Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

ΦΘΙΝΌΠΩΡΟ

Τρέχει η ελπίδα
πίσω από 'να πεσμένο φύλλο...
Να το προφτάσει,
πριν γίνει σκόνη
Αναπολώ τα παλιά πρωτοβρόχια
Τη μυρωδιά από νερό και χώμα
που φέρνει τέτοιο καιρό η νοσταλγία
Είναι τα χρόνια μου
το ταπεινό μου σπίτι
και οι χειμώνες που άντεξα
Και ο κρυφός μου φόβος
αν θα προκάνω την Άνοιξη

ΒΑΣΙΛΆΚΙ  23/9/2018

ΤΟΥ ΠΡΩΪΟΎ

Λεπτή με ίσια καστανά μαλλιά
πλατύ χαμόγελο και νάζι
ήρθες και ξάπλωσες στο δάπεδο μπροστά μου
γερμένη ελαφρά
και στηριγμενη στο αριστερό σου χέρι
Αντίθετα με μένα,
διόλου δεν σ’ ένοιαζε ο κόσμος γύρω
Πέρασα το αριστερό μου χέρι
με συστολή σαν να σε κρύψω
και αγκάλιασα τη μέση σου
Έτσι σκυμμένος πέρασα τα χείλη μου
αγγίζοντας τα απαλά
πάνω απ’ τα δικά σου…
Τη δεύτερη φορά περισσότερο
μέχρι που πήρα πρώτα το πάνω
ανάμεσα στα δυό δικά μου
ύστερα το κάτω και ύστερα
άνοιξες απαλά το στόμα σου
να περάσει η γλώσσα μου
τόσο όσο βρέχουμε το στόμα με βαμβάκι
Μα πριν γεμίσει το φιλί
σε τύλιξε και χάθηκες μέσα στο φως του ο ήλιος
… κι έγινες ξύπνημα και γεύση βαμβακιού
και νοτισμένη αγάπη
Στις άκρες απ’ τα χείλη μου άφησες ξόμπλια
κλωστές και άλλα υφάδια του έρωτα…
ΒΑΣΙΛΆΚΙ 22/9/2018

ΑΙΣΘΗΣΙΑΚΌΝ

Στο στόμα σου
τα λόγια ρόδια κόκκινα
σπάνε στα δόντια σου
Ανασαίνεις!
Μήλα δυο τα στήθη σου
και μελωδούν ταχύπνοιες
Ω! χέρι μες τη φυλλωσιά…
Φιλί χυμός ροδιού
κρασί του μήλου
κυλάς και φτιάχνεις
μικρή λιμνούλα του αφαλού
Ω! υπογάστριο
Κάτω από την άχνα των χειλιών
συσπάσαι και συστρέφεσαι
άγγιγμα χνούδι φύλου αλαφρύ
χάδι ανέμου
Σπλάχνα
σύγκρυο ρυάκι στεναγμών
σώμα που δόθηκε
σώμα που καίγεται
σώμα που λύνεται
Ότι συ ει ο έρωτας
Ως εκδίκηση σωμάτων φθαρτών
τον Θάνατο πολεμήσασα
τον Θάνατο καταργήσασα
την απειροελάχιστη στιγμή
που η σπίθα στα σωθικά
γιγαντώνεται και εκρήγνυται
Ότι σου εστίν ο έρωτας
Έκλυτη δικαιοσύνη πόθων ανομολόγητων
ΑΘΗΝΑ 18/9/2018

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

ΚΑΤΆΝΥΞΗ

Στου Βουνού την κορυφή
στην πέτρα πάνω
ρίγος της ανεμπόδιστης ματιάς
το δέος της ελάχιστης απόστασης
από το Υπέρτατο
στο ύστατο χαράκι του παγωμένου αέρα
η καρδιά απαλλαγμένη απ' το βάρος της
Στην Κορυφή του βουνού
στην ακρότατη του κόσμου πέτρα

ο  Άνθρωπος

Ως εμεγαλύνθη στα έργα Του η ψυχή
η Ελευθερία ως η Πλατυτέρα των συναισθημάτων..
ΑΘΗΝΑ 13/9/2018

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

ΑΝΤΡΈΑΣ

"Ο πατέρας μας μικρουλάκια ήμασταν που πέθανε..
κι η μάννα μας μας απαράτηκε..."
Κι ήταν ο λόγος του σιωπές και λόγια λίγα
μέσα σε παύσεις πολλές,
τις σπάνιες φορές που παρακινιόταν να μιλήσει
για τα βάσανά του...
Πολλές παύσεις
Σαν τους πόνους και τη σκληράδα που σύναξε
στα ενενήντα τέσσερα χρόνια της ζωής του
το παιδί που δε γνώρισε γονιό...
που δεν θυμόταν να το χάιδεψε η μάννα του
"Εμένα με μια λούρα με διώχνανε... κι ας έβρεχε όξω...
Με ένα φουστανάκι αντί για παντελόνι με είχαν...
Λούτσα τις πιο πολλές φορές και ξυπόλυτος
φύλαγα ξένα πρόβατα...
Άναβα φωτιά πίσω από κανένα σκίντο
να απαγγιάσω..."
Και βούρκωνε που ανέβαιναν με μιας στα μάτια του
-σαν για να αλαφρώσουν πρόσκαιρα
την καρδιά- όλα του τα παράπονα...
ΒΑΣΙΛΆΚΙ 4/9/2018

ΤΟΎ ΆΗ ΓΙΏΡΓΗ ΤΩΝ ΤΣΙΓΓΆΝΩΝ

Εσύ από δω μου είπε συνωμοτικά
μόνο που φοβήθηκα αν και έβλεπα τους άλλους
μέσα από τις γρίλιες στον δίπλα χώρο
σε μακριές ουρές κι εγώ μόνος
-Που θες να πας;
και τα χέρια μου «είδαν» μέσα στις τσέπες
που δεν είχα ταυτότητα ούτε διαβατήριο
ούτε άλλο δημόσιο έγγραφο με τ’ όνομά μου
και είπα
- Η Ιωάννα, είμαι με την Ιωάννα
και δεν ήθελα να την χάσω,
δεν ήθελα να την χάσω
και η αίσθησή μου ήταν πως μας καταγράφουν
σαν τότε που βγαίναμε καραβιές
στη νήσο Ellis και μας ξεχώριζαν
από εδώ οι ικανοί και έμεναν
από εκεί οι ανίκανοι για δουλειά
και μας έβαζαν πάλι στα καράβια
για την επιστροφή της απόγνωσης
και πως να γυρίσεις και με πόση ντροπή
που από σένα περίμεναν πίσω
σε μια εξαθλιωμένη πατρίδα
πόσες ελπίδες στράφι της φαμίλιας στο χωριό
Θέλω να πάω στην Αυστραλία
και ερχόταν από μακριά η Ιωάννα
με μπουφάν τζιν και ριχτά τα μαύρα μαλλιά της
και αναθάρρησα που την είδα
και χαμογέλασα ανακουφισμένος
και όμως είπε «δεν θέλω»
και βρέθηκα να ζητώ από γραφείο σε γραφείο
κάποια απόδειξη της ύπαρξής μου
και περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου κόσμος
που δεν προλάβαινα να ρωτήσω
που δεν προλάβαινα να δω μόνο πως ήταν τσιγγάνοι
και ήθελα να ακουμπήσω τον κένσορα -
καθώς περνούσαν σαν ειδήσεις σε τρέιλερ οι άνθρωποι-
στη λέξη Ederlezi να την κάνω να σταθεί
να ακούσω το τραγούδι του ματωμένου πόνου
το τραγούδι της ματωμένης Άνοιξης
της ματωμένης Αγάπης
Της ξενιτιάς στις αξενίτευτες καρδιές
των ερώτων, που δεν αντάμωσαν...
ΒΑΣΙΛΑΚΙ 2/9/2018