Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Του Έρωτα οι Συμφορές τον Κόσμο ξαναχτίζουν...

Το ποίημα το ξεκίνησε η Ζωή  Γκαϊδαντζή σαν αναρτηση του πρωτου στίχου...Μας ήρθε η ιδέα να κάνουμε ενα ποιητικό πιγκ πογκ σε δημοτικό ύφος....το αποτέλεσμα νομίζω είναι συμπαθητικό...Η απόπειρα εναντίον της ποίησης έγινε στην Αθήνα , στις 27/08/2011
-Ιππότη ναϊτη, προφήτη, αλήτη, γιατί τη μαύρη μοίρα σου ανώφελ' αποφεύγεις;

- Είναι που κι αν τα ζάλα μου σπουδάζω να σε φτάσω θωρώσε να αλαργευεις..

-...είναι που κι αν σπουδάζω να ξεφύγω τη μοίρα μου σαν δαίμων σημαδεύεις...

- ποιός άνεμος και ποιος χρησμός μακριά μου σ' αποδιώχνει.;

- ...δεν είν χρησμός και άνεμος, μανάχα μια σημαία πούχει τα λάθος σύμβολα που επάνω μου βαραίνουν...

- Χθες βράδυ σ' ονειρεύτηκα κι ήσουν με τον καλό σου..Πικρό φιλί τον κέρασες να φύγει να γλυτώσεις..Κόρη τον δρόμο άλλαξε και έλα μετά μένα... Μα πες μου ποιό 'ν' το λάβαρο και ποιά τα σύμβολά του...μη κι είναι λάθος η γ' αρμηνειά..

- Εκεί κοντά στο όνειρο καθότανε γεράκι, βαθιά τα νύχια έχωνε σ' αθώο προβατάκι... Τ'αθώο το αίμα έτρεχε και μούκλεινε τον δρόμο...για να ξεφύγω και ναρθώ το αίμα θε να λείψει...

- Μα δίχως αίμα κοπελιά γιοφύρι δε στεριώνει...και δε στεριωνει το φιλί ο έρωτας η γ΄αγάπη...το όνειρο ολοφάνερο...κακός άντρας σε θελει...κι αν φύγεις πίσω σου θα 'ρθει με νύχια να σε σύρει..πάλι κοντά του να βρεθείς...μα αν τό δες τρίτη ή Κυριακή ποτέ δεν ξεδειλιαίνει..

- να σκίσω τη σημαία μου θυσία πια μη γίνει, να σφάξω και το πρόβατο μην τυραννιέται άλλο...

- Το αίμα είναι "γρήγορο το προβατο η αγάπη...κι η σημαία θα σκιστεί την πρώτη μας τη νύχτα....πως θα περάσουν τα φιλιά γύρω να φτερουγίσουν;

- κι αν δεν περάσουν τα φιλιά θε να γιγαντωθούνε, ψηλά να πεταρίζουνε να κρύβουνε τον ήλιο, να καμωθούμε τους θεούς που παίζουν με τον κόσμο...

- θωρώ σε να σιμωνεις ..Θε μου δώσε μου δύναμη τόση ομορφια ν' αντέξω...

- η δύναμή σου είναι ακριβή γι αυτό μη την γυρεύεις, κι η ομορφιά μου κέλυφος λεπτό σε γέρο βράχο...σκύψε και κοίτα στο νερό που τρέχει όλο βιάση και κει θα δεις την ομορφιά κανείς που δεν αγγίζει...

- κόρη τι τόχες να το πεις και να το μολοήσεις..και πως ποτέ δεν το νοιωσα..πως μόνο οι νύμφες του νερου τέτοια ομορφιά την έχουν...Λάμια μου και νεράιδα μου στείσε χορό ολόγυρα μαζί με τσ' αδελφές σου..κια δος μου το μαντήλι σου γυναίκα να σε πάρω....

- το μαντηλάκι κένταγα 7 χρόνια κρυμμένη μεσ' του μυαλού μου τη σπηλιά μ' ενα μικρό κεράκι...όμως μια μάγισσα κακιά μούκλεψε το μαντήλι, και από τότε το κερί φέγγει κι εγώ το ψάχνω... μ' αυτή το σέρνει σε γκρεμούς, στη μαύρη την ψυχή της μη τύχει κι έβρω τη χαρά που μούχουνε ταγμένη οι τρεις οι μοίρες οι καλές σαν βγήκ' απ΄τη φωλιά μου...

- αν το μαντήλι έχασες 'μενα δε θα χάσεις..στα δάσα και στα κρυγιά νερά παντα θα ακολουθώ σε...για μας θα παίζει τον αυλό και θα χορεύει ο Πάνας...

- η μουσική απ τον αυλό μεσ το αυτί γυρίζει και μου τρυπάει το μυαλό...σαν το σκουλήκι μπαίνει να γίνει σκέψη και θεός...θεό δεν προσκυνάω, κι αν μ'αναγκάσουν τα νερά, τα δάση, οι ανέμοι...θα γίνω σκόνη τ' ουρανού κι αχτίδα άλλου κόσμου, θα ταξιδέψω μακριά κι ύστερα θα γυρίσω καινούργια μεσ τον κόσμο σου, να με ξαναγνωρίσεις...

-ω θεικιά κι ολη αίματα..ω φως από το φως του Απόλλωνα που από ψηλά τη ζεστασιά απλόχερα χαρίζει...Έλα αναδύσου απ' τα νερά ...κάτω απ'τον ήλιο ολόλαμπρη λουσμενη σε σταγόνες... κάθε σταγόνα και καημός..δικό μου αναιτιο δάκρυ....και πόθος διάφανος καθως το βλέμμα σταματά στη κωχη των ποδιών σου..στο λιγο μαύρο των λυγμων..στου πόθου τη σχισμαδα...

- Προφήτη και Πολεμιστή για κράτα τα μυαλά σου, γιατ' είν' ο δρόμος σου μακρύς σπαρμένος με θηρία...θυμίσου την αγάπη μου που ακόμα δεν την ξέρεις και πάρε δύναμη τρανή σαν του βυθού τις δίνες, μόλις ξαπλώσεις καταγής στα αίματα ριγμένος θαρθώ σαν φίνο άρωμα τριγύρω απ' τον λαιμό σου, θα σου σκουπίσω τις πληγές κι αγάπη θα κεράσω, θα ξεψυχήσουν μάγισσες κι οι ουρανοί θ' ανοίξουν, η Γη θα γίνει απ' την Αρχή και μεις οι δυό θεοί της, στου έρωτα τις συμφορές θα χτίσουμε Παλάτι!!!

Αθήνα 27/08/2011

Τρίτη 22 Μαΐου 2012

ΓΥΡΙΣΜΟΣ (Εδώ «είμαι» με το Θ. Αγγελόπουλο)


Κι ως ‘φάνη στο κατάστρωμα σπάραξε...
« Εγωωώ  Ειειείμαιαι»
Και ράγισε η φωνή σα να ‘χε βγεί από δάκρυα
Είχε η καρδιά ρωγμές…..Κοντά σαράντα χρόνια….
Στα ξένα που τον έριξ’ η ανάγκη…. Τότε… που βρέθηκε
χωρίς πατρίδα….  χιλιοπροδωμένος….
Κάτω,  λίγο πιο ‘κει  απ’ του καραβιού τη σκάλα,  δυο τρεις δικοί του περιμέναν..
«Εγωωώ  Ειειείμαιαι»
Σα για να τους πει που να κοιτάξουν…
Όχι πως τους γνώρισε ή πως τον γνώριζαν εκείνοι…
Τον γνώρισαν από την ερημιά του…
Να στέκει μοναχός και να τηράει τον τόπο…
Κι έμεινε σιωπηλός…

Μέχρι που κόντευαν να φτάσουν στο χαμόσπιτό του…
Μιαν  άκρη στα προσφυγικά…

Βάρυναν τα πόδια κι  έγιν’  ασήκωτο το γέρικο κορμί
« -Φοβάμαι»…   κι έτρεμ’ η φωνή του…
«-Σε περιμένει…
- Τι χρώμα έχουν τα μάτια της;…»
Τα λόγια βγαίνανε αριά.
 Ψίθυροι που ψάχναν τόπο να σταθούν
τούτες τις ώρες… τις βουβές…
Αργά σα για να συνάξει δύναμη ν’ αντέξει …και κουράγιο…
Αργά σα για να μη δείχνει το στρέκλισμα  στο βήμα
Αργά σα για να το αίμα κι όλο το κόκκινο,
π’ ανέβαινε,  ν’ ανάψει τα μάγουλα και την καρδιά
Βάδισε ίδιος μορφή που χάραξαν  στην πέτρα….
τσίνορο  δε πετάρισε..μη και λυγίσει…  και θρουλίσει…
και σκορπιστεί μπροστά της..


Η  Κατερίνα, φορώντας τα καλά της,
 ήρεμη στο πλάι της οξώπορτας
Αφήνοντας το χώρο λεύτερο, δεξιά…
 να μπει ο νοικοκύρης…
Σα σίμωσε κοντά της…
«’Εφαγες;»  
τον  ρώτησε  σα να μην είχε λείψει μέρα
Σα να μην είδε τίποτα στο πρόσωπο που ‘σκαψαν τα χρόνια και τα βάσανα
Σα να μην είδε τίποτα στα μάτια τ’ άδεια…  τα στεγνά
Σαν που αγάπησε πολύ κι έχει  πολύ  υποφέρει….

Εξόριστη ,κλεισμένη σπίτι τους, κι  η ίδια…
Το ίδιο αποδιωγμένη…
«Εγωωώ  Ειειείμαιαι»
Το ‘πε πολλές φορές μετά την πρώτη μέρα
και πάντα από μέσα του για να τ’ ακούει ο ίδιος
«Εγώ» … κλαδάκι  να πιαστεί
«είμαι»… ακρούλα ν’ ακουμπήσει…
Να πάψει η αντάρα μέσα  του που τον ανεμοδέρνει
να σιγανέψουν  κι οι καιροί , τα τόσα βάσανά του…
Μόνο σαν  έπιασε τη ρίζα του βουνού  να  πάει για το χωριό του
δεν το ‘πε, μα στάθηκε στο ξάγναντο , σαν έφτασε ψηλά, και σφύριξε…
Ένα τους σύνθημα κρυφό,καταδικό τους,  δυο και τρεις φορές
Έσχισε  του φαραγγιού τα πλάγια
κι ήρθε  ζεστό να τον  συναπαντήσει του φίλου του η απόκριση…
Αηδονολάλημα … μετά σαράντα χρόνια….
«- Τι λένε;
- Λόγια της αντάμωσης…»
Βρήκε το σπίτι ρημαδιό τον τόπο ρημαγμένο
και τ’ άλλα  σπίτια του χωριού σχεδόν παρατημένα…
Αετοφωλιές  χωρίς αητούς…
Το λιγοστό χωράφι του το βρήκε λογγομένο
Το στήθος γέμισε θυμό κι έπιασε το τσαπί του..
Μέχρι που τον επρόδωσαν  η ανάσα και τα χέρια…
Κι έκατσε να ξεκουραστεί…
Ο φίλος  του  ‘πε ταπεινά
« Τη νοιαζόμουνα την Κατερίνα. Πάντα τη νοιαζόμουνα… Από παιδί»
φάνηκε σα να λάφρωσε  π ’απηλοήθη  για τον κρυφό καημό του…
Αντί γ’ άλλη κουβέντα…
«Σαράντα μήλα κόκκινα γιαβρίμ»…
Πόσ’  ασήμαντα άκουγε όσα, σ’ άλλους καιρούς,  θα του ‘μοιαζαν σπουδαία…
Αλλά είναι τόσα χρόνια που συνήθισε το θάνατο να περιμένει…
Τόσα χρόνια   στήνει αυτί  ν’ ακούσει τον αχό του
«Σ’ ακούω  π’ έρχεσαι… Πέντε φορές σε γέλασα…
 Πέντε  πόλεμοι… φυλακές… στήσιμο στο τοίχο…
πέντε φορές… και τώρα…»
«Σ’ ένα μαντήλ’ δεμένα»…κι ήτανε σα να του ‘λεγε …το ‘ξερα …
ή άστα τουτανά…  κι  ακόμη…
Πώς να σου πω για τη ζωή… που ‘ναι στην εξορία…
Τέτοια λογής.. κι έτσι έστεκε, στα χρόνια,  η κολεγιά τους…
Και σα να παρακινήθηκε απ’ το σκοπό του τραγουδιού
και τα δικά του λόγια  κίνησε να χορεύει
Τα σκεβρωμένα πόδια του μόλις που τον βαστάγαν…
Κι είχε τα χέρια του ανοιχτά φτερά για να πετάξει..
Δεν τον αφήνουν οι πληγές…
Μόνο η ψυχή του φτερουγά μαζί με τουςκαημούς του..
Όλα τριγύρω ασάλευτα… Μόνο η θύμιση φανέρωνε τα πάθη
που καταλάγιασε ο καιρός
Ώσπου είδε μια στιγμή,  από την άλλη,
 να  ‘ρχεται ο πιο κακός απ’ τους κακούς
θανάσιμος εχθρός του, τραβώντας  το γαϊδούρι…
Ο άλλος  ως τον αντίκρυσε να στέκει,
  λίγο μακριά  του, στο καλντερίμι μόνος
 σάστισε για μια στιγμή κι έκανε να φύγει..
Το  μετάνοιωσε… Είπε να κάνει  κατά ‘κείνον… δείλιασε..
Έβγαλε τσιγάρο  να σαλιώσει… τ’ αποφάσισε…  σκυφτός…
κι από συνήθειο το ‘φερε  προς  το στόμα του…
Μα λίγο πριν στα χείλη του τ’ αγγίξει
άπλωσε το χέρι  κατά το Σπύρο…
Του ‘δωσε και φωτιά και μίλησε…
«Μας βάλανε και πολεμήσαμε…. Βγάλαμε τα μάτια μας….
Εσύ από την αποδώ μεριά,  εγώ από την άλλη…
Ο άνθρωπος με τον άνθρωπο… ο λύκος με το λύκο…
Τίποτα δεν έμεινε ‘δω πέρα»
Κι ακούστηκαν τα λόγια του σα ξομολόγηση και σα μετάνοια
κι ως τα ‘πε γύρισε να φύγει… κι ως έφτασε σ’ απόσταση ικανή
παλιά φαρμάκια  ξαστόχησαν και βγήκαν απ’  στόμα του
«Το πυροβολικό, το πυροβολικό… το πυροβολικό πολύ το αγαπώ…»
Και χάθηκε μαζί με το τραγούδι του στης εκκλησιάς την πλάτη…

«Εγωωώ  Ειειείμαιαι»
Σα να μην ήταν πιά…
Καθώς  με τις ημέρες απλώθηκε η είδηση του γυρισμού του…
Πιότερο που μαθεύτηκε πως γύρευε τον τόπο και το δίκιο του
το καταπατημένο, οι  της μεριάς της άλλης πολύ ταράχτηκαν…
Και  πρόστρεξαν στο κράτος και τους νόμους τους…
Και θυμήθηκαν τους τρόπους  που ‘φτιαχναν, από παλιά, ενόχους
Και  πήραν την απόφαση που  ‘θέλαν και τους βόλευε
Ανεπιθύμητος ξανά, κίνδυνος για τη χώρα…
 Χωρίς πατρίδα πάλι στα στερνά του…

Και όπως δεν  βρήκαν άλλη γη, για  να τον απελάσουν
Τον πήραν και τον άφησαν  σε μια  εξέδρα  στ’ ανοιχτά
που τα νερά είναι  του κόσμου όλου…Κι έβρεχε…
Μαζί κι η Κατερίνα… κάτω  απ’ τη μαύρη ομπρέλλα τους…
Μαύρο πουλί οι λογισμοί τους… Και θυμήθηκαν..

Χρόνια πίσω  συντρόφους μαζί με το Μιχάλη…
Τον Πάμπλο, όπως τον είπαν,  το δικό μας…
Που πολέμησαν για του λαού των Ισπανών το δίκιο …
και που κι εκεί νικήθηκαν…
Και τότε , όπως και τώρα, τόπος δεν ήτανε να τους δεχτεί…
Να πάνε..Μόνος  τους δρόμος ανοιχτός η θάλασσα…
Τον πήραν να γλυτώσουν…
Δάκρυσ’  ο Σπύρος αγναντεύοντας  καράβι να φανεί….Ελπίδα….

ΑΘΗΝΑ  22/05/2012

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ


Τις νύχτες βγαίνουν τα όνειρά μου

 

Μου γνέφουν να τ' ακολουθήσω

μέσα από χλωρά μονοπάτια.

Από μακριά μας φτάνουν μυρωδιές.

- Ασπάλαχθοι μ' αγκάθια

 και λουλούδια κίτρινα-

Πόθοι κι αγάπες μιας νιότης

που θέρισαν και σκόρπισαν οι πίκρες.

 

Στις άκρες τους ευωδιάζει η μνήμη...

 

Τις νύχτες περιμένω τα όνειρά μου

 

Να'ρθουν και να με πάνε

 ψηλά στις ανεμοπλαγιές με τα νερά ...

 

Κάθεται  πάντα στο στόμα της Σπηλιάς της.

Αμίλητη. Αμίλητα τα καστανά μαλλιά της

Μόνο κεντάει το κόκκινο μαντήλι του χορού

Μόνο κοιτάω και περιμένω

μ' ένα στεφάνι του έρωτα

 που  μου 'πλεξε με μούσκλια στο κεφάλι

να 'ρθουν σαν κάθε νύχτα φωνές θορυβημένες

που τάχα ανησυχήσαν

ανθρώπινες φωνές σαν κάθε νύχτα

να με  ξυπνήσουν  να πνιγώ.

 

Τις μέρες μου στοιχειώνει ένας άνθρωπος.

Ένας άντρας που χτύπησε βαρειά η αρρώστεια

και στέκει ολημερίς πίσω απο το παράθυρο

κοιτώντας το στενό αδιάφορο δρομάκι

κοιτώντας το φτενό ουρανό

ένα κουρέλι φως ανάμεσα στα κτίρια που τον κρύβουν

και περιμένει τη μέρα που θα' ναι η τελευταία.

 

Τα απόβραδα περνώντας τον χαιρετώ εγκάρδια.

Σηκώνει δύσκολα και μου κουνάει το χέρι

Μόνο μια μέρα κι ούτε μπορώ να το ξηγήσω

έκανα να περάσω με το κεφάλι χαμηλά

σα να μην είδα σα να ξέχασα.

 

Τότε σύναξε όση ακόμη του απόμένει δύναμη

και χτύπησε ξέπνοα το τζάμι.

και ως του χαμόγελασα τον είδα

Είδα να με κοιτάει επίμονα.

 

Να πιάνεται απ' το βλέμμα μου

Να κρατηθεί να θέλει ή να με τραβήξει

Μαζί του στο χαμό...

 

ΑΘΗΝΑ   17/05/2012

 



Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

" Κι όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα"


" Κι όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα"
( Μανώλης Αναγνωστάκης)

Όμως κι εγώ, Μανώλη, δεν παραδέχομαι την ήττα

Πόσες φορές η ίδια ιστορία

Πόσες φορές αγγίξαμε τη νίκη

Τη Βρύση και δεν ήπιαμε

Τότε ...κι αργότερα..

Τα όνειρά μας πλατάγιζαν ψηλά
Κόκκινα λάβαρα
Ιαχές
Συνθήματα
κι οι ρήτορες

" Φύλακες γρηγορείτε"

Φύλακες γρηγορούσαν
Τα νιάτα μας άγρυπνα
Οι ψυχές μας πυρκαγιές

Πάνω κάτω

Ομόνοια  Σύνταγμα
Οι πλατείες γεμάτες
Ο λαός κυρίαρχος
Ο λαός στην εξουσία
Η νίκη ήταν δική μας

Παρά τρίχα
Πάντα παρά τρίχα


Πως έγινε, πες μου, Μανώλη,
Πώς έγινε, λέω,  κι είδαμε
τις σημαίες μας να αλλάζουν χρώματα
τις σημαίες  μας σε ξένα χέρια
Πώς έγινε κι ακούγαμε τα λόγια μας σε ξένα στόματα

Ο κόσμος να χειροκροτεί
Ο κόσμος να παραληρεί
Ο κόσμος να επευφημεί
άλλο Μεσσία

Ψέμματα φωναζαμε
Μη τον πιστεύετε φωνάζαμε
Λαοπλάνος φωνάζαμε
Κλέφτης φωνάζαμε
Είναι δικά μας τα λόγια του
Είναι δικά μας τα συνθήματά του
Είναι προβιά το ζιβάγκο του

Φωνάζαμε

Κανείς δεν άκουγε
Κανείς δε νοιάστηκε

Τα πλήθη αλλαλάζοντα
Τα πλήθη ενθουσιώδη

Οι φωνές τους σκέπασαν τις δικές μας φωνές

Τα πλήθη μας προσπέρασαν

Η Ιστορία...

" Εδώ και τώρα"
άμεσα λόγια και ζεστά

"Αλλαγή"

Και τι δεν έταζε...

Μείναμε να κοιτάμε άλαλοι
Μείναμε να κοιτάμε τις άδειες πλατείες
Να κοιτάμε τους δρόμους

Κουρέλια οι κόκκινες σημαίες μας

τα  όνειρά μας στις λάσπες
τα οράματά μας λειώμα

Οι αλήθειες μας


Μια ακόμη ευκαιρία χαμένη Μανώλη

..και περάσανε χρόνια
κι ήρθε ο Κωνσταντίνος
κι ήρθε άλλος Κώστας κι άλλος Κώστας
κι  άλλος Γιώργος ήρθε

Τόσο ίδιοι
Τόσο απαράλλαχτοι

Κι ο τόπος ρημαδιό

Τώρα, Μανώλη, γυρίζω  στους παλιούς δρόμους
Στις πλατείες τις γνωστές μας γυρίζω

Κοιτάζω στα μάτια τους αδιάφορους διαβάτες

Γυρεύω τους παλιούς συντρόφους

Γυρεύω το παλιό Καπετάνιο
Δεξιά του ο σύντροφος με τη σημαία
Αριστερά ο σύντροφος  σαλπιγκτής
καβαλάρηδες

Γυρεύω  τους νέους συντρόφους

Γυρεύω το νέο καπετάνιο
Δεξιά του ο σύντροφος με τη σημαία
Αριστερά του ο σύντροφος σαλπιγκτής
καβαλάρηδες

Τη δική μου νέα Λαμία γυρεύω

Ένα βλέμμα ν΄ακουμπήσω γυρεύω

Ένα βλέμμα ν΄ανάψει το βλέμμα μου
Κι από βλέμμα σε βλέμμα
Ν' ανάψω τις παλιές πυρκαγιές
Να λαμπαδιάσουν οι καρδιές

Να λαμπαδιάσει ο τόπος

Σύντροφοι ξανά
Πάλι Λεύτεροι

ΑΘΗΝΑ  3/5/2012