που έφεραν το μεσημεριανό ήρθε και η σύζυγος του Σπύρου λίγο πάνω από τα ογδόντα θα έπρεπε να είναι… « Σπύρο ανασηκώσου να σε ταϊσω τη σούπα σου… «Μπορώ και μόνος μου» αντριεύτηκε ο Σπύρος… Για λόγους που μόνο αυτός ήξερε κατέβηκε από το κρεβάτι αργά αργά αλλά από την αντίθετη πλευρά από εκείνη που ήταν ο δίσκος με το φαγητό… Έψαξε τις παντόφλες του, ακούμπησε στο αναπηρικό μπαστούνι του και κίνησε να κάνει τον γύρω του κρεβατιού….
Ο Ανάλατος δίπλα πρόσεξε πως ο δίσκος με το φαγητό δεν «πατούσε» καλά πάνω στο κομοδίνο και είπε «μήπως θα ήταν καλύτερα να βάλετε το δίσκο επάνω στο κρεβάτι και ο κύριος Σπύρος να καθίσει στην καρέκλα να φάει;» … Ή δεν τον άκουσαν ή δεν του έδωσαν σημασία… Πάει ο Σπύρος να κάτσει στο κρεβάτι , παραπατάει και πέφτοντας χτυπάει το δίσκο… έπεσε ο Σπύρος στο μαξιλάρι και η πιο πολλή σούπα χύθηκε τον ώμο του και από εκεί στην δεξιά του μασχάλη…. Κάτι πήγε να πει μα έμεινε στη μέση και κουκούβισε σαν παιδάκι μην το μαλώσουν… Η σύζυγός του χωρίς να πει κουβέντα μάζεψε με το κουτάλι κα γύρισε με προσοχή το ρύζι από το κρεβάτι και τον Σπύρο στο πιάτο…. Και μόνο τότε είπε…
« Έλα Σπύρο μου…. Φάε τη σουπίτσα σου»
 «σημειώσεις» νοσηλείας

ΑΘΗΝΑ 10/11/2018

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

ΦΘΙΝΌΠΩΡΟ

Τρέχει η ελπίδα
πίσω από 'να πεσμένο φύλλο...
Να το προφτάσει,
πριν γίνει σκόνη
Αναπολώ τα παλιά πρωτοβρόχια
Τη μυρωδιά από νερό και χώμα
που φέρνει τέτοιο καιρό η νοσταλγία
Είναι τα χρόνια μου
το ταπεινό μου σπίτι
και οι χειμώνες που άντεξα
Και ο κρυφός μου φόβος
αν θα προκάνω την Άνοιξη

ΒΑΣΙΛΆΚΙ  23/9/2018

ΤΟΥ ΠΡΩΪΟΎ

Λεπτή με ίσια καστανά μαλλιά
πλατύ χαμόγελο και νάζι
ήρθες και ξάπλωσες στο δάπεδο μπροστά μου
γερμένη ελαφρά
και στηριγμενη στο αριστερό σου χέρι
Αντίθετα με μένα,
διόλου δεν σ’ ένοιαζε ο κόσμος γύρω
Πέρασα το αριστερό μου χέρι
με συστολή σαν να σε κρύψω
και αγκάλιασα τη μέση σου
Έτσι σκυμμένος πέρασα τα χείλη μου
αγγίζοντας τα απαλά
πάνω απ’ τα δικά σου…
Τη δεύτερη φορά περισσότερο
μέχρι που πήρα πρώτα το πάνω
ανάμεσα στα δυό δικά μου
ύστερα το κάτω και ύστερα
άνοιξες απαλά το στόμα σου
να περάσει η γλώσσα μου
τόσο όσο βρέχουμε το στόμα με βαμβάκι
Μα πριν γεμίσει το φιλί
σε τύλιξε και χάθηκες μέσα στο φως του ο ήλιος
… κι έγινες ξύπνημα και γεύση βαμβακιού
και νοτισμένη αγάπη
Στις άκρες απ’ τα χείλη μου άφησες ξόμπλια
κλωστές και άλλα υφάδια του έρωτα…
ΒΑΣΙΛΆΚΙ 22/9/2018

ΑΙΣΘΗΣΙΑΚΌΝ

Στο στόμα σου
τα λόγια ρόδια κόκκινα
σπάνε στα δόντια σου
Ανασαίνεις!
Μήλα δυο τα στήθη σου
και μελωδούν ταχύπνοιες
Ω! χέρι μες τη φυλλωσιά…
Φιλί χυμός ροδιού
κρασί του μήλου
κυλάς και φτιάχνεις
μικρή λιμνούλα του αφαλού
Ω! υπογάστριο
Κάτω από την άχνα των χειλιών
συσπάσαι και συστρέφεσαι
άγγιγμα χνούδι φύλου αλαφρύ
χάδι ανέμου
Σπλάχνα
σύγκρυο ρυάκι στεναγμών
σώμα που δόθηκε
σώμα που καίγεται
σώμα που λύνεται
Ότι συ ει ο έρωτας
Ως εκδίκηση σωμάτων φθαρτών
τον Θάνατο πολεμήσασα
τον Θάνατο καταργήσασα
την απειροελάχιστη στιγμή
που η σπίθα στα σωθικά
γιγαντώνεται και εκρήγνυται
Ότι σου εστίν ο έρωτας
Έκλυτη δικαιοσύνη πόθων ανομολόγητων
ΑΘΗΝΑ 18/9/2018

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

ΚΑΤΆΝΥΞΗ

Στου Βουνού την κορυφή
στην πέτρα πάνω
ρίγος της ανεμπόδιστης ματιάς
το δέος της ελάχιστης απόστασης
από το Υπέρτατο
στο ύστατο χαράκι του παγωμένου αέρα
η καρδιά απαλλαγμένη απ' το βάρος της
Στην Κορυφή του βουνού
στην ακρότατη του κόσμου πέτρα

ο  Άνθρωπος

Ως εμεγαλύνθη στα έργα Του η ψυχή
η Ελευθερία ως η Πλατυτέρα των συναισθημάτων..
ΑΘΗΝΑ 13/9/2018

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

ΑΝΤΡΈΑΣ

"Ο πατέρας μας μικρουλάκια ήμασταν που πέθανε..
κι η μάννα μας μας απαράτηκε..."
Κι ήταν ο λόγος του σιωπές και λόγια λίγα
μέσα σε παύσεις πολλές,
τις σπάνιες φορές που παρακινιόταν να μιλήσει
για τα βάσανά του...
Πολλές παύσεις
Σαν τους πόνους και τη σκληράδα που σύναξε
στα ενενήντα τέσσερα χρόνια της ζωής του
το παιδί που δε γνώρισε γονιό...
που δεν θυμόταν να το χάιδεψε η μάννα του
"Εμένα με μια λούρα με διώχνανε... κι ας έβρεχε όξω...
Με ένα φουστανάκι αντί για παντελόνι με είχαν...
Λούτσα τις πιο πολλές φορές και ξυπόλυτος
φύλαγα ξένα πρόβατα...
Άναβα φωτιά πίσω από κανένα σκίντο
να απαγγιάσω..."
Και βούρκωνε που ανέβαιναν με μιας στα μάτια του
-σαν για να αλαφρώσουν πρόσκαιρα
την καρδιά- όλα του τα παράπονα...
ΒΑΣΙΛΆΚΙ 4/9/2018

ΤΟΎ ΆΗ ΓΙΏΡΓΗ ΤΩΝ ΤΣΙΓΓΆΝΩΝ

Εσύ από δω μου είπε συνωμοτικά
μόνο που φοβήθηκα αν και έβλεπα τους άλλους
μέσα από τις γρίλιες στον δίπλα χώρο
σε μακριές ουρές κι εγώ μόνος
-Που θες να πας;
και τα χέρια μου «είδαν» μέσα στις τσέπες
που δεν είχα ταυτότητα ούτε διαβατήριο
ούτε άλλο δημόσιο έγγραφο με τ’ όνομά μου
και είπα
- Η Ιωάννα, είμαι με την Ιωάννα
και δεν ήθελα να την χάσω,
δεν ήθελα να την χάσω
και η αίσθησή μου ήταν πως μας καταγράφουν
σαν τότε που βγαίναμε καραβιές
στη νήσο Ellis και μας ξεχώριζαν
από εδώ οι ικανοί και έμεναν
από εκεί οι ανίκανοι για δουλειά
και μας έβαζαν πάλι στα καράβια
για την επιστροφή της απόγνωσης
και πως να γυρίσεις και με πόση ντροπή
που από σένα περίμεναν πίσω
σε μια εξαθλιωμένη πατρίδα
πόσες ελπίδες στράφι της φαμίλιας στο χωριό
Θέλω να πάω στην Αυστραλία
και ερχόταν από μακριά η Ιωάννα
με μπουφάν τζιν και ριχτά τα μαύρα μαλλιά της
και αναθάρρησα που την είδα
και χαμογέλασα ανακουφισμένος
και όμως είπε «δεν θέλω»
και βρέθηκα να ζητώ από γραφείο σε γραφείο
κάποια απόδειξη της ύπαρξής μου
και περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου κόσμος
που δεν προλάβαινα να ρωτήσω
που δεν προλάβαινα να δω μόνο πως ήταν τσιγγάνοι
και ήθελα να ακουμπήσω τον κένσορα -
καθώς περνούσαν σαν ειδήσεις σε τρέιλερ οι άνθρωποι-
στη λέξη Ederlezi να την κάνω να σταθεί
να ακούσω το τραγούδι του ματωμένου πόνου
το τραγούδι της ματωμένης Άνοιξης
της ματωμένης Αγάπης
Της ξενιτιάς στις αξενίτευτες καρδιές
των ερώτων, που δεν αντάμωσαν...
ΒΑΣΙΛΑΚΙ 2/9/2018

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΊΑ

Στόμα δαμάσκηνο
και ροζ μωρού τα χείλη
και μωβ, φιλιού που ανθεί, βιολέτας…
Όνομα μόνο κόκκινο
και τραγανό που σπάει στα δόντια
χυμός ηδονή του ουρανίσκου
και γλώσσας που συστρέφεται
αποζητώντας απολαύσεις
και γλυκασμούς
του έρωτα…
Γερμένη, οπτασία αλμυρή
και διάφανη, πάντα στο πλάι
σε μια οξώπετρα της Μήλου άσπρη
σμιλεμένη από νερό και από άνεμο
και ήλιο πολύ το καλοκαίρι εκείνο
στα μαλλιά σου
να βγαίνει από τη θάλασσα και να λοξοπατάει
σαν κάβουρας ο πόθος το λεπτό
κορμί σου
Όπως, άλλες φορές, στις πλάκες πάνω
από βαρύ σχιστόλιθο της Μαγνησίας
που κατεβαίνουν ως μέσα στα νερά
που σε αγκαλιάζουν
στην ίδια πάντα θέση στο πλάι ακουμπισμένη
με στήθη και κορμί αφημένα στα χάδια των κυμάτων
να χαμογελάς όμορφη
που δεν γίνεται άλλο
Μυστηριώδης
Καθώς τότε ντυμένη με λευκό πουκάμσο
στη μέση δεμένο κόμπο
πάνω από τον αφαλό σου
και πάνω από το τζίν με νάζι
και πόδια σταυρωτά
και με αίνιγμα στα μάτια
και με ψηλές άσπρες γόβες
και τα μαλλιά να πέφτουνε μπροστά
να δείχνεις τόσο πολύ ανεξάρτητη και λεύτερη
και τόσο πολύ τριγυρισμένη από πόθους ανδρών
και επιθυμίες τόσο
Μόνη
μιας μελαγχολίας κρυφής
που δεν την αφήνει να φανερωθεί
η ωραιότητα της ύπαρξης σου…
ΒΑΣΙΛΑΚΙ 29/8/2018

ΜΟΥ ΜΙΛΆΣ

Μου μιλάς και από τα στόμα σου
πουλιά φεύγουν τα λόγια σου
φτερουγώντας γύρω από το πρόσωπό σου…
Και ανεξάρτητα, κάθε φορά, το θέμα
εκστασιασμένος χάνομαι να κοιτώ τα χείλη σου
έτσι να μιλούν, έτσι να κινούνται..
Να αναψοκοκκινίζουν τα επιχειρήματα στα μάγουλα σου
Να καίνε να σπινθηροβολούν
να με ρωτούν τα μάτια σου…
Κι όλο ναι να τους λέω χωρίς να ακούω…
Μόνο παίρνω τα λόγια σου,
εικόνες τα μαλλιά σου, τα χείλη, τα μάτια σου
και φτιάχνω
Χάδια , φιλιά, γυμνά κορμιά
γλυπτά συμπλέγματα πόθων και στεναγμών
και υπογάστρια κάτω από βαριές ανάσες
και ψίθυρους υγρούς εφηβαίων…..
Τα λόγια σου υπαινιγμοί αόριστων όλως διεγερτικών
ερωτικών υποσχέσεων….
ΒΑΣΙΛΑΚΙ 27/8/2018

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΆΣ

Θέλω Παναγιά μου, σήμερα, να μιλήσω για σένα
Να μιλήσω με σένα…
Κι όλο μπερδεύεται στα λόγια μου η δική μου μάννα
Τότε, στα μικρά μου χρόνια, που μ’ εμπιστευόταν
στην έννοια σου,
κι έβγαινε να κάνει τις δουλειές της...
Τότε που σε παρακαλούσε με δάκρυα
- τα δάκρυα λένε σε συγκινούν, πώς να ξεχάσεις… -
ύστατή της ελπίδα
τις ώρες της αβάσταχτης απόγνωσης…
Την θυμάμαι ακόμη, Παναγιά μου,
- κι ας κόντευε πια σαράντα χρόνια πεθαμένη-
τις κρίσιμες για τη ζωή μου ώρες
γονατιστή να σέρνεται από τον χιτώνα σου
και να παρακαλάει
κι ήταν το παρακαλετό της κλάμα και σπαραγμός
επειδή, Παναγιά μου, είναι η κάθε μάννα Εσύ
κάτω από το δικό της σταυρό
και βλέπει στο δικό σου παιδί
τα παιδιά τα δικά της…

ΒΑΣΙΛΆΚΙ 15/8/2018

ΠΕΊΣΜΩΝ ΈΡΩΣ

Έκλεινε τα μάτια του και έμενε να την βλέπει
όπως ήθελε να ήταν,
μικρή στα άγουρά της χρόνια...
Πάντα, την ώρα που έφευγε
το τελευταίο βραδινό φως,
την αγκάλιαζε και της έβγαζε αργά
όλα της τα ρούχα,
την έπαιρνε και την απίθωνε απαλά
στην ακροποταμιά δίπλα στις ιτιές
στις ακροθαλασσιές κάτω απ' τα αρμυρίκια...
Όμως, με μια κίνηση δυσανεξίας,
"μας βλέπουν" του έλεγε
- Μα ποιός; ρωτούσε
- Ποιός... τόσα αστέρια κοιτάνε...
Και σηκωνόταν
μάζευε τα ρούχα της και χανόταν
γυμνό φως μέσα στο φως της νύχτας...
Έμενε με τα βλέφαρα κλειστά
με τα χάδια, τα φιλιά του μετέωρα
με όσα πόθο σύναζε στην καρδιά του
η σύστολή της…
Άνοιγε τα μάτια του και την αγκάλιαζε τρυφερά
έτσι που κοιμόταν δίπλα του,
ηλικιωμένοι και οι δυό τους πια,
και μετέθετε κάθε φορά
το όνειρό του στην επόμενη νύχτα...
ΒΑΣΙΛΆΚΙ 12/8/2018

Τρίτη 7 Αυγούστου 2018

ΤΑΥΤΌΤΗΤΑ

Κι αν η ψυχή μας, εδώ, δεν ανατάσσεται
στου Αιγαίου το λευκό και γαλάζιο
είναι γιατί γεννήθηκε πράσινη...
Στο δικό της απέραντο των πεύκων και των βελανιδιών
κι έμαθε να γαληνεύει κάτω από βαθυϊσκιωτα πλατάνια...
Να σκύβει και να δροσίζεται σε ρέματα
και βρύσες που κελαρύζουνε στα πλάγια...
Εμάς η ψυχή μας φτάνει στη θάλασσα
κυλώντας μαζί με αλφικά ποτάμια...
Ποτάμια της άσπρης πέτρας
με στραφταλένια νερά σμαράγδια
και με μια γλώσσα που σμιλεύτηκε χιλιάδες χρόνια
όπως τα ολοκάθαρα χοντρά χαλίκια των κοιλάδων μας
και φτάνει πέρα μακριά
και πέρα βαθιά μέσα στη θάλασσα...
Ακρώρεια, Λασιών, Αλίφειρα
Ερύμανθος, Αλφειός, Αρέθουσα
τόποι και Θεοί και νύμφες
σε παθιασμένα νοερά συμπλέγματα πόθων
Ότι οι ψυχές μας πολύ ηράσθησαν το κάλλος...
ΒΑΣΙΛΆΚΙ 6/8/2018

Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

ΕΡΩΤΙΚΌ ΤΟΥ ΑΥΓΟΎΣΤΟΥ

Μου πρόσφερες σταφύλι..
Μεγάλες σκούρες ρώγες δυό
τις κράτησες στα δόντια σου
στόμα με στόμα να ΄ρθω
για να τις πάρω
κι όταν τα χείλη μου αγγίξαν τα δικά σου
τα δόντια σου τις ρώγες 'σπάσαν αλαφρά...
Έτρεξε ο μούστος στο πηγούνι σου
-κόκκινο του έρωτα λακκάκι υγρό-
κύλισε στο λαιμό σου
Μεγάλες σκούρες ρώγες δυό
τις κράτησα στο στόμα μου...
Ανασεμιές βαθιές και ρίγη δυό
απ' άκρη σ'άκρη του κορμιού
κινήσαν απ' τα στήθη σου
Μεγάλες ρώγες... σκούρες...δυό
γεύση σταφυλιού πηχτή
οι δυο καρδιές μας σαν ηρέμησαν...
ΒΑΣΙΛΆΚΙ 4/8/2018

ΜΙΚΡΌ ΕΡΩΤΙΚΌ

Τα χείλη σου...
Θάμπος φωνής και θάμβος πόθου...
Ανέβασέ με στο φιλί σου...
Να αλαφρύνει το βάρος της καρδιάς ...

ΒΑΣΙΛΆΚΙ 2/8/2018

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2018

ΤΟΥ ΠΌΝΟΥ

«Μην είδατε μωρέ μην είδατε;»
- Κι αν είδαμε τι να σου πούμε μαύρη μάννα…
Πόνε καημέ αηδόνια δυό στο στήθος της
τα νύχια σου βαθιά της…
«Μην είδατε μωρέ μην είδατε;»
-Και που είδαμε πώς να σου πούμε μαύρη μάννα…
Στη μαύρη πέτρα καθισμένη
Πόνε καημέ μαύρο λιθάρι
το στήθος της πλακώνεις…
«Μην είδατε μωρέ μην είδατε;»
-Είδαμε και παράειδαμε … πως να σου πούμε μαύρη μάννα..
Στο βράχο απάνω , αγνάντιο η θάλασσα
Πόνε καημέ θηλιά μιλιάς, αγχόνη...
Δόλια μάννα…..

ΑΘΗΝΑ 29/7/2018

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018

ΤΟΎΤΟΣ Ο ΤΌΠΟΣ

Τούτος ο τόπος…
Τ’ ακρογιάλια και τα βουνά
οι λόγγοι και τα ρέματα
κι όλες του οι στεριές και οι θάλασσες
Και η Ιστορία του…
Ως απόηχος γεγονότων πιο κοντινών
και μακρινών μύθων
φτάνει μέχρι τους ανθρώπους του
ως αίσθηση παρά ως γνώση,
όπως λέμε «κάπου άκουσα»
χωρίς πιότερα τι και πως και πότε
όμως η αίσθηση είναι έντονη
και ντύνει τις μνήμες σαν δέρμα…
Μνήμες και μνήματα
σε κοιμητήρια ταπεινά
και χωριά ξεχασμένα
και σε χαλάσματα
που σπάραξαν οι αγριοσυκιές
Τούτος ο τόπος
μνήμες και μνήματα
και γριές γυναίκες,
πέρασαν τα χρόνια
έχασα τα πρόσωπά τους
αλλά σαν να τις βλέπω
μέσα στα μαύρα τσεμπέρια τους
και τις μαύρες φτωχές ρόμπες τους
στεγνές από χαρά
σε ένα πένθος ατέλειωτο
όσο κρατεί η ζωή τους….
Τούτος ο τόπος…
ταξιδεύει από καρδιά σε καρδιά
ανάβοντας καρδιά από καρδιά
πέτρα από πέτρα
Σκληρή γη
πόσα αίματα
και πόνοι και βάσανα
Στεκόμαστε όρθιοι
κρατημένοι από το φιλότιμο
ταγμένοι να υπερασπιζόμαστε
άγονα χώματα και κόκκαλα ιερά
παντού κόκκαλα και τόποι μαρτυρίου
και θυσιαστήρια
και πέτρες παλιές
και αρχαία μάρμαρα που μας κληρονομήθηκαν
και που τα νοιώθουμε σαν χρέος
και που όλα όσα είπα
και άλλα περισσότερα που δεν είπα
κάνουν εμάς και την συνείδησή μας….
ΒΑΣΙΛΆΚΙ 11/7/2018

ΤΟΥ ΆΗΧΟΥ ΚΌΣΜΟΥ

Στις ώρες της μεγάλης μοναξιάς
σε τούτο τον παράμερο τόπο
συνυπάρχω πολλές φορές στην αγορά
με τον μουγγό….
Μου μιλάει με τον τρόπο που έχει
να εξηγεί να διηγείται
και το βλέπω περιμένει
την γνώμη μου…
Αγωνιώ να εννοήσω έστω το θέμα,
μιμούμαι τις χειρονομίες του
με κοιτάζει, τότε, παράξενα
έτσι που καταλαβαίνω
πως τα νεύματα των χεριών μου
και του προσώπου μου
του λένε ασυναρτησίες…
Τις περισσότερες φορές απομακρύνεται
απογοητευμένος…
Κάποιες άλλες, ελάχιστες,
παίρνει χαρτί και μολύβι
γράφει, μου τείνει το χαρτί να διαβάσω
συναινώ σκύβοντας καταφατικά το κεφάλι…
γίνεται όλος μια μεγάλη χαρά
που επιτέλους κατάλαβα…
Είναι τότε που η δική μου απογοήτευση μεγαλώνει
που υπολείπομαι σε εκφραστικά μέσα …
που αποδεικνύομαι αδέξιος …
Θυμάμαι τότε, παλιά, την Σταυρούλα,
κάπου στα δεκαοχτώ της χρόνια,
τρόφιμο σε ίδρυμα κωφαλάλων
που σε κάποιες από τις εξόδους της
περνούσε από το μαγαζί που δούλευα…
Την έντονη θηλυκότητά της
την επιδεξιότητα που είχαν τα δάκτυλά της
να παραστήσουν το φιόγκο στο πουκάμισο
το φερμουάρ, τα κουμπιά
το σκίσιμο της φούστας πίσω ή στο πλάι…
Το πρόσωπό της…
Ικανό να εκφράσει τη χαρά την λαχτάρα
τη θέληση
την ευγένεια των συναισθημάτων της
την τρυφεράδα της ψυχής της
Και είχαν οι τρόποι της
διακριτικά υπονοούμενο ερωτισμό
λεπτότητα και καλαισθησία…
Τόσο θελκτική, τόσο βαθιά
τόσο πολύ γυναίκα…..

ΒΑΣΙΛΆΚΙ    5/7/2018

Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

ΜΙΚΡΌ ΕΡΩΤΙΚΌ

-Αγάπη;
-Εεεεεεεε
-Τίποτα
Και ήταν αυτό το τίποτα ικανοποίηση...
Και φως στο πρόσωπό του...

ΒΑΣΙΛΆΚΙ 22/6/2018

Σάββατο 9 Ιουνίου 2018

ΧΑΡΑΚΙΈΣ

Είναι ανάγκη κάποιων ανθρώπων
να σημαδεύουν το πέρασμά τους…
Μια καρδιά στον κορμό ενός δέντρου
δυο γράμματα αρχικά ονομάτων
Μικρά ονόματα χαραγμένα στον βράχο
να τα χτυπάνε τα κύματα…
Ποτέ δεν την ένοιωσα…
Ποιοι να τα δουν
και τι να καταλάβουν…
Ποιος Ντίνος ποια Μάρθα
Αντιλαμβάνομαι τούτες τις χαρακιές
σαν αποτυπώματα
μιας αγωνίας έκφρασης,
«πέρασα και εγώ από δω»
σαν το άλλο πρόσωπο
μιας επίμονης ματαιοδοξίας…
Όπως εκείνης των κοιμητηρίων…
Ονόματα , ημερομηνίες γεννήσεων
οριστικές αναχωρήσεις,
μικρά ποιήματα, αδύναμα
να χωρέσουν το βαρύ συναίσθημα…
Να χωρέσει η ψυχή σε λίγες χαρακιές…
Όπως όταν σε στιγμές σκοτεινής απελπισιάς
ο άνθρωπος εμπιστεύτηκε ένα σουγιά
ένα κουτάλι, τα νύχια του…
να φτιάξει λαγούμι
να φτάσει πάλι στο φως…
Σε τέτοιες αδιέξοδες στιγμές
μνημονεύω τον Αλέκο…
Το χαρτί από μια γάζα ,
ένα σπίρτο, το αίμα του…
Τι να προλάβεις να γράψεις με το αίμα…
Πήζει…. Ένα γράμμα; Δύο;
Τούτο το ένα γράμμα …τα δύο…
Η ανάγκη για ζωή..
Το Μέγα ποίημα…
ΒΑΣΙΛΑΚΙ 8/6/2018

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

ΕΊΠΕ...

«Γράφω ποίημα σημαίνει
αποφλοιώνω το ψέμα
μέχρι να αποκαλυφθεί 
ως το μεδούλι της η αλήθεια…
Είναι μια διαδικασία
επίπονη όμοια με το να γυμνώνεις
μεμβράνη μεμβράνη
τις λεπτές και διάφανες στρώσεις κρεμμυδιού…
Το ψέμα είναι ντυμένο
φανταχτερά λόγια
λέξεις που θαμπώνουν…
Κρύβεται σε κάθε πιθανή πτυχή
της επιτηδευμένης έκφρασης …

Προπαντός μην υποκύψεις
και φανείς αδύναμος να αφαιρέσεις
τα κάθε είδους επιχρίσματα
νάρκισσης ομορφιάς
Να υποπτεύεσαι τα πολλά
«καλολογικά στοιχεία»…
Να αποζητάς τα δύσβατα
Μην αφεθείς ποτέ στο εύκολο
Το ποίημα οφείλει
να έχει επίπεδα
Το βάθος, την πύκνωση
του παλίμψηστου λόγου
Επιδίωξή του να είναι
το αναίτιο ρίγος…
Η συγκίνηση,
όπως όταν ανασκαπτόμενο τοπίο,
αφήνει να βγουν στην επιφάνεια
έργα και μορφές και λόγια
χαραγμένα στο μάρμαρο
Το ποίημα να πονά να πασχίζει…
Ως φλόγα να πειράται την αποκατάσταση
του αρχέγονου της γλώσσας κάλλους»
Είπε…. και με την παραίνεση
«να τα γράψεις» εχάθη
όπως είχε εμφανιστεί,
ως φωνή και ως αίσθηση παρουσίας,
ο ποιητής των ποιητών….
ΒΑΣΙΛΑΚΙ 6/6/2018

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018

ΕΔΏ ΣΤΟ FACEBOOK

Εδώ στο facebook…
Ήθελα, όπως και στη ζωή,
να είμαι ο εαυτός μου…
Δεν τα κατάφερα
Έβαλα “ μου αρέσει” σε πράγματα
που δεν μου άρεσαν
Προσπέρασα απόψεις
και θέσεις προσβλητικές
για την ανθρώπινη υπόσταση
χωρίς να αντιδράσω…
Από ευγένεια
…Και ένοιωθα σε διάσταση με μένα
κάθε φορά που απόσωνα
τους υπερθετικούς για ρήσεις
και στίχους και λόγια ασήμαντα
Ναι, ναι, κρίνοντας με δίκαια,
μα με την οφειλόμενη αυστηρότητα,
συνέβαλλα με την ανοχή μου
στην επικυριαρχία του μετρίου…
Ίσως και με τις αναρτήσεις μου…
Είπα «μου αρέσει»
σε ομάδες και σελίδες
που δε μου άρεσαν
Ψήφισα βιβλία που δεν είχα διαβάσει
ποιήματα που δεν άξιζαν
σε διαγωνισμούς αδιάφορους
Μόνο επειδή μου το ζήτησαν
Ικανοποιώντας θέλω άλλων
βρέθηκα να χάνω εμένα
Να ολισθαίνω σε δρόμους
και κολακείες και αβροφροσύνες
που δεν είμαι εγώ…
Χρωστώ μια συγγνώμη
στους απλούς, σεμνούς και ταπεινούς μου
φίλους και φίλες…
Σε όσους δεν επεφύλαξα την προσοχή
που η διακριτική τους παρουσία εδώ
αξίζει…
ΑΘΗΝΑ 23/5/2018

Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

ΠΡΟΦΗΤΕΊΑ

Και είπεν ο ερμηνευτής των χρησμών
και των οραμάτων….
«Δεν θ’ αργήσει ο καιρός που άνθρωποι
θα κρέμονται και θα πουλιούνται
κρέας στα τσιγκέλια»
Επειδή οι έμποροι των εθνών
διακρίνονται για την απανθρωπιά τους
να βγάνουν διάφορο
από το θάνατο και τη δυστυχία
Επειδή τόσοι πόλεμοι…
Οι αιτίες οι αφορμές τούς είναι αδιάφορες
Αλλά δεν μπορεί τόσο κρέας
να μένει αναξιοποίητο…
Επειδή ανατρέξαν στα κιτάπια τους
και έμαθαν πως οι θύτες τους
αξιοποίησαν τα δικά τους κουφάρια…
Με άκρα τάξη
Εδώ τα παπούτσια, εκεί τα ρούχα
πρώτα να μαζεύονται τα χρυσά
και τα δαχτυλίδια…
Προσοχή στα σφραγισμένα δόντια
είναι λιωμένες λίρες
Κι οι στάχτες απ’ τα κόκκαλά τους
χρησίμευσαν στο στρώσιμο των δρόμων.
Τίποτα μην πάει χαμένο
Και επαλήθευσαν οι έμποροι των εθνών
την αρχαία γνώση…
Πως ο πόλεμος και ο θάνατος και η δυστυχία
είναι λεφτά μέσα σε αίμα…
Και μελέτησαν διεξοδικά τις μεθόδους
και τους τρόπους των θυτών τους.
Και επάξια κατέκτησαν θέση σεβαστή
ανάμεσα στους άλλους παγκόσμιους
μακελάρηδες
και τα κρεοπωλεία τους
Ίνα πληρωθεί ο λόγος του ερμηνευτή
των χρησμών και των οραμάτων….
ΑΘΗΝΑ 15/5/2018

Κυριακή 13 Μαΐου 2018

ΜΙΆ ΣΚΈΨΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΊΗΣΗ

Όπως ο γλύπτης τρώει
το μάρμαρο, το ξύλο
να λευτερώσει
τη μορφή που κρύβουν
μέσα τους,
όπως ο αρχαιολόγος
ανασκάπτει το χώμα....
Έτσι και ο ποιητής
παραμερίζοντας
περίσσεια λόγια
δίνει μορφή
στο ποίημα...

ΑΘΉΝΑ 12/5/2018

ΣΚΈΦΤΟΜΑΙ ΠΩΣ...

Σκέφτομαι πως ...
Την αξιοπρέπεια του κόσμου τούτου...
Σώζουν οι εξαιρέσεις....

ΑΘΉΝΑ 9/5/2018

Τρίτη 17 Απριλίου 2018

ΣΤΟΙΧΕΙΏΝΟΥΝ ΤΟΝ ΝΟΥ ΜΟΥ

Στοιχειώνουν το νου μου λέξεις, όπως
παταλιά, κιώνω, κατακιάζω, πιλάλα, (γ)κλιτσινάρα, αρνάρι
τηλώθηκα, τσιρικώνω, αρτσίδι, στρεκλάω, σιγενικό,
δρούγα, χαράρια, αρμακάς, σκαπέτηκε, στρουμπούλι…
…Και άλλες που κανάκεψαν τα μικρά μου χρόνια
και πια δεν θυμάμαι…
Τις πήρανε μαζί τους τα στόματα
που έκλεισαν για πάντα…
Ίσως να έχει κάπου και η γλώσσα
το δικό της κοιμητήριο…
Να ‘ξερα πού, να μπορώ να πηγαίνω…
Να τους ανάβω κερί και να θυμάμαι….
ΒΑΣΙΛΑΚΙ 17/4/2018
* Μετά από αίτημα απόδοσης των νοημάτων 
παταλιά= ανάσκελα
κιώνω= τελειώνω
κατακιάζω= καταφέρνω να φάω μεγάλη ποσότητα και σε γρήγορο χρόνο
πιλάλα=τρεχάλα
(γ)κλιτσινάρα= ο πίσω τένοντας που κινεί την φτέρνα
αρνάρι= τριβείο που λείαιναν τις οπλές των αλόγων
τηλώνομαι= χορταίνω (τήλος στον Όμηρο η μπουκιά)
τσιρικώνω το άλογο = καλπάζω με το άλογο
αρτσίδι= μούσκεμα
στρεκλάω= παραπατάω (μετά βίας στέκομαι όρθιος μην πέσω)
σιγενικό= το κρύο που δεν αντέχεται... ο δυνατός παγωμένος αέρας...
δρούγα= εξάρτημα της ρόκας
χαράρια = κατασκευή από βέργες ξύλινες και σχοινί για το κουβάλημα του
άχυρου
αρμακάς= σωρός από πέτρες συνήθως σε μια άκρη του αμπελιού
σκαπετάω =εξαφανίζομαι τρέχοντας πίσω από χαμηλή ράχη
στρουμπούλι = στρογγυλή πέτρα λεία από την ποταμιά που χρησίμευε για το
τρίψιμο του αλατιού

STEAL AWAY…

Κάθε που νοιώθω μαύρα γίνομαι μαύρος…
Εμπιστεύομαι το μαύρο της ψυχής μου
στον σκοτεινό ήχο του ηπειρώτικου κλαρίνου
και ο πόνος ανεβαίνει κόμπο κόμπο
σαν ξεριζωμός και ξενιτιά…
Όπως τότε, τη μέρα του μεγάλου πένθους
που αφέθηκα ώρες ολόκληρες
να μου μιλάει ψαλμωδικά ο Σεφέρης
με του Ξυλούρη την βραχνή φωνή…
«Δεν έχει ασφοδύλια, μενεξέδες μήτε υάκινθους
πώς να μιλήσεις με τους πεθαμένους…
οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα την γλώσσα τον λουλουδιών»…
… Και με την καρτερικότητα
του ανθρώπου που δεν έχει ελπίδα
ψιθυρίζω στίχους όπως
«αρμυρή πατρίδα τόπος μου και πάθος»…
Κρεμάω το δάκρυ μου
στα μακρόσυρτα τραγούδια
των σκλάβων του Νότου…
Στα πλήκτρα της τρομπέτας που στενάζει...
Με εκπλειστηριάζουν...
Σκάβω χαντάκια
Δουλεύω στα μπαμπακοχώραφα
και τις φυτείες
Με κυνηγούν με αλυσσοδένουν
με μαστιγώνουν...
Κρατιέμαι από την άκρη μιας προσευχής…
Μου την απαγορεύουν
Την ντύνω με τραγούδια
Το εξουθενωμένο κορμί μου χορεύει
χορεύει χορεύει χορεύει
Τα αφεντικά μου απορούν σαστίζουν
που βρίσκω την δύναμη για τέτοια
παράλογη χαρά
Δεν ακούν την αλληγορία του πόνου…
Γεμίζουμε τις εκκλησίες
Πολλοί πόνοι μαζί γεμίζουμε τις εκκλησίες…
Παραληρούμε κραυγές ύμνους
Κλέβουμε λίγο χρόνο
από τον χρόνο που δεν έχουμε…
Για το σπίτι που δεν έχουμε
Για τον Θεό.. ο μόνος που μας απομένει…
Για την νοσταλγία του μακρινού μας τόπου….
ΑΘΗΝΑ 9/4/2018

ΤΟ ΨΈΜΑ ΈΧΕΙ ΤΟ ΔΙΚΌ ΤΟΥ ΚΎΡΟΣ

Τα πιο αναγνωρίσιμα... των κυνηγών και των ψαράδων... τα πιο συμπαθητικά... των ερωτευμένων... κοινό τους γνώρισμα ...τα πιστεύουν πρώτοι οι ίδιοι... Τα πιο απεχθή... των πολιτικών και των απατεώνων... σου κλέβουν το ΝΑΙ ...
Ψάχνω εκείνες τις δύσκολες αλήθειες που είναι "πιο γοητευτικές και από τα πιο όμορφα ψέματα"...
Σε ένα καφενείο πριν αρκετά χρόνια δυό πολιτικά αντίπαλοι συγχωριανοί κουβεντιάζουν..
Λέει ο ένας... Πόσο είχε βρε το '74 το κρέας και πόσο πήγε μετά επί Παπανδρέου;
Λέει ο άλλος... Επί Αντρέα το κρέας ήταν πιο φθηνό, αυξήθηκε η κατά κεφαλή κατανάλωση κρέατος δεν τα θυμάσαι καλά τα πράγματα...
Στράφηκαν στον καφετζή επιζητώντας την δική του μαρτυρία και ο καθένας την προσωπική του δικαίωση.. "Πόσο είχε Θανάση το κρέας το '74;"..
...και ο "διπλωμάτης" καφετζής που δεν ήθελε να χάσει κανέναν από πελάτη...
"Εγώ το '74 κρέας δεν έφαγα και να με συμπαθάτε"....

ΒΑΣΙΛΆΚΙ 1/4/2018

ΆΤΙΤΛΟΝ

Η Άνοιξη...
Χίλια ρόδια στόματα....

ΒΑΣΙΛΆΚΙ 21/3/2018

ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΆΣ

Ένα κορίτσι
Όλο μάτια
Όλο χαμόγελο
Πως ανοίγει ο καιρός
πως λάμπει
Τι άνθος φως στα μάτια μου…
Φιλιά φωνές της Άνοιξης
φέγγουνε τα μαλλιά του…
Ένα κορίτσι
Όλα τα θηλυκά ονόματα…
Το στόμα του
ο Μάης και ο Αύγουστος,
η θάλασσα και τα βουνά
μ’ όλα τα νερά και όλα τ’ αηδόνια…
Τα χείλη του ήλιοι...
πατρίδες της καρδιάς
στη μέση νύχτα…
ΒΑΣΙΛΑΚΙ 15/3/2018

ΜΙΚΡΉ ΕΙΣΑΓΩΓΉ ΣΕ ΔΙΉΓΗΜΑ

Απόκληρος της ομορφιάς και μόνος, αδικημένη από την Φύση η φτιάξη του, καθόταν στο σκαμνάκι του, από την μέσα μεριά της πόρτας του, στην σκιά να μην φαίνεται, και από εκεί, το χαμόσπιτό του, έβλεπε στον δρόμο τις γυναίκες να περνούν και μαράζωνε.. 
Ήταν μια τυράγνια η ζωή του, οι πνιγμένες πεθυμιές του, κόντευε τριάντα και γυναίκα δεν είχε σιμώσει… Ο πατέρας του με το που τον είδε παράτησε και γυναίκα και παιδί και ούτε ξανά ακούστηκε η εντουρά του… Μόνο η μάννα του τού σίμωνε, όσο ζούσε, και εκείνη πάλι του μίλαγε απότομα, σαν να μην τον ήθελε… « Α ρε κακομοίρη μου... που έφταιξα και βγήκες έτσι… τι αμαρτίες πλήρωσα.. έλα να σου πλύνω το μούτρο να ξεμαγαρίσει μπας και ξεγελάσουμε τον ήλιο και τον κόσμο»… αλλά ούτε τον ήλιο, ούτε τον κόσμο ξεγέλασαν και, με την σκληρότητα που έχουν τα παιδιά, σαν πήγε σχολείο τον απέφευγαν τον χλεύαζαν του έφτυναν κατάμουτρα κουβέντες…. Πως σαν τον Μούργο το σκύλο ήτανε… πως ούτε χελώνα δεν είχε το καμπούριασμά του… πως σαν του βοδιού είχε τα μάτια… Δεν άνεξε… Παράτησε σχολειό και δασκάλους και όλη μέρα γκιζέραγε στα ρέματα ψάχνοντας για καβούρια επειδή και οι μεγαλύτεροι είναι ίδιοι με τα παιδιά έτοιμοι να ειρωνευτούν να κοροϊδέψουν, έτοιμοι να μετρήσουν την δική τους υπεροχή πάνω στην καμπούρα του, όπως κάνουν όταν δοκιμάζουν την εξυπνάδα τους πάνω στην μειωμένη αντίληψη του χαζού… και με τον καιρό χαζό κατάντησαν και τον ίδιο, έτσι αποκομμένος από τον κόσμο που ήταν πως ν’ ακονίσει το μυαλό του..Καμιά φορά τύχαινε να τον πάρουν για καμιά δουλειά… αγγαρεία δηλαδή, όχι τίποτα σπουδαίο και να του έδιναν και καμιά δραχμή… και πάντα λειψή ήταν η πληρωμή του… όλα λειψά… και στο ζύγι και στην ζωή και τα μυαλά του….

ΒΑΣΙΛΆΚΙ 11/3/2018

Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018

«ΌΣΟ ΚΡΑΤΉΣΕΙ Η ΖΩΉ»

Είναι που ένοιωθε τον Θάνατο
από καιρό τώρα
σαν να τον τραβάει από τα πόδια…
τόσο γύρω του τόσο βασανιστικά κοντά του…
«Αποκάναμε να βλέπουμε
τους χωριανούς να φεύγουν»
φίλε Θ. κάποιος του ψιθύρισε
και τι να απαντήσει
τόσοι που φεύγαν
και με συχνότητα που δεν άντεχε
να την σκέφτεται
κι άλλοι που του μιλούσαν ήδη
από την άλλη όχθη…
Όπως ο Γρηγόρης
-πρώτη φορά στην ζωή του που τον έβλεπε
από καιρό άρρωστο
με εκείνο το βλέμμα
που κοιτάει μακριά
και αφηρημένα χωρίς να βλέπει τίποτα-
που ρώτησε
«Εσύ είσαι ο Θ. ο φίλος του Γιώργου;»
και ήταν ο Γιώργος ξάδερφος της γυναίκας
του Γρηγόρη
«Ναι εγώ είμαι» απάντησε αμήχανα ο Θ…
«Δεν τον φοβάμαι το θάνατο» είπε
και κοίταξε τον Θ. ερευνητικά βαθιά μέσα στα μάτια…
«Τι να φοβηθείς» απάντησε, πάλι αμήχανα ο Θ. «σιγά»...
δήθεν αδιάφορα , δήθεν πως είναι ο Θάνατος κάτι ασήμαντο…
Κι έφυγε ο Γρηγόρης κι έφυγε ο Σπύρος
που ήξερε το πρόβλημα του Θ.
και έψαχνε παρηγοριά για το δικό του…
«τι κάνουμε;» ρώτησε με αγωνία κοιτώντας τον Θ.
«Τι κάνουμε Σπύρο… Όσο πάμε φίλε»
και χάθηκε στις σκέψεις του ο Σπύρος
μονολογώντας… «ναι… όσο πάμε»…
και πήγε...
και ακολούθησαν και άλλοι και άλλες και άλλοι
Και μείναμε να μετράμε τις μέρες μας
με κηδείες μνημόσυνα και τρισάγια
και μαζευόμαστε και τα λέμε σε καφέδες πικρούς και μακαρίες….
ΒΑΣΙΛΑΚΙ 5/3/2018

ΤΟΎΤΗ Η ΆΝΟΙΞΗ

Τούτη η Άνοιξη...
Ήρθε και...
-σαν και τις άλλες των δύστοκων χρόνων μας-
μοιάζει με παρατεταμένη αναμονή...
Και μούδιασμα...
Σαν να μην έχουμε
την ελάχιστη πίστη
στις προσδοκίες μας ...
Τούτη την Άνοιξη
τι θα μπορούσε να την αποκαταστήσει....

ΒΑΣΙΛΑΚΙ 3/3/2018

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

ΜΆΣΚΑ

Ανίκανος να υποκριθώ ό,τι τι
έστω κατ’ ελάχιστον
παραιτήθηκα νωρίς
από κάθε φιλοδοξία ηθοποιίας…
Τούτες τις μέρες που το έθιμο
συγχωρεί τις μεταμφιέσεις
άσε με να ντυθώ το πρόσωπό σου
Κι ίσως, όσο θα είμαι εσύ,
μπορέσω να υποδυθώ τον εαυτό μου…
Όσο θα είμαι εσύ…
Ο άριστος, ο ξακουστός
να γίνεσαι πιστευτός σαν να ‘σουν άλλος
και να ξεγελάς τον κόσμο
με λόγια σπουδαιοφανή και ύφος ειλικρίνειας
μάσκα προβαρισμένη ώρες
το ψέμα θέλει κύρος έλεγες
και ικανότητα να μην εντοπίζεται
και να μην είναι αντιληπτό από τους αφελείς
Εμένα…
Όσο θα είμαι εσύ
Κι αν δεν μπορέσω να υποδυθώ τον εαυτό μου
θα μάθω τουλάχιστον πως με γελάν οι τσαρλατάνοι….
ΒΑΣΙΛΑΚΙ 16/2/2018

ΝΑ ΄ΧΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΊΑ

Να ‘τανε λέει να ζήσω πάλι…
Θα έκανα την ίδια διαδρομή…
Μόνο με περισσότερα λάθη
με περισσότερα παραστρατήματα
Να ‘χω να διηγούμαι
Να όπως τότε
που άνοιξα το παράθυρο
και πήδησα έξω από την τάξη
να χαρώ τον ήλιο
ή πάλι
όταν εν μέσω άσκησης συντάγματος
την κοπάνισα από την Ελευθερούπολη
να συναντήσω
την Πόπη στη Θεσσαλονίκη
Στα ολισθήματά μας
είναι η αληθινή ζωή
Στα συνετά και τα μετρημένα μας
μουχλιάζει η πλήξη
Για αυτό σου λέω Θεέ μου
Δέξου τα παρακούσματά μου
Κι όταν σταθώ μπροστά σου
να ΄χω να σου λέω
κι Εσύ να ακούς και να γελάς
καλοσυνάτα
με τα καμώματα
τούτου του άτακτου παιδιού σου
Εμένα
ΒΑΣΙΛΑΚΙ 15/2/2018

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

ΕΙΣ ΜΝΉΜΗΝ

... Και τί έκανες για να θέλεις τον παράδεισο;... ρώτησε ο άγιος
- Μεγάλωσα και σπούδασα τρία άξια παιδιά... με τις πλάτες μου... 
ψιθύρισε με χαμηλωμένα μάτια ο Λάκης...
... Κι έσκυψε ο άγιος... και φίλησε το χέρι του πατέρα...

ΒΑΣΙΛΆΚΙ 30/12/2017

Ο ΚΑΛΑΝΤΖΗΣ

Ήταν, εκείνα τα χρόνια, ένας πλανόδιος καλαντζής, Αποστόλη τον λέγανε, που γύρναγε τα χωριά και γάνωνε, ταψιά, τεντζερέδες, λεβέτια, τσουκάλια, τέσες για το άρμεγμα κι ό,τι άλλο χάλκωμα. Έφτανε και εδώ στο χωριό και γύρναγε τις ρούγες φωνάζοντας " ο καλαντζής, παλιά χαλκώματα γανώνωωωωω", είχε ένα παλιοσέντονο,, λερό από τις μουτζούρες έβανε μέσα τα συγχέρια που του έδιναν οι νοικοκυρές για γάνωμα, τα σήκωνε ανατσούμπαλο μπόγο στην πλάτη και πήγαινε σε κάποιο αυτοσχέδιο κατάλυμα που κάποιος, κάθε φορά του παραχωρούσε, το πίσω μέρος κάποιας αποθήκης ή, αν ήταν πιο φιλότιμος και μέσα στην αποθήκη...
όλη μέρα γάνωνε και το απόγευμα γύριζε από σπίτι σε σπίτι να δώσει τα γανωμένα και να πάρει τα λίγα λεφτά του κόπου του και κατέληγε στο καφενείο του χωριού, όπου ζήταγε και του φτιάνανε κάτι πρόχειρο για φαϊ , κανένα αυγό συνήθως στο τηγάνι, λίγο τυρί, ψωμί, και αν η δουλειά είχε πάει καλά και καμιά τσιγαρίδα... και πάντα στο τραπέζι το κατρούτσο το κρασί με δυό ποτήρια... καθόταν έτρωγε έβανε κρασί στα δυό ποτήρια τσούγκραγε και χαιρέταγε
- Εβίβα καλαντζή
-στην υγειά σου Αποστόλη.....

ΒΑΣΙΛΑΚΙ 26/12/2017

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ

Επιτέλους!
Σταμάτα να αναλώνεσαι
σε λογοτεχνικές βραδιές
και παρουσιάσεις
Να σπαταλιέσαι
σε λέσχες φιλολογικές
και συλλόγους
«γράψε μου να σου γράψω»
«παίνεσέ με να σε παινέσω»
ποιητή δεν σε κάνουν
τσιμπίματα στα μάγουλα
και χαριεντίσματα
και γελάκια
«καλώς βρεθήκαμε και πάλι»
ο ακριβός λόγος
δεν είναι προϊόν
φτηνής συναλλαγής
δεν περιφέρεται
σε κλειστές συντεχνίες
δήθεν εκλεκτών ομότεχνων
δεν φορά μακριές τουαλέτες
και δεν τριγυρνά ναζιάρικα
μ’ ένα ποτήρι στο χέρι
Σκέψου τι μένει
όταν σβήνουν τα φώτα
τι απογίνεται
όλη σου η μετριότητα
και σταμάτα να διαλαλείς
την πραμάτεια σου
από σελίδα σε σελίδα
και από τοίχο σε τοίχο
σαν μικροπωλητής
στα πανηγύρια
σταμάτα να τελαλείς
τα δήθεν κατορθώματά σου
και σκέψου
έστω μια φορά σκέψου
«πόσα μπάζα ακόμη
μπορεί να χωρέσει
η ποίηση;»
ΒΑΣΙΛΆΚΙ 16/12/2017