Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ


Τούτο εστί το σώμα μου….

Το κάποτε  αγέρωχο
Το κάποτε στητό

Τρως  τις σάρκες μου
Τσακάς  τα κόκκαλά  μου

Τούτο εστί το  αίμα μου…

Το  κάποτε αηδονόλαλο
Που ‘σφυζε  στις φλέβες τραγουδώντας….
Το κάποτε στυτό

Με πίνεις
Μ’ άδειασες…

Με ρήμαξες με τον καιρό
Κυρτή στην πλάτη βαραίνει
Η ανημπόρια μου

Τούτο εστί το τίμημα..

Να  σε ζω
Να σε καλωσορίζω….

Σ’ ακούω  που φεύγεις Χρόνε
Παχύς και τηλωμένος…

Βαρειά τα βήματά σου…

Σ’ ακούω  Κρόνε να ‘ρχεσαι
Λιγνός και πεινασμένος…..

Βάστα ψυχή μου στάσου ορθή

Αύρα ταπεινή , ωραία , αγνή…
Πάντα παιδί, πάντ' Άνοιξη..

ΑΘΗΝΑ  29/12/2012




Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

ΕΡΗΜΙΑ



Κόκκινη μου 'ναι η γ' ακουμπισιά
και κόκκινή μου η γλώσσα

Κόκκινα τα τριαντάφυλλα
στο κάδρο ερημώνουν

Μου φέρνουν ρίγη παγωνιά...

Μαργώνουνε  τη κάμαρη
κλειούνε τα παραθύρια

Και την ψυχή μου ολόμαυρη
με σκοτεινιά την ντύνουν...

Αθήνα  10.12. 2012


Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

Η ΜΕΡΑ ΜΟΥ


Η μέρα μου ήρθε
απ' άλλη μέρα

Βγαλμένη από παράπονα

Η μέρα μου ήρθε
από τ' αστέρια που σωπαίνουν

Ντυμένη  με τη λύπη τους

Η μέρα μου ήρθε
 για να φύγει

Πήρε το φως...
Μ' άφησε μια ακόμη νοσταλγία...

Δίχως ήλιο
Με λύπες και παράπονα πορεύομαι

Με συντροφεύει η σιωπή μου
Με συντροφεύουν όσα νοσταλγώ..

Τα βήματά της καθώς φεύγει

Μέσα από τους στεναγμούς
 των λουλουδιών

ΑΘΗΝΑ 14/11/2012

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

ΒΟΥΛΙΑΖΕΙ Η ΝΥΧΤΑ…


Τα δυο σου στήθη φιλιά
Στα σκοτάδια

Τα δυο σου στήθη φτερά

Εσύ
                                                                                                  
Χίλιες γυναίκες
Χίλιες μοναξιές

Ανάσα μου

Ανάμεσα σε χίλιες θα σε γνώριζα

Κοίταξα  ‘πάνω

Με σκέπασαν τα μάτια σου
Σ’ έντυσε το γαλάζιο

Ουρανέ μου…

Η ώρα πέτρωσε
Το βλέμμα σου μ’ έφτασε
Με πήρε…

Χάνομαι μέσα του

Το βλέμμα σου αίνιγμα
Το βλέμμα σου δίνη
Το βλέμμα σου σκούρο
Αδιάβατη θάλασσα
Χαλκόχρωμη

Τώρα μου και αύριο μου και χτες μου

Εκεί στη ρίζα του βουνού
Στο φρύδι του κόσμου

Ανεβαίνεις

Δάκρυ μου και ταραχή μου

Μυρίζεις πεύκο

Ο ήλιος σπάει
Χίλια κομμάτια σκιές

Πέτρες  στο φως
Δώδεκα το μεσημέρι

Καις
Καίγομαι

ΑΘΗΝΑ  3/11/2012






Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Μικρός συνειρμός

Εκδύεται...

 

Γδυμνή

Γυμνή

Γυνή

Υνί

 

Οργιάζει...

 

Οργή

Γοργή

Οργασμός

Όργος

 

Ενδύεται....

 

Ένδυμα

Έντυμα

Έτυμα

 

Έρκος

Όρκος

Όρχος

Όρχεις

 

Ορχούνται...

 

Γυνή γδυμνή ανεδύθη

Έρκους έτυμα ενεδύθη

Όργου οργήν οργιάζουσα...

 

Όρχον όρχεων ορχουμένη....

 

Βασιλάκι 21/10/2012

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Οι δρόμοι του είναι η μοίρα του

Οι δρόμοι του είναι η μοίρα του. Να φεύγει να πλανιέται...

κι είναι του νου του οι αστραπές που κλειούν τα βήματά του...

 

Κίρκη του Εσύ κι Ελένη του και Πηνελόπη ξένη...

 

Πως ήρθε στα παλάτια σου πως 'βρέθη στο νησί σου

κι απόθεσε δώρ' ακριβό την ίδια την ψυχή του

 

Κι από κοντά τη σκέψη του σκέπη να σε σκεπάσει

κι από κοντα τα λόγια του λινό λευκό σεντόνι..

 

Για να ξαπλώνει η ομορφιά που 'χουν τα μαύρα μάτια

- ά που 'ναι νύχτες σκοτεινές , νύχτες ανταριασμένες -

 

Που 'χουν τα μαύρα σου μαλλιά κι υπόσχονται τα χείλη

τα στήθεια τ' ανερμήνευτα, τα χέρια που προσμένουν

 

Να πλάσουν χάδια αλησμονιάς και χάδια τρομαγμένα

κι ανάμεσα από στεναγμούς κι αγγίγματα του πόθου

να φτάσουνε στο αίνιγμα που κρύβουνε τα πόδια

να βρούνε τη σχισμή υγρή και με τ'ακροδάχτυλά τους

 

Να πουν τα λόγια τσ'αρμηνειάς, τα που ο χρησμός ζητούσε

για να μερέψουν τα στοιχειά, για να μερέψει η Σφίγγα

για να λυθούν τα μαγικά για να λυθουν τα πόδια

ν’ ανοίξει ο δρόμος να χαθεί να φτάσει στο βυθό σου

 

Κι απέ ξοπίσω του ξανά ο δρόμος θε να κλείσει

- κοχύλι που το φόβισαν - και μέσα σου να μείνει

 

Σποράκι που το φύτεψαν εκεί να ξεβλαστήσει

κι αν σε ρωτήσουνε ποτέ ποιος είναι ο πλαστουργός του

Να πεις πως στο ‘φερε ο καιρός, η μοίρα στο χρωστούσε

Πως είναι δώρο απ’ τους Θεούς…κι αυτό είναι τ’ όνομά του

Στο σπίτι του, στον τόπο του στη γλώσσα τη δικιά του.

 

ΑΘΗΝΑ  7/10/2012




 

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΟΣΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΥ


Νοιώθω το κάθε που ‘ρχεσαι

ώρα πολλή πριν φτάσεις

Με φτάνουν πρώτα οι γ’ ευωδιές

απ’ το χαμόγελό σου

 

Βγαίνω στην πόρτα καρτερώ

 

Κι ως μου σιμώνεις

με σκουντά ολόδροσος αέρας

π’ όπως φυσά γύρω σκορπά

μικρούς  ανθούς και γλυκασμούς

καθώς σε περιβόλι

 

Που κάνουν  στρώμα να πατείς

 

Κι ως μου μιλούν τα χείλη σου

είναι μικρά σπουργίτια

θωρώ  τα να τσακώνονται

και ν’αλληλοτσιμπιούνται

 

Σαν π’ ανταλλάσσουμε φιλιά

 

Σαν π’ ακουμπούν  τα στήθη σου

και με λαχτάρα αγγίζουν

οι ρώγες των δακτύλων μου

τις ρώγες των βυζιών σου

 

Πάντα δειλά πάντ’ αλαφρά

 

Μη και πληγιάσουν τους ανθούς

και μαραθούν και πέσουν

και πάψουν να σπιθοβολούν

τα μάτια μας κι ο πόθος

 

Και με σκεπάσει η ερημιά

 

Επά που μόνος στέκω

κι αναθιβάνω τα παλιά

Ταξίδια που δεν πήγα...

 

Τόσα ταξίδια με το νου....

 

Τόσα με το κορμί σου....

 

 

ΑΘΗΝΑ 9/9/2012

 



Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ


Τις λέξεις φτιάχνει η ανάγκη...

Κάθε  που το Ανείπωτο
στα μάτια μας κοιτάει...

Γυρεύοντας  τόπο στη γλώσσα να σταθεί
και τρόπο να υπάρξει...

Έστω για μια στιγμή...

Με τον καιρό
ξεχνιούνται οι λόγοι που τις γέννησαν...

Άλλες φορές, πολλές φορές
ξεχνιούνται και οι ίδιες...

Και για καιρό 'πομένουν  "εν υπνώσει"....

Σποράκια  π' αποκοίμησε η υπομονή
μέχρι που να βρεθούν σε χώμα πρόσφορο...

Μέχρι που άλλη ανάγκη να τις φέρει
σε στόμα  ένθεο...

Που να  φυσήσει μέσα τους
πνοή απ' την πνοή του...

Ζωή εφήμερη...

Ίσκιοι
φτεροκοπήματα πουλιών
που φεύγουν...

Χάνονται...

Μαζί με την ανάσα μας...

 

Το πέταγμά τους καραδοκούνε ποιητές...

Εξακοντίζουν πέννες...

 

Οι λέξεις πέφτουν χτυπημένες...

 

Στις άκρες απ' τις πέννες τους

οι λέξεις σπαρταράνε...

 

Στις άκρες απ' τις πέννες τους

οι λέξεις στάζουν αίμα...

 

Το αίμα φτιάχνει το περίγραμμά τους....

 

Βάφει σελίδες άγραφες

λευκές που μελανιάζουν...

 

Το αίμα γράφει ποιήματα...

 

Τα ποιήματα είναι κοιμητήρια....

 

Μέσα τους κοιμούνται και σωπαίνουν

τα λόγια  που τα χτίσαν και τα στέργιωσαν...

 

Γιοφύρια που στοιχειώσανε του Λόγου τα ποτάμια...

 

Εκλιπαρούν των ζωντανών το βλέμμα...

Για ένα στόμα  εκλιπαρούν να τα νεκραναστήσει...

 

Έστω για ακόμα μια στιγμή....

 

Οι λέξεις ...

 

Ψυχές....

 

Πνοές να ξαναταξιδέψουν...

 

ΛΑΚΚΟΙ ΚΥΔΩΝΙΑΣ  22/08/2012



Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

ΕΡΩΤΙΚΟΝ


Γυναίκα

Στον τόπο σου έχει πάντα Ανατολή

Στον τόπο σου ανθεί και θάλλει
θαύμα ανεκμυστήρευτο

Ενθάδε θα ‘θελα να κείμαι

Στον τόπο τον μικρό σου
Στον κόμπο που συνάζεται η ηδονή

Σα μούδιασμα

Που σφίγγεται και σφίγγει
με δύναμη τα  πόδια σου
για μια  ελάχιστη στιγμή
προτού ξεσπάσει
λίγο πριν να μουσκέψει
κι απλωθεί
κύμα και  ρίγος
τρέμουλο στερνό
ως του κορμιού τις άκρες


Ενθάδε θα ‘θελα να κείμαι

Στης Ομορφιάς σου
τα μάτια τ’ αβασίλευτα

Στη χλόη από τα στήθη σου

Που αναδεύει

Κι αναδεύουν στεναγμοί
απ' τα δικά μου στήθη

Γυναίκα

Πόθε μου

Λιτανεία  των λυγμών μου


ΑΘΗΝΑ   8/8/2012

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

ΖΩΗ


Πως αναπιάστηκα...

Πως  άρχισα να ζω...

 

Ριζούλα σε γκρεμό...

.

Φτενό το χώμα που με κράτησε...

 

Στην πέτρα με πέτρα  χαράχτηκα...

 

Πέτρα ξερή και πέτρα άνυδρη...

 

Σ' αξιώθηκα....

 

Μου μιλάς...

Με  πλακώνεις...

 

ΑΘΗΝΑ  25/06/2012


Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Του Έρωτα οι Συμφορές τον Κόσμο ξαναχτίζουν...

Το ποίημα το ξεκίνησε η Ζωή  Γκαϊδαντζή σαν αναρτηση του πρωτου στίχου...Μας ήρθε η ιδέα να κάνουμε ενα ποιητικό πιγκ πογκ σε δημοτικό ύφος....το αποτέλεσμα νομίζω είναι συμπαθητικό...Η απόπειρα εναντίον της ποίησης έγινε στην Αθήνα , στις 27/08/2011
-Ιππότη ναϊτη, προφήτη, αλήτη, γιατί τη μαύρη μοίρα σου ανώφελ' αποφεύγεις;

- Είναι που κι αν τα ζάλα μου σπουδάζω να σε φτάσω θωρώσε να αλαργευεις..

-...είναι που κι αν σπουδάζω να ξεφύγω τη μοίρα μου σαν δαίμων σημαδεύεις...

- ποιός άνεμος και ποιος χρησμός μακριά μου σ' αποδιώχνει.;

- ...δεν είν χρησμός και άνεμος, μανάχα μια σημαία πούχει τα λάθος σύμβολα που επάνω μου βαραίνουν...

- Χθες βράδυ σ' ονειρεύτηκα κι ήσουν με τον καλό σου..Πικρό φιλί τον κέρασες να φύγει να γλυτώσεις..Κόρη τον δρόμο άλλαξε και έλα μετά μένα... Μα πες μου ποιό 'ν' το λάβαρο και ποιά τα σύμβολά του...μη κι είναι λάθος η γ' αρμηνειά..

- Εκεί κοντά στο όνειρο καθότανε γεράκι, βαθιά τα νύχια έχωνε σ' αθώο προβατάκι... Τ'αθώο το αίμα έτρεχε και μούκλεινε τον δρόμο...για να ξεφύγω και ναρθώ το αίμα θε να λείψει...

- Μα δίχως αίμα κοπελιά γιοφύρι δε στεριώνει...και δε στεριωνει το φιλί ο έρωτας η γ΄αγάπη...το όνειρο ολοφάνερο...κακός άντρας σε θελει...κι αν φύγεις πίσω σου θα 'ρθει με νύχια να σε σύρει..πάλι κοντά του να βρεθείς...μα αν τό δες τρίτη ή Κυριακή ποτέ δεν ξεδειλιαίνει..

- να σκίσω τη σημαία μου θυσία πια μη γίνει, να σφάξω και το πρόβατο μην τυραννιέται άλλο...

- Το αίμα είναι "γρήγορο το προβατο η αγάπη...κι η σημαία θα σκιστεί την πρώτη μας τη νύχτα....πως θα περάσουν τα φιλιά γύρω να φτερουγίσουν;

- κι αν δεν περάσουν τα φιλιά θε να γιγαντωθούνε, ψηλά να πεταρίζουνε να κρύβουνε τον ήλιο, να καμωθούμε τους θεούς που παίζουν με τον κόσμο...

- θωρώ σε να σιμωνεις ..Θε μου δώσε μου δύναμη τόση ομορφια ν' αντέξω...

- η δύναμή σου είναι ακριβή γι αυτό μη την γυρεύεις, κι η ομορφιά μου κέλυφος λεπτό σε γέρο βράχο...σκύψε και κοίτα στο νερό που τρέχει όλο βιάση και κει θα δεις την ομορφιά κανείς που δεν αγγίζει...

- κόρη τι τόχες να το πεις και να το μολοήσεις..και πως ποτέ δεν το νοιωσα..πως μόνο οι νύμφες του νερου τέτοια ομορφιά την έχουν...Λάμια μου και νεράιδα μου στείσε χορό ολόγυρα μαζί με τσ' αδελφές σου..κια δος μου το μαντήλι σου γυναίκα να σε πάρω....

- το μαντηλάκι κένταγα 7 χρόνια κρυμμένη μεσ' του μυαλού μου τη σπηλιά μ' ενα μικρό κεράκι...όμως μια μάγισσα κακιά μούκλεψε το μαντήλι, και από τότε το κερί φέγγει κι εγώ το ψάχνω... μ' αυτή το σέρνει σε γκρεμούς, στη μαύρη την ψυχή της μη τύχει κι έβρω τη χαρά που μούχουνε ταγμένη οι τρεις οι μοίρες οι καλές σαν βγήκ' απ΄τη φωλιά μου...

- αν το μαντήλι έχασες 'μενα δε θα χάσεις..στα δάσα και στα κρυγιά νερά παντα θα ακολουθώ σε...για μας θα παίζει τον αυλό και θα χορεύει ο Πάνας...

- η μουσική απ τον αυλό μεσ το αυτί γυρίζει και μου τρυπάει το μυαλό...σαν το σκουλήκι μπαίνει να γίνει σκέψη και θεός...θεό δεν προσκυνάω, κι αν μ'αναγκάσουν τα νερά, τα δάση, οι ανέμοι...θα γίνω σκόνη τ' ουρανού κι αχτίδα άλλου κόσμου, θα ταξιδέψω μακριά κι ύστερα θα γυρίσω καινούργια μεσ τον κόσμο σου, να με ξαναγνωρίσεις...

-ω θεικιά κι ολη αίματα..ω φως από το φως του Απόλλωνα που από ψηλά τη ζεστασιά απλόχερα χαρίζει...Έλα αναδύσου απ' τα νερά ...κάτω απ'τον ήλιο ολόλαμπρη λουσμενη σε σταγόνες... κάθε σταγόνα και καημός..δικό μου αναιτιο δάκρυ....και πόθος διάφανος καθως το βλέμμα σταματά στη κωχη των ποδιών σου..στο λιγο μαύρο των λυγμων..στου πόθου τη σχισμαδα...

- Προφήτη και Πολεμιστή για κράτα τα μυαλά σου, γιατ' είν' ο δρόμος σου μακρύς σπαρμένος με θηρία...θυμίσου την αγάπη μου που ακόμα δεν την ξέρεις και πάρε δύναμη τρανή σαν του βυθού τις δίνες, μόλις ξαπλώσεις καταγής στα αίματα ριγμένος θαρθώ σαν φίνο άρωμα τριγύρω απ' τον λαιμό σου, θα σου σκουπίσω τις πληγές κι αγάπη θα κεράσω, θα ξεψυχήσουν μάγισσες κι οι ουρανοί θ' ανοίξουν, η Γη θα γίνει απ' την Αρχή και μεις οι δυό θεοί της, στου έρωτα τις συμφορές θα χτίσουμε Παλάτι!!!

Αθήνα 27/08/2011

Τρίτη 22 Μαΐου 2012

ΓΥΡΙΣΜΟΣ (Εδώ «είμαι» με το Θ. Αγγελόπουλο)


Κι ως ‘φάνη στο κατάστρωμα σπάραξε...
« Εγωωώ  Ειειείμαιαι»
Και ράγισε η φωνή σα να ‘χε βγεί από δάκρυα
Είχε η καρδιά ρωγμές…..Κοντά σαράντα χρόνια….
Στα ξένα που τον έριξ’ η ανάγκη…. Τότε… που βρέθηκε
χωρίς πατρίδα….  χιλιοπροδωμένος….
Κάτω,  λίγο πιο ‘κει  απ’ του καραβιού τη σκάλα,  δυο τρεις δικοί του περιμέναν..
«Εγωωώ  Ειειείμαιαι»
Σα για να τους πει που να κοιτάξουν…
Όχι πως τους γνώρισε ή πως τον γνώριζαν εκείνοι…
Τον γνώρισαν από την ερημιά του…
Να στέκει μοναχός και να τηράει τον τόπο…
Κι έμεινε σιωπηλός…

Μέχρι που κόντευαν να φτάσουν στο χαμόσπιτό του…
Μιαν  άκρη στα προσφυγικά…

Βάρυναν τα πόδια κι  έγιν’  ασήκωτο το γέρικο κορμί
« -Φοβάμαι»…   κι έτρεμ’ η φωνή του…
«-Σε περιμένει…
- Τι χρώμα έχουν τα μάτια της;…»
Τα λόγια βγαίνανε αριά.
 Ψίθυροι που ψάχναν τόπο να σταθούν
τούτες τις ώρες… τις βουβές…
Αργά σα για να συνάξει δύναμη ν’ αντέξει …και κουράγιο…
Αργά σα για να μη δείχνει το στρέκλισμα  στο βήμα
Αργά σα για να το αίμα κι όλο το κόκκινο,
π’ ανέβαινε,  ν’ ανάψει τα μάγουλα και την καρδιά
Βάδισε ίδιος μορφή που χάραξαν  στην πέτρα….
τσίνορο  δε πετάρισε..μη και λυγίσει…  και θρουλίσει…
και σκορπιστεί μπροστά της..


Η  Κατερίνα, φορώντας τα καλά της,
 ήρεμη στο πλάι της οξώπορτας
Αφήνοντας το χώρο λεύτερο, δεξιά…
 να μπει ο νοικοκύρης…
Σα σίμωσε κοντά της…
«’Εφαγες;»  
τον  ρώτησε  σα να μην είχε λείψει μέρα
Σα να μην είδε τίποτα στο πρόσωπο που ‘σκαψαν τα χρόνια και τα βάσανα
Σα να μην είδε τίποτα στα μάτια τ’ άδεια…  τα στεγνά
Σαν που αγάπησε πολύ κι έχει  πολύ  υποφέρει….

Εξόριστη ,κλεισμένη σπίτι τους, κι  η ίδια…
Το ίδιο αποδιωγμένη…
«Εγωωώ  Ειειείμαιαι»
Το ‘πε πολλές φορές μετά την πρώτη μέρα
και πάντα από μέσα του για να τ’ ακούει ο ίδιος
«Εγώ» … κλαδάκι  να πιαστεί
«είμαι»… ακρούλα ν’ ακουμπήσει…
Να πάψει η αντάρα μέσα  του που τον ανεμοδέρνει
να σιγανέψουν  κι οι καιροί , τα τόσα βάσανά του…
Μόνο σαν  έπιασε τη ρίζα του βουνού  να  πάει για το χωριό του
δεν το ‘πε, μα στάθηκε στο ξάγναντο , σαν έφτασε ψηλά, και σφύριξε…
Ένα τους σύνθημα κρυφό,καταδικό τους,  δυο και τρεις φορές
Έσχισε  του φαραγγιού τα πλάγια
κι ήρθε  ζεστό να τον  συναπαντήσει του φίλου του η απόκριση…
Αηδονολάλημα … μετά σαράντα χρόνια….
«- Τι λένε;
- Λόγια της αντάμωσης…»
Βρήκε το σπίτι ρημαδιό τον τόπο ρημαγμένο
και τ’ άλλα  σπίτια του χωριού σχεδόν παρατημένα…
Αετοφωλιές  χωρίς αητούς…
Το λιγοστό χωράφι του το βρήκε λογγομένο
Το στήθος γέμισε θυμό κι έπιασε το τσαπί του..
Μέχρι που τον επρόδωσαν  η ανάσα και τα χέρια…
Κι έκατσε να ξεκουραστεί…
Ο φίλος  του  ‘πε ταπεινά
« Τη νοιαζόμουνα την Κατερίνα. Πάντα τη νοιαζόμουνα… Από παιδί»
φάνηκε σα να λάφρωσε  π ’απηλοήθη  για τον κρυφό καημό του…
Αντί γ’ άλλη κουβέντα…
«Σαράντα μήλα κόκκινα γιαβρίμ»…
Πόσ’  ασήμαντα άκουγε όσα, σ’ άλλους καιρούς,  θα του ‘μοιαζαν σπουδαία…
Αλλά είναι τόσα χρόνια που συνήθισε το θάνατο να περιμένει…
Τόσα χρόνια   στήνει αυτί  ν’ ακούσει τον αχό του
«Σ’ ακούω  π’ έρχεσαι… Πέντε φορές σε γέλασα…
 Πέντε  πόλεμοι… φυλακές… στήσιμο στο τοίχο…
πέντε φορές… και τώρα…»
«Σ’ ένα μαντήλ’ δεμένα»…κι ήτανε σα να του ‘λεγε …το ‘ξερα …
ή άστα τουτανά…  κι  ακόμη…
Πώς να σου πω για τη ζωή… που ‘ναι στην εξορία…
Τέτοια λογής.. κι έτσι έστεκε, στα χρόνια,  η κολεγιά τους…
Και σα να παρακινήθηκε απ’ το σκοπό του τραγουδιού
και τα δικά του λόγια  κίνησε να χορεύει
Τα σκεβρωμένα πόδια του μόλις που τον βαστάγαν…
Κι είχε τα χέρια του ανοιχτά φτερά για να πετάξει..
Δεν τον αφήνουν οι πληγές…
Μόνο η ψυχή του φτερουγά μαζί με τουςκαημούς του..
Όλα τριγύρω ασάλευτα… Μόνο η θύμιση φανέρωνε τα πάθη
που καταλάγιασε ο καιρός
Ώσπου είδε μια στιγμή,  από την άλλη,
 να  ‘ρχεται ο πιο κακός απ’ τους κακούς
θανάσιμος εχθρός του, τραβώντας  το γαϊδούρι…
Ο άλλος  ως τον αντίκρυσε να στέκει,
  λίγο μακριά  του, στο καλντερίμι μόνος
 σάστισε για μια στιγμή κι έκανε να φύγει..
Το  μετάνοιωσε… Είπε να κάνει  κατά ‘κείνον… δείλιασε..
Έβγαλε τσιγάρο  να σαλιώσει… τ’ αποφάσισε…  σκυφτός…
κι από συνήθειο το ‘φερε  προς  το στόμα του…
Μα λίγο πριν στα χείλη του τ’ αγγίξει
άπλωσε το χέρι  κατά το Σπύρο…
Του ‘δωσε και φωτιά και μίλησε…
«Μας βάλανε και πολεμήσαμε…. Βγάλαμε τα μάτια μας….
Εσύ από την αποδώ μεριά,  εγώ από την άλλη…
Ο άνθρωπος με τον άνθρωπο… ο λύκος με το λύκο…
Τίποτα δεν έμεινε ‘δω πέρα»
Κι ακούστηκαν τα λόγια του σα ξομολόγηση και σα μετάνοια
κι ως τα ‘πε γύρισε να φύγει… κι ως έφτασε σ’ απόσταση ικανή
παλιά φαρμάκια  ξαστόχησαν και βγήκαν απ’  στόμα του
«Το πυροβολικό, το πυροβολικό… το πυροβολικό πολύ το αγαπώ…»
Και χάθηκε μαζί με το τραγούδι του στης εκκλησιάς την πλάτη…

«Εγωωώ  Ειειείμαιαι»
Σα να μην ήταν πιά…
Καθώς  με τις ημέρες απλώθηκε η είδηση του γυρισμού του…
Πιότερο που μαθεύτηκε πως γύρευε τον τόπο και το δίκιο του
το καταπατημένο, οι  της μεριάς της άλλης πολύ ταράχτηκαν…
Και  πρόστρεξαν στο κράτος και τους νόμους τους…
Και θυμήθηκαν τους τρόπους  που ‘φτιαχναν, από παλιά, ενόχους
Και  πήραν την απόφαση που  ‘θέλαν και τους βόλευε
Ανεπιθύμητος ξανά, κίνδυνος για τη χώρα…
 Χωρίς πατρίδα πάλι στα στερνά του…

Και όπως δεν  βρήκαν άλλη γη, για  να τον απελάσουν
Τον πήραν και τον άφησαν  σε μια  εξέδρα  στ’ ανοιχτά
που τα νερά είναι  του κόσμου όλου…Κι έβρεχε…
Μαζί κι η Κατερίνα… κάτω  απ’ τη μαύρη ομπρέλλα τους…
Μαύρο πουλί οι λογισμοί τους… Και θυμήθηκαν..

Χρόνια πίσω  συντρόφους μαζί με το Μιχάλη…
Τον Πάμπλο, όπως τον είπαν,  το δικό μας…
Που πολέμησαν για του λαού των Ισπανών το δίκιο …
και που κι εκεί νικήθηκαν…
Και τότε , όπως και τώρα, τόπος δεν ήτανε να τους δεχτεί…
Να πάνε..Μόνος  τους δρόμος ανοιχτός η θάλασσα…
Τον πήραν να γλυτώσουν…
Δάκρυσ’  ο Σπύρος αγναντεύοντας  καράβι να φανεί….Ελπίδα….

ΑΘΗΝΑ  22/05/2012

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ


Τις νύχτες βγαίνουν τα όνειρά μου

 

Μου γνέφουν να τ' ακολουθήσω

μέσα από χλωρά μονοπάτια.

Από μακριά μας φτάνουν μυρωδιές.

- Ασπάλαχθοι μ' αγκάθια

 και λουλούδια κίτρινα-

Πόθοι κι αγάπες μιας νιότης

που θέρισαν και σκόρπισαν οι πίκρες.

 

Στις άκρες τους ευωδιάζει η μνήμη...

 

Τις νύχτες περιμένω τα όνειρά μου

 

Να'ρθουν και να με πάνε

 ψηλά στις ανεμοπλαγιές με τα νερά ...

 

Κάθεται  πάντα στο στόμα της Σπηλιάς της.

Αμίλητη. Αμίλητα τα καστανά μαλλιά της

Μόνο κεντάει το κόκκινο μαντήλι του χορού

Μόνο κοιτάω και περιμένω

μ' ένα στεφάνι του έρωτα

 που  μου 'πλεξε με μούσκλια στο κεφάλι

να 'ρθουν σαν κάθε νύχτα φωνές θορυβημένες

που τάχα ανησυχήσαν

ανθρώπινες φωνές σαν κάθε νύχτα

να με  ξυπνήσουν  να πνιγώ.

 

Τις μέρες μου στοιχειώνει ένας άνθρωπος.

Ένας άντρας που χτύπησε βαρειά η αρρώστεια

και στέκει ολημερίς πίσω απο το παράθυρο

κοιτώντας το στενό αδιάφορο δρομάκι

κοιτώντας το φτενό ουρανό

ένα κουρέλι φως ανάμεσα στα κτίρια που τον κρύβουν

και περιμένει τη μέρα που θα' ναι η τελευταία.

 

Τα απόβραδα περνώντας τον χαιρετώ εγκάρδια.

Σηκώνει δύσκολα και μου κουνάει το χέρι

Μόνο μια μέρα κι ούτε μπορώ να το ξηγήσω

έκανα να περάσω με το κεφάλι χαμηλά

σα να μην είδα σα να ξέχασα.

 

Τότε σύναξε όση ακόμη του απόμένει δύναμη

και χτύπησε ξέπνοα το τζάμι.

και ως του χαμόγελασα τον είδα

Είδα να με κοιτάει επίμονα.

 

Να πιάνεται απ' το βλέμμα μου

Να κρατηθεί να θέλει ή να με τραβήξει

Μαζί του στο χαμό...

 

ΑΘΗΝΑ   17/05/2012

 



Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

" Κι όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα"


" Κι όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα"
( Μανώλης Αναγνωστάκης)

Όμως κι εγώ, Μανώλη, δεν παραδέχομαι την ήττα

Πόσες φορές η ίδια ιστορία

Πόσες φορές αγγίξαμε τη νίκη

Τη Βρύση και δεν ήπιαμε

Τότε ...κι αργότερα..

Τα όνειρά μας πλατάγιζαν ψηλά
Κόκκινα λάβαρα
Ιαχές
Συνθήματα
κι οι ρήτορες

" Φύλακες γρηγορείτε"

Φύλακες γρηγορούσαν
Τα νιάτα μας άγρυπνα
Οι ψυχές μας πυρκαγιές

Πάνω κάτω

Ομόνοια  Σύνταγμα
Οι πλατείες γεμάτες
Ο λαός κυρίαρχος
Ο λαός στην εξουσία
Η νίκη ήταν δική μας

Παρά τρίχα
Πάντα παρά τρίχα


Πως έγινε, πες μου, Μανώλη,
Πώς έγινε, λέω,  κι είδαμε
τις σημαίες μας να αλλάζουν χρώματα
τις σημαίες  μας σε ξένα χέρια
Πώς έγινε κι ακούγαμε τα λόγια μας σε ξένα στόματα

Ο κόσμος να χειροκροτεί
Ο κόσμος να παραληρεί
Ο κόσμος να επευφημεί
άλλο Μεσσία

Ψέμματα φωναζαμε
Μη τον πιστεύετε φωνάζαμε
Λαοπλάνος φωνάζαμε
Κλέφτης φωνάζαμε
Είναι δικά μας τα λόγια του
Είναι δικά μας τα συνθήματά του
Είναι προβιά το ζιβάγκο του

Φωνάζαμε

Κανείς δεν άκουγε
Κανείς δε νοιάστηκε

Τα πλήθη αλλαλάζοντα
Τα πλήθη ενθουσιώδη

Οι φωνές τους σκέπασαν τις δικές μας φωνές

Τα πλήθη μας προσπέρασαν

Η Ιστορία...

" Εδώ και τώρα"
άμεσα λόγια και ζεστά

"Αλλαγή"

Και τι δεν έταζε...

Μείναμε να κοιτάμε άλαλοι
Μείναμε να κοιτάμε τις άδειες πλατείες
Να κοιτάμε τους δρόμους

Κουρέλια οι κόκκινες σημαίες μας

τα  όνειρά μας στις λάσπες
τα οράματά μας λειώμα

Οι αλήθειες μας


Μια ακόμη ευκαιρία χαμένη Μανώλη

..και περάσανε χρόνια
κι ήρθε ο Κωνσταντίνος
κι ήρθε άλλος Κώστας κι άλλος Κώστας
κι  άλλος Γιώργος ήρθε

Τόσο ίδιοι
Τόσο απαράλλαχτοι

Κι ο τόπος ρημαδιό

Τώρα, Μανώλη, γυρίζω  στους παλιούς δρόμους
Στις πλατείες τις γνωστές μας γυρίζω

Κοιτάζω στα μάτια τους αδιάφορους διαβάτες

Γυρεύω τους παλιούς συντρόφους

Γυρεύω το παλιό Καπετάνιο
Δεξιά του ο σύντροφος με τη σημαία
Αριστερά ο σύντροφος  σαλπιγκτής
καβαλάρηδες

Γυρεύω  τους νέους συντρόφους

Γυρεύω το νέο καπετάνιο
Δεξιά του ο σύντροφος με τη σημαία
Αριστερά του ο σύντροφος σαλπιγκτής
καβαλάρηδες

Τη δική μου νέα Λαμία γυρεύω

Ένα βλέμμα ν΄ακουμπήσω γυρεύω

Ένα βλέμμα ν΄ανάψει το βλέμμα μου
Κι από βλέμμα σε βλέμμα
Ν' ανάψω τις παλιές πυρκαγιές
Να λαμπαδιάσουν οι καρδιές

Να λαμπαδιάσει ο τόπος

Σύντροφοι ξανά
Πάλι Λεύτεροι

ΑΘΗΝΑ  3/5/2012








Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

ΣΤΙΣ ΕΛΙΕΣ ΜΑΖΙ ΤΗΣ

Ήταν κατά τις δυο μετά το μεσημέρι που φτάσαμε στο χωριό. Και ήταν μια από ‘κείνες τις σπάνιες μέρες που το χωριό έχει τέτοιο παλιόκαιρο. Από μια ιδιοτροπία της φύσης, αν και βρίσκεται σε ένα χαμηλό λόφο που σε ευθείες γραμμές δεν απέχει πολύ από τις κορφές , ένα γύρο, του Ερύμανθου, του Χελμού, του Μαίναλου και της Μίνθης, εν τούτοις επηρεάζεται και έχει τον ίδιο καιρό με την Κεφαλονιά… «Το φέρνει κεφαλονήτικο», άκουγα να λένε οι γέροι μικρός. Έτσι , ο αέρας περισσότερο δυτικός παρά βόρειος, έφερνε χιόνι και παγωνιά. Άνοιξα την αυλόπορτα και μετά το πατρικό μου σπίτι, για την ακρίβεια το σπίτι που φτιάξαμε στην ίδια θέση με το σπίτι που γεννήθηκα, μετά τον σεισμό του χίλια εννιακόσια εξήντα πέντε. Πέρασαν χρόνια να συνηθίσω τούτο το καινούργιο σπίτι…Στα όνειρά μου ερχόταν πάντα το παλιό. Σαν παράπονο που ‘χει στοιχειώσει.
Η Μαρίνα πήρε να ξεφορτώνει τα πράγματα από τ'αυτοκίνητο..Το σπίτι υγρό και παγωμένο, δεν ήξερες που ήταν προτιμότερο να σταθεί κανείς. Μέσα ή έξω; Ευτυχώς, είχα προνοήσει και είχα πολλά ξύλα, από ελιά και πεύκο που ξεφλοξίζουν εύκολα.
Ανάψαμε το τζάκι και σταθήκαμε κοντά στη φωτιά. Πήγα κοντά της. Τη φίλησα. Όχι από πόθο. Μάλλον από ευγνωμοσύνη. Από αγάπη. Που ήταν μαζί μου. Ένοιωθα διάχυτη τρυφερότητα. Και αγαλλίαση. Όπως όταν βυθίζεσαι σε μάτια αγαπημένα. Ή σε καλοσύνη απρόσμενη. Χρόνια τώρα, απ’ όταν φύτεψα το χωράφι ελιές κι υστερότερα ανανέωσα και το πατρικό αμπέλι, ίσως οι συγκυρίες να το ‘φεραν έτσι, μόνος πάω , μόνος έρχομαι, μόνος μένω στο χωριό, με εξαίρεση κάποιες φορές που αναγκάστηκα να φιλοξενήσω εργάτες αλλοδαπούς. Όμως σήμερα με συνόδευε μια γυναίκα. Όμορφη σ’ ένα χώρο που πιότερο από το τζάκι έφεγγε από τη δική της παρουσία. Την έβλεπα να πηγαινοέρχεται με μια οικειότητα, λες κι είχε ξαναβρεθεί εκεί. Και με εντυπωσίαζε που δεν έκανε κανένα σχόλιο. Ούτε έδειξε, έστω για μια στιγμή δυσφορία. Μόνο χαμόγελα. Το λέω επειδή το σπίτι κατοικείται περιστασιακά, κάθε που πάω για αγροτικές δουλειές με έντονα τα σημάδια του χρόνου και της έλλειψης φροντίδας. Με πονάει να πω της ερήμωσης. Σε κάποια σημεία, μάλιστα, η υγρασία έχει ποτίσει ως μέσα την ταράτσα και τον τοίχο. Οι ίδιοι οι τοίχοι, γυμνοί, με μια σόμπα πετρελαίου στη μια άκρη, στο μεγάλο δωμάτιο, δυο κρεβάτια αντικριστά, ένα μικρό τραπέζι στη μέση, μια μικρή φορητή ντουλάπα σε μι’ άκρη…Ένα μικρό ψυγείο και μια ηλεκτρική κουζίνα, όλη του η επίπλωση και ο εξοπλισμός του. Και η τουαλέτα με ένα υποτυπώδες ντουζ, έξω στον κήπο..
Πόσο μπορεί να μεταμορφώσει το χώρο η γυναικεία παρουσία; Κοιτούσα αμίλητος , αποσβολωμένος σε μια καρέκλα κοντά στο τζάκι, όσο τακτοποιούσε τα λιγοστά μας πράγματα. Παρατηρούσα τη σιλουέτα της, ακολουθώντας τα ασταμάτητα δώθε κείθε της. Κι ο αέρας κι ο χώρος μου φάνηκε πως είχαν ζεσταθεί πολύ.
‘Κείνη τη μέρα, αψηφώντας το κρύο, μεταφέραμε τα πανιά για το μάζεμα των ελιών στο χωράφι και κάναμε όλες τις απαραίτητες προκαταρκτικές εργασίες, ώστε την άλλη μέρα να ξεκινήσουμε τη δουλειά που μας είχε φέρει μέχρι εκεί. Όσο να πάω το δεύτερο δρομολόγιο, η Μαρίνα με τη σβελτάδα που τη διέκρινε είχε «στρώσει» όλα τα πανιά…Τη βοήθησα να ολοκληρώσει τη δουλειά και κατάκοποι γυρίσαμε στο σπίτι
Ο πιο σίγουρος τόπος να κρυφτεί κανείς είναι ο κόσμος. Αλλά στο χωριό ο κόσμος που έχει μείνει είναι λιγοστός και δεν υπάρχει τρόπος να μη σε πάρουνε χαμπάρι. Άρχισαν να καταφθάνουνε φίλοι. Η Μαρίνα τους χαιρέτησε εγκάρδια. Σαν να τους ήξερε χρόνια και, λίγο μετά, το ίδιο φυσικά είπε. « Ετοιμάζω φαγητό. Θα μείνετε να φάμε». Δεν έφεραν αντίρρηση..Άλλωστε και χωρίς τη Μαρίνα το ίδιο θα κάναμε. Δεν έχει σημασία για μας ο τόπος..Όπου βρεθούμε, η παρέα μας, με το τίποτα και από το τίποτα μπορούμε να στήσουμε νυχτέρια ατέλειωτα με κουβέντα , ιστορίες , γέλιο, αμοιβαία πειράγματα, κρασί και ότι βρεθεί. Και κανείς από τους συμμετέχοντες δεν είναι σε θέση να πει με βεβαιότητα, αν το φαϊ και το κρασί είναι η πρόφαση για την παρέα και το κουβεντολόι ή η παρέα κι η κουβέντα αφορμή για κανά ποτηράκι παραπάνω μαζί με τα « δέοντα»..Και τα δέοντα που ετοίμασε η Μαρίνα – πότε πρόλαβε; - ήταν παραπάνω από τα συνηθισμένα και τα ποτηράκια πολύ περισσότερα. Μπήκε στην καρδιά τους. Και στη δική μου ακόμη βαθύτερα.
Πότε πήγε η ώρα δυό;..Γενικευμένη ερώτηση και απορία χωρίς απάντηση. Φύγανε οι φίλοι, μείναμε οι δυο μας κι ετοιμαστήκαμε να κοιμηθούμε. Ξάπλωσε πρώτη. Ώσπου να βάλω δυο κούτσουρα χοντρά στη φωτιά, δεν θα είχαν περάσει πέντε λεπτά που πήγα στο κρεβάτι, κατάκοπη, ως ήταν, κοιμόταν βαθειά. Τη φίλησα απαλά και χαμόγελασα στο σκοτάδι. Αλλοιώς είχα φανταστεί την πρώτη μα ς νύχτα. Ένοιωθα όμως πολύ ευτυχισμένος.
Έχω πολλά χρόνια πια που είμαι ολιγόυπνος, χωρίς λόγο. Όχι τώρα που είχα. Ένας κόκκορας όξω λάλαγε, σημάδι πως χάραζε. Άπλωσα το χέρι μου . Ξαφνιάστηκα. Η Μαρίνα, ολόγυμνη, κοιμόταν. Αλλοιώς είχε φανταστεί και τη δική της πρώτη νύχτα εδώ, χαμόγελασα ξανά . Ντράπηκα για τη δική μου συστολή και έβγαλα με ελαφρές κινήσεις και τα δικά μου. Κοιμόταν ανάσκελα και ανάσαινε ήσυχα. Άγγιξα αλαφρά το μηρό της. Το κορμί της, ζεστό απ’ τον ύπνο, άχνιζε. Δεν ήθελα να την ξυπνήσω. Μόνο που ξύπνησε και άχνιζε και ο δικός μου πόθος. Το χέρι μου σύρθηκε και χάιδεψε την κοιλιά της…ίσα που την ακούμπαγε, ανεβαίνοντας στο στήθος της, ψάχνοντας τις θηλές της. Ρίγησε και γύρισε προς το μέρος μου. Σφίχτηκε πάνω μου, διχαλωτά στο μηρό μου και άνοιξε για μια στιγμή τα μάτια… «Σήκω αγάπη μου η ώρα πάει εφτά» την άκουσα να ψιθυρίζει. Σου έχω φτιάξει τσάι. Έψησα και ψωμί στο τζάκι. Στις οκτώ, μου είπες χθες, πρέπει να φεύγουμε». Μα πότε πήγε εφτά; Όταν την ξύπνησα ήταν μόλις πέντε. Σηκώθηκα. Όση ώρα πίναμε εκείνη καφέ κι εγώ τσάι, κοίταζα τα μάτια της. Ήταν τόσο γλυκειά.
Στο χωράφι , από έκπληξη σε έκπληξη, θαύμαζα την ευκολία που μάθαινε την κάθε δουλειά και την ‘πιτειδιοσύνη που είχε, μια γυναίκα της πόλης. Τη σιγουριά που πάταγε, τον τρόπο που χειριζόταν το ραβδιστικό, την άνεση και την αντίληψη που είχε , αλλά και την εντυπωσιακή δύναμη που φανέρωνε , όταν έσερνε τα γεμάτα καρπό πανιά. Κι όταν ερχόταν η ώρα ν’ αδειάσουμε τα πανιά και να στρώσουμε νέα δέντρα – στην ανάπαυλα από το ράβδισμα – η δουλειά γινόταν πιο ερωτική. Είναι η φύση της τέτοια αφού απαιτεί τη συνεργασία δυο. Εκείνη από τη μια μεριά κι εγώ από την άλλη του πανιού συνάζαμε τον καρπό στο κέντρο, μέχρι που τα χέρια μας συναντιόνταν. Τα χείλη μας δεν άφηναν την ευκαιρία. Είναι το «στρώσιμο» μια διαδικασία, όπου πλησιάζεις κι απομακρύνεσαι συνεχώς. Όπως στον έρωτα. Όταν πρωτοπιάνεται.
Με συγκινούσε η προσοχή, η φροντίδα της . Κατά τις έντεκα κολατσιό ένα τέταρτο, γύρω στις δύο φαϊ. Για όλα είχε προνοήσει και όλα τα είχε προβλέψει η Μαρίνα. Κι όσο εκείνη να κάνει το τσιγάρο της και να το δευτερώσει, αρχίναγα ιστορίες από όταν ήμουνα παιδί, εκεί στον ίδιο τόπο , στο ίδιο χωράφι, αφήνοντας τον εαυτό μου να θυμάται, όσα η μνήμη επιλέγει, όσα ξεφεύγουν και ξελοξεύουν πάνω από τα συνηθισμένα. Κι εκείνη άκουγε το παιδί που γινόμουνα, χωρίς να διακόπτει, χωρίς να ρωτάει, μόνο όταν ξεχνιόμουνα εκεί πίσω σε ‘κείνα τα χρόνια που πέρναγα σχεδόν όλο το καλοκαίρι εκεί και κοιμόμουνα σε αυτοσχέδια κρεβάτια πάνω στη «μεγάλη» ελιά και σε στρώμα από φτέρη που μοσχομύριζε, κι έτρωγα με πιρούνια το ίδιο αυτοσχέδια από ρείκι και έφτανα ως τότε που είχαν γουρμάνει τα κούμαρα, κόκκινα και λαχταριστά και στις πέρδικες που ξάφνιαζαν την αμέριμνη περπατησιά μας στο μονοπάτι – και που δεν ξετρέχει ο νους σαν φτερακίσει; - μου ‘λεγε απλά, « Έλα σήκω, πέρασε η ώρα, έχουμε δουλειά»…Κι είχε το στόμα της τόσα φιλιά που μου ‘ρχονταν παρέα με τα λόγια. Κι έχει το στόμα της τόσα φιλιά που ακόμα δεν αξιώθηκα κι αναπολώ με πίκρα.
Με τούτα και μ΄άλλα πέρασαν κοντά τέσσερες μέρες .Μαζώνοντας πότε με ήλιο, πότε με κρύο και την τελευταία με αέρα και βροχή…Τ’ Αη Γιαννιού ήταν και μόνο ‘μεις στη δουλειά. Και μόνο μεις βρεχόμασταν. Μούσκεμα πια φορτώσαμε τον καρπό και φύγαμε για το λιοτριβιό σε κοντινό χωριό. Ο λιοτριβιάρης, φίλος από παιδί, με το που με είδε θυμήθηκε να κάνει το σταυρό του. « Θοδωρή με τέτοιο χειμώνα μάζωνες ελιές; Σε βλέπω και τουρτουρίζω». «Μόνο σάκκιαζα» είπα, λες κι αυτό μαλάκωνε το μούσκεμα…"Έλα,αρτσίδι είσαι, ελάτε μέσα να πυρωθείτε". Πήγαμε ,μα φύγαμε αμέσως, τρέμαμε. Ευτυχώς στο σπίτι η φωτιά στο τζάκι κράταγε ακόμη. Έβαλα ξύλα ξερά και δυο όλο ρετσίνι πεύκινα και μπουμπούνισε από τη ζέστη ο τόπος.
Μόλις που είχαμε πετάξει τα βρεγμένα και είχαμε πλυθεί σαν ήρθε ο φίλος ο Γιάννης και με τρόπο που δεν σήκωνε κουβέντα , μας κάλεσε στο σπίτι του που γιόρταζε. Πήγαμε. Πόσο γρήγορα η γυναίκα μεταμορφώνεται. Ντυμένη, βαμμένη ελαφρά, η Μαρίνα λιγνή μέσα στο φόρεμα και τις μπότες της με το μεσάτο παλτό της έλαμπε στο τραπέζι. Γελαστή έπαιρνε μέρος στην συζήτηση, ευδιάθετη, εύχαρις..Τι απόγινε άραγε τόση κούραση…Την άλλη μέρα θα φεύγαμε.
« Αφεντικό, κοντεύεις να κοιμηθείς στο τζάκι. Σήκω να πας στο κρεβάτι». Δίκιο είχε. Μετά μια τόσο κοπιαστική μέρα - και ήταν η πρώτη που μαζεύαμε φέτος ελιές – το κορμί δεν το όριζα. Τα κόκκαλα πονάγανε και είχα να μαγερέψω να φάμε με τον Ρούμεν, ένα βούλγαρο, ίσαμε είκοσι πέντε χρονώ, με εξώφθαλμο βρογοκήλη στο ένα μάτι, καλό παιδί που είχα προσλάβει να με βοηθάει. Σαν αποφάγαμε έκατσα να ανασάνω κοντά στη φωτιά.
« Η Μαρίνα που πήγε;» ρώτησα.. «Ποιά Μαρίνα αφεντικό;»…
«Ποια Μαρίνα…Εκείνη που έφυγε προτού να ‘ρθεί. Μα εγώ το ξέρω , χοντρομούρη, η Μαρίνα εδώ ήταν, εδώ είναι και θα είναι κάθε φορά που θα ΄ρχομαι», σκέφτηκα κι έπεσα στο κρεβάτι ξερός. Με τα ρούχα. Φαίνεται με σκέπασε ο Ρούμεν..Καλή του ώρα…
Καλή σου ώρα Μαρίνα. Πόσο πολύ σ’ αγάπησα. Πόσο πολύ σε σκέφτομαι. Πόσο σ’ αγαπώ.

Αθήνα 11/03/2012
 (Με αφορμή ένα κείμενο της φίλης Γ. Καρλαύτη…Ας πούμε μια παρεμφερής ιστορία, από ανδρική οπτική. Για δική μου ευκολία μετέφερα τον χώρο στο δικό μου χωριό και το δικό μου χωράφι, κρατώντας τον καμβά της δικής της ιστορίας)

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ

(Γραμμένο σε συνεργασία με την φίλη Σοφία Βέλλου)

ΘΟΔΩΡΗΣ

Ήβη
Κόκκινη παπαρούνα

Τα σέπαλά σου
κλείνουν τους στήμονες
χνούδι μουνί  π' αγκαλιάζει
πόθο ασπαίροντα

Τα σέπαλά σου μιρμιδίζουν
όσο μιας μέλισσας τα πόδια
επικονιούν

Στον άνεμο βομβούν τραγούδια
Όσο ένας άντρας σκέφτεται
κορμί αγαπημένο

Την ώρα που σπιθίζουν χίλια άστρα
πίδακας στιλπνός
σπέρμα που σπάει
σπέρμα που εξακοντίζεται

Μύρια πυροτεχνήματα
Μύρια στόματα

ΣΟΦΙΑ

Της ζωής παιχνίδι ασύγκριτο
Πόθου ζωής μουσική
Όραμά μου Σύ αγαπημένο
Είσαι της ψυχής μου προορισμός
Αληθινό
Σε χρόνο ψεύτικο

ΘΟΔΩΡΗΣ

Όραμά μου
πως να κρατηθώ;

Χρόνια μήνες μακριά
που να κρατηθώ;

Ψυχή μου σε ψάχνω

Χρόνια μήνες μακριά...

ΣΟΦΙΑ

Να γιατί υπάρχω
Για να σ' αναπνέω
να σου μιλάω
να σε φιλώ

ΘΟΔΩΡΗΣ

Με τη σκέψη ιχνηλατώ το κορμί σου
χάδι το χάδι


ΑΘΗΝΑ 6/3/2012

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

ΓΥΜΝΟΥΛΑ

Στην ακρη από τους στεναγμούς
σε βρήκαν και σε σήκωσαν

Τα μάτια μου ...μάτια μου

τα λόγια σου ήταν δάκρυα
κι αναφυλλητά
Μούσκεψε την καρδιά μου
το παράπονο

Σε τύλιξαν μ' αγάπη και με χρώματα
τα μάτια μου...μάτια μου

Με χάδια και μ' αγγίγματα
σε σκέπασαν

Κι όσο στα χείλη ν' απιθώσουνε φιλί
τα μάτια μου...μάτια μου

Άνθισε γύρω ο τόπος κι η λαχτάρα μου
Λαχτάρα μου

Μπουμπούκιασε στα στήθεια
ο ήλιος κι ο πόθος σου

Γυμνούλα Ποθητή μου
Κι Άνοιξή μου

Μαύρα μάτια ήρθαν
και μου 'πάνε
Ν' απαρνηθώ Άνοιξη μου
τα δυο σου
τα πράσινα

Μα 'γω δεν ξέρω άλλα
τους είπα

Μάτια μου μάτια μου

Παρά τα δυο δικά σου
που τ'αγαπώ

ΑΘΗΝΑ 1/03/2012

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

ΠΟΙΗΤΗΣ

Τ' άσπρο χαρτί
του γνέφει.

Να μετρηθούν ξανά

Δέχεται
Όπως πάντα

Μέσα του ελπίζει
πως τούτη τη φορά
θα ' ναι δική του η νίκη

Η πρώτη

Έτσι συμβαίνει
απ΄ όταν κτίστηκε ο κόσμος

και στάθηκε ο λόγος
σα λογισμός και σα λαλιά

Μάχεται

ένα χαρτί....
κι άλλο χαρτί....
Πολλά χαρτιά τσαλακωμένα...

Ως το καλογραμμένο

Ως που τα λόγια νομίζει
υποταγμένα

Ως την κρυφή χαρά
που βγήκε σ' άλλην όχθη

Σημάδια
μαύρες σκιές

Σημάδια
μαύρα γράμματα

το πάλαιμα
το ποίημα


Λέξεις

σκόρπιες πέτρες
Ασήκωτες

Η γλώσσα του

Πού να κρατηθεί;

Για μια στιγμή μονάχα
Πορθητής και τροπαιούχος
Πάνω απο τ' ασπρο άτι
το ποίημα καμαρώνει
ντυμένος , ντυμένο στα λευκά
Για μια στιγμή....

Κι ύστερα πάλι η αμφιβολία
Πως έμεινε ανείπωτο
ότι στο βάθος ήθελε να πει

Αλώβητο το ανέφικτο

Σε λάθος τόπο βγήκε αντίπερα

Τα μάτια πάλι στο χαρτί
Υπόσχεση
Για μια καινούργια απόπειρα
παραδοχή
Για μια καινούργια ήττα

Ο Λόγος δρόμος
στρωμένος ήττες στη σειρά

Κουφάρια ποιητών και ποιημάτων....

ΑΘΗΝΑ 22/02/2012

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

ΤΑΞΙΔΙ

Πάνω απ' τα χρόνια

πάνω απ' τα βουνά

φτενό αεράκι η μνήμη

ταξιδεύει

 

 

Της ψυχής μου η νύχτα η σκοτεινή

Άλλες νύχτες σκληρές της μοναξιάς μου

Τόποι

Παλιές μου πεθυμιές

 

Οι τρόποι που σ' αγάπησα

 

 

ΑΘΗΝΑ 15.02.2012

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ

Πως βρέθηκα στο νησί…
Δε με θυμάμαι σε βάρκα
ή σε καράβι
κι ούτε που είδα θάλασσα

Μόνο πως περπατούσα
Σε δρόμους Χώρας άγνωστης…
Ως που τέλειωναν τα σπίτια

Λίγο πριν να ρωτήσω ένα παιδί
Όξω από μια ταβέρνα
Ααά είμαι ακόμα στην Ελλάδα είπα
Λίγο πιο ‘κει τέλειωνε ο δρόμος

Μπροστά ένα χωράφι
με ελιές χιλιόχρονες
Ανασκαμμένο σαν να που ‘θέλαν
Κάποιοι να τις ξεριζώσουν

Στο σύθαμπο του σούρουπου
Το παιδί δεν είπε τίποτα
Μόνο τ’ ακολούθησα
Εδώ είναι η εκκλησία μου ‘πε

Αριστερά είδα το ιερό
το πίσω μέρος
Μα πριν προλάβω…
Λίγο δεξιά κι ομπρός μου

Είδα το χώμα καθισμένο
Σα που να ‘χει υποχωρήσει
Κάτω από φως
Κι ήταν εκεί μιαν άλλη εκκλησιά

Φτιαγμένη με ψηφίδες
γαλάζιες στα πορτοπαράθυρα
Κι οι τοίχοι μ’ άσπρες
Μια εκκλησούλα ταπεινή
Μόνο σε κάτοψη

Μια εκκλησούλα ταπεινή
σα σκιά
λουσμένη φως
της νύχτας


Προχώρησα ευλαβικά και μόνος
μέχρι την άλλη άκρη
Μέχρι εκεί που ήταν κάποτε
η θύρα η δυτική

Εκεί ένα μικρό καμπαναριό
δε μου ‘φτανε ως τη μέση
Τοσοδούλες οι καμάρες του
Κι εκεί πολλά μικρά μελισσοκέρια
Αναμμένα
Κι άναψα το δικό μου

Γονατισμένος κι έκλαιγα
Ευχαριστώντας την Παρθένα
Που μ’ αξίωσε να ζήσω
Τούτη την ώρα την στερνή

Σε τούτο το εκκλησάκι
Το καμωμένο από ευωδιές
κι αέρα της πατρίδας

Και ψηφίδες απ’ τις δικές μας θάλασσες
Μικρές, στιλπνές , στρογγυλεμένες
Κι αναλογίστηκα  την ώρα
Την ύστερη

ΑΘΗΝΑ 11.02.2012

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

" Ο τοίχος μου πόρτα μου"

Ποτέ τους γύρω σου δε μπόρεσαν
να χτίσουνε τοιχιά
όσο κι αν το θελήσανε
Ούτε ποτέ το μπόρεσε η πίκρα
που σε πότισαν
Κι όσες σου ρίξαν κατάρες κι αναθέματα
γυρίσαν πάνω τους...

Πόσο πολυ πασχίσαν να σε κλείσουνε
στης μοναξιάς τους τοίχους
σαν να μην ήξεραν
ότι η μοναξιά γεννιέται και βλασταίνει
από τη στέρηση...
και φτάνει μόνο μια κουβέντα, ένα φιλί
για να σκορπίσει πέρα...

Στον πόνο που απλόχερα σου χάρισαν
αντέταξες μια πράσινη ματιά σου
ένα χαμόγελο και εδιάβεις.

Μια διάφανη καρδιά
μας χάρισες...
Ολόφωτη κι από παντού να φαίνεται....

ΑΘΗΝΑ 3/2/2012..

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

ΑΠΟΓΝΩΣΗ

Δεν ξέρω πως και το γιατί
μα κάθε απόγιομα
ερχόμουνα στη βάρδια σου.


Εκεί ανάμεσα σε χαρτιά και σε τηλέφωνα
γεροδεμένη ως ήσουν
με κάθιζες στα πόδια σου
κανοντας μαζί και τη δουλειά σου

Άντρας, παιχνίδι και παιδί

Τ' άσπρο πουκάμισο ανοιχτό
με άφηνε να βλέπω
λίγο απο το στήθος σου.


σαν το 'νοιωθες με κοίταζες
για μια στιγμή
χαμογελώντας μου..


Συνενοχή το βλέμμα σου


Μια μαύρη σκοτεινιά και ζέση
ίδια η θέρμη που ανάδιδε η κοιλιά σου
κι έκαιγε απο κάτω μου...


Δήθεν αδέξια, δήθεν από λάθος
άγγιζα δειλά και φευγαλέα
σαν πως ν' αγκύλωνε η θηλή σου

τριαντάφυλλο

Θέλω να δώ ψιθύρισα
" Την Κυριακή θα ρθω να σε πάρω
βόλτα στο Πανόραμα"


Μέσ' σε λαχτάρα κι ονειρα
Ήρθε η Κυριακή
χωρίς εκείνη

Το ίδιο και η Δευτέρα
κι άλλα πολλά απογεύματα


Έχετε δεί απόγνωση
δεκατριώ χρονών;


ΑΘΗΝΑ 02/02/2012

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

ΤΟ ΓΙΑΟΥΡΤΙ ( Με τον τρόπο του Γ.Σκαρίμπα Αφιερωμένο στη μνήμη του)

Είχε αφήσει στης δουλειάς το ψυγείο δυο κεσέδες γιαούρτι. Σε μια τσάντα τα είχε μπακάλικου, το ένα πάνου στο άλλο – κι ένα μήλο παρέα τους – με δεμένες κόμπο τις άκρες της. Μην τύχει και πείναγε. Μη και του ‘ρθει λιγούρα. Κι όπως τη πάσα ημέρα, βουλιαγμένος του ήτανε στη δουλειά και στις σκέψεις του. Στις λάσπες του νου του βουτηγμένος του ήτανε και στα χρέη. Και χοροπηδάγαν στις αράδες τα νούμερα, και φέρνανε φούρλες στο κεφάλι οι έγνοιες. Και τι άλλο να κάμει. Ένα γιαούρτι τη μέρα του έτρωγε και καμιά φορά κανά μήλο... Ποτέ μαζί και ποτέ πριν την ώρα τους . Με ευαγγελική εγκαρτέρηση περίμενε πάντα του να πάει η ώρα έντεκα, κι αν μπορούσε να κρατηθεί, εντεκάμισυ, κόβοντας της δουλειάς του το χρόνο και την πείνα στη μέση.
Ως που του ‘ρθε μια λίγωση. Από πού του ‘ρθε δε νοιάστηκε, ώρα της ήτανε, μόνο ‘σηκώθη και τράβηξε στο μικρό δωματιάκι τ’ απόμερο, το ένα γιαούρτι να φάει.
Απ’ την κάσα της πόρτας , είδε, σαν έφτασε, μια κυρία ευτραφή μπροστά στο ψυγείο. Σα συναδέλφισσα του ‘μοιασε, σα μια πείνα ολόρθη. Και, ως ήταν καλόπιστος, διόλου ύποπτη. Από κοντά και η σκιά της , το ίδιο υπέρβαρη ,του κλείναν το δρόμο. Δίχως φως ,ένα γύρω ο τόπος, κι εκείνη μασούλαγε. ‘Κοντοστάθη , μα τον πήρε χαμπάρι… Μια μπουκιά μετέωρη ξόμεινε, σαν να τα ‘χε ολοσδιόλου χαμένα. Ακίνητη σ’ ένα στόμα που έχασκε, σαν να οι τύψεις τον καταπιώνα τής φράξαν. Ως να ήταν το τρώει της μιαν αυθάδεια στον Ύψιστο. Με συστολή τα μάτια χαμήλωσε. « Καλημέρα» του γρύλισε σαν σκυλί μη το δείρουν. Κι ήταν η καλημέρα της ψεκασμός από σάλια και ψίχουλα που σκορπίσανε γύρω. Μια γκριμάτσα στο μούτρο της ήτανε , μια σύσπαση που ζητούσε επιείκεια. Κι αυτός, από σπίτι με τρόπους – ω! τι τρόπους είχε το σπίτι του! - αμέσως την έδειξε… « Συγγνώμη μαντάμ» ,εψιθύρισε, « δεν κάνετε κάτι επιλήψιμο…με την ησυχία σας…μιαν άλλη φορά»… Μια άλλη φορά τι; Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε και σιχτίρισε που τόσο ανεύθυνος ήτανε. Που καθόλου δεν νοιάζονταν να σκορπάει στο διάβα του ελπίδες αβάσιμες. «Και ,φτού φτού - την έφτυσε – τι όρεξη είναι αυτή που την έχετε..και πιστή…Σαν ποτέ από κοντά σας μην έλειψε…Ομολογώ , κρυφοκοιτώ κάθε φορά που περνάτε - τσουπωτές και τριζάτες – οι δυο σας κι ο τόπος στενάζει…Μαζί του κι εγώ..Ξέρετε είναι το φως λοξό.. σαν εμένα. Οι σκιές σας πέφτουν απάνω μου. Πώς ν’ αντέξω»…« Πόσο ένοχη ένοιωσε», είπε μέσα του, και τη σκέφτηκε ακριβώς καθώς ήτανε , σ’ όσο χρόνο του χρειάσθη ν’ αντισκόψει το βήμα, πως τάχαμ’ πήγαινε αλλού, και ξανά να κινήσει. Αλλού που να πάει δεν είχε, μόνο γύρισε κι έκατσε στην καρέκλα του πάλι. Να περιμένει ένα τέταρτο …Να μην είναι αδιάκριτος …Κι έσκυψε ξανά στα χαρτιά, αλλά ζάφτι δεν τα ‘κανε…σαν να ήταν άγνωστές του οι έννοιες. Σαν τα νοήματα να μην κάθονταν ήσυχα..Άδειο σακκί δε στέκει , σηκώθηκε πάλι προσδοκώντας μιαν ανεμπόδιστη πρόσβαση. Κι ήταν. Δεν είχε πια εύσωμες, ούτε βάτα ο διάδρομος.
Προσέχοντάς του λάθος μην κάνει, πήρε κι άνοιξε τη δική του σακκούλα. Κι έμεινε. Να την κοιτάει σα χαμένος , που ήτανε… Ξεφύσησε σαν ψάλτης που σελίδα του γυρίσαν ερήμην του… Ποτέ πριν κεσές δεν είχε νικήσει κεσέ κατά βάρος. Τους ξεχώρισε , όπως θα ‘κανε με παιδιά μικρά που τσακώνονται. Το μάτι του φοβέρα θολή, αγριεμένη..Και τ’ άλλο το ίδιο… «Εεε, αυτό πάει πολύ». Και πήγαινε. Ο κάτω κεσές είχε ανοιχθεί από χέρι  –φαινόταν καθαρά στο ημίφως του χώρου – και δυο τρεις κουταλιές το πολύ τέσσερες, δεν ήταν στη θέση τους.  Δεν του πήρε πολύ να υποθέσει τη δράστη..Τη δράστη; Και τι να υπέθετε; Άνδρα; Και που θα τον έβρισκε του χεριού του να μπορεί να τον ζάπωνε; Κερατά να του πεί, τι σου φταίνε τα γιαούρτια του κόσμου; Και φαπ μια να του έδινε…Κι αν δεν νόγαγε, και μια δεύτερη … για να μάθει..και ο νους του πήγε σε εκείνον τον ψηλό, το σφιχτόφρυδο ,που τον είχε δει ,φαλακρό και μονάχο, να κάνει βόλτες ‘κει απ’ όξω…Τι μ’ αυτό..κι από ‘ξω απ’ τη σύνταξη βόλτες κόβει καιρό, αλλά – όλοι το ξέρουν – χέρι δεν άπλωσε. Μένει εκεί καρτερώντας σα ζητιάνος το σχόλασμα …Δεν μπορεί, αυτός τώρα, να κατηγορεί έτσι έναν άνθρωπο, που ποτέ δεν του ‘χε δώσει δικαίωμα. Η αλήθεια, ούτε ‘κείνος ,ποτέ του, το ζήτησε. Άσε που ‘χε φήμη οψόθυμου..Μια κουβέντα να του ‘λεγε, δεν το ‘χε σε τίποτα να του τρίψει το γιαούρτι στη μούρη. – ποιο γιαούρτι, όσο έμενε - Μπα δεν ήταν αυτός…Κι ευτύς τον απάλλαξε… Γυναίκα σίγουρα ήταν. Και χοντρή. Όμως αυτή - το θυμόταν καλά- φταρνίστηκε ψίχουλα..Αλλά πάλι τι την ‘μπόδιζε μετά και επιδόρπιο να είχε; Με το πειστήριο κρατώντας στο χέρι, πήγε και ‘στάθη αντίκρυ της. Την κοίταγε επίμονα. ‘Ισια στα μάτια την κοίταγε, περιμένοντας- δε μπορεί – μια ταραχή να την πρόδιδε. Όμως ‘κείνη παρέμενε ανέκφραστη. «Ο πωλών τοις μετρητοίς». Δίχως έγνοιες ν’ αυλακώνουν το μούτρο της, της ζωής της το διάβα...σαν μα μην είχε φάει ποτέ της γιαούρτι. Όμως αυτό - ούτε αυτή - του έλεγαν τίποτα. Δεν τον πείσανε. « Το γιαούρτι» ,της λέει, «το γιαούρτι, τι;» τον αντίσκοψε εκείνη… «Μου το έφαγες»… «Τι είναι αυτά που λες; Εμουρλάθης;» και σταυροκοπήθη πλατειά, σαν αγανάκτηση δίκαιη..σαν θρήσκα αθωότητα , που θέλει και να φαίνεται τέτοια. «Μα αφού σε είδα. Στεκόσουν ή δε στεκόσουν μπροστά του;», είπε πάλι αυτός, κι είχε ο λόγος του μιαν απαξίωση, σαν τόπος που τον χάριζε στην οργή του απλόχερα. «Λιμασμένη»… Έφερε ένα γύρω το βλέμμα του…Όλοι κι όλες του φαίνονταν απαράλλαχτοι σα να ‘χανε φάει γιαούρτι. Και καμώνονταν τάχα μ’ πως δεν ξέρανε τίποτα. Ανίδεοι τάχα μ’ ήτανε και προσηλωμένοι σε εγκυκλίους και έγγραφα…και ξανά , ως τους κοίταξε , σαν αμφιβολία του ‘μοιάσαν.. Σαν ναι και σαν όχι που αρνιόντουσαν να μπουν στη σειρά, σε μια τάξη. Χρόνια τους έβλεπε αμίλητους και του ήταν πέρα ως πέρα αδιάφοροι. Δίχως αίνιγμα Σφίγγες. Κι η ματιά του, αποσταμένη ως ήταν, πήγε κι έκατσε στα βυζιά της Αλέκας.
Πως του ήρθε και την είπε Ανθούλα!…Ανθόγαλο, σαν το κάτασπρο δέρμα της. Γάλα, γιαούρτι…Τα βυζιά της σα να αισθάνθηκαν άβολα..σαν να η ματιά του τα βάρυνε..σαν η μπλούζα να τους ήταν στενή και δυο τρία κουμπάκια του μπούστου της ετοιμάζονταν να φύγουν μακριά της…Και τότε..αχ τότε να γίνονταν να σκάσουν τα βυζιά της Αλέκας στα μούτρα του…Και δε μπα να ‘χε φάει το γιαούρτι…Να το ‘χαν ακουμπήσει τα σαν φλόγες χειλάκια της. Κι αυτός στο κατόπι της να΄γλυφε , ότι είχε απομείνει..τα μάτια του ,γλαρά, χάθηκαν στων κρυφών πεθυμιών του τα πέρατα, στα ολόμαυρα, τα βαθειά, των ματιών της τα χάη. « Θοδωράκη» , ακούει να του λέει, « τι πάθατε; Σαν να μην είστε εδώ»..και δεν ήτανε… « Ανθούλα το γιαούρτι…το φάγανε»… « να το είχες φάει εσύ…κι εγώ τώρα να ΄κουμπαγα – εμμέσως πλην σαφώς – το δικό σου το στόμα»…Μέλι τα λόγια του στάζαν . Παραλίγο ρεζίλι θα γίνονταν. Ευτυχώς τους , που το ειδε. Με τρόπο το μαντήλι του έβγαλε και στο πάτημα σκούπισε τρεις σταγόνες σιρόπι.. «Μόνο μην το είχε φάει..αυτός ο σφιχτόφρυδος» σκέφτηκε και φαντάστηκε -φρίκη - ένα φιλί από τρίχες… « Ανθούλα!...Αλέκα με λένε καλέ το ξεχάσατε; Που έχετε το νου σας; Τι λέτε; Κι εγώ γαλακτομικά, αγοραστά δεν βάνω στο στόμα μου..Μόνο του Μπάμπη μου»..Του Μπάμπη της..Με μπαμπάκι η Αλέκα τον έσφαξε. Και βρήκε την ώρα..Αυτή που ποτέ της ώρα δεν είχε..Δέκα χρόνια , ένα καφέ δεν προκάναν να πιούνε μαζί. « Τυροκόμος ο Μπάμπης σου;», ρώτησε. « Αχ καλέ πως τα λέτε.. Ποτέ δεν σας εγκαταλείπει το χιούμορ σας» … « Ναι είναι αλήθεια τα χιούμορ ποτέ δεν μ’ αφήνει..Σαν τον τυφλό το σκοτάδι …Με τριγυρίζει σα χειμώνας τη γρίππη… Εσένα ο Μπάμπης σου;»… «Ο Μπάμπης καλέ, πώς να το πω..που μ’ αλλάζει τα φώτα»…Πολυτεχνίτης ο Μπάμπης της που να του παραβγεί απατός του, με το μονάχα φτενό μολυβάκι του. Κι η Αλέκα συνέχισε… « Μην κάνετε έτσι..ένα γιαούρτι είναι μόνο»… « αφού έχετε κι άλλο»… «Κι εσύ μπορείς να έχεις όποιον θες…-αχ! και του πουλιού το γάλα ας μου ζήταγες -… αφήνεις το Μπάμπη σου;…Το ξέρεις κι ή ίδια δεν είναι η αξία. Η πράξη μετράει»..Κι η Αλέκα την πράξη αναλογίσθη και είπε: « Τον Μπάμπη; Ποτέ». Κι έσκυψε στα χαρτιά της αυτή κι αυτός το κεφάλι.
Αντάμα ηθικό και ανήθικο να βαστάνε το ένα το άλλο - και τα δυό μαζί τους τον ίδιο – τον πήγανε πίσω στη θέση του. Στο δρόμο του ‘λεγαν πως δεν ήταν όπως εκείνος τα άκουσε. Πως καλά δεν κατάλαβε. Η Ανθούλα του, άλλα του έλεγε.. με τρόπο που κανείς να μην καταλάβει …Δεν είδε που αμέσως το πρόσεξε, πως είχε χαθεί κι έτρεξε να τον φέρει πίσω…Τότε που – ξέχασε; - είχε χαθεί στων πεθυμιων του τα αχανή τα μακρυνά τους, τα πέρατα…στων μαύρων ματιών της τα βάθη….Και σιγά..εκείνο τον πως τον είπε;..Και καλά δε θυμότανε τότε που τον είδε;…Σαν βοδιού απλανή είχε τα μάτια του, σαν χελώνας το καύκαλο το μαδημένο κεφάλι του..Το πρόσωπό του μια έκφραση ηλίθια, το καλούπι του χυμένο σ’ ένα μόνιμο γέλιο..Φαινότανε σαν να γελάει, δίχως λόγο… Τόσο αναίτια του βλάκας…
« Μπαμπά ξύπνα», άκουσε ο Θοδωράκης την κόρη του, « και τι γιαούρτια κι Ανθούλες ήτανε αυτά που ΄λεγες…και στον ύπνο σου τρώς; Εφιάλτης σου γίναν το φαϊ κι η Ανθούλα»…
Καλημέρα καρδιά μου…. Και η συναδέλφισσα ,η θρήσκα, δεν μοιάζει διόλου στη μάννα σου…
«Αχ μπαμπά πάψε τις αιώνιες βλακείες σου»…

Αθήνα 22/01/2012

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

ΦΥΓΗ

Τα λόγια φίδια σύρθηκαν στα χείλια...
Φαρμάκι και σκορπίσαν στον αέρα...

Κι ως προχωρούσε φίδια φέγαν τρομαγμένα...
Κι ύστερα φίδια κι άλλα φίδια...
και το φεγγάρι ΄φώταγε το δρόμο
ως πέντε οργυιές μπροστά από την οργή του...

Μέχρι το δίστρατο που ένα μεγάλο φίδι
χοντρό και μισοφαγωμένο
έμενε ασάλευτο.

Ασάλευτος κι αυτός, κιότεψε κι ευρέθη
σε τόπο πράσινο, γκρίζες πλάκες απλωμένες,
ίσαμε τ' αμπέλι του πατέρα του..

Κάποιος του φώναξε..
" άντε", φύγε" , "πάγαινε τώρα" ή κάτι τέτοιο..
Καπνιά η αναπνιά του φλόγωσε...
Αλλ' άγνωστο πως, υπάκουσε.

Μόνο που, καθώς έβγαινε στο δρόμο, είπε:
" Εγώ φεύγω...Οι άλλοι ας κάτσουν...
μέχρι που να 'ρθει η ώρα τους"

Πήρε το χωματόδρομο, λούμπες και θολό νερό,
εδώ, εκεί και κάθε τόσο
Στο 'να του χέρι κρατώντας αγριολούλουδα
ανάστροφα
που σούρνονταν στις λάσπες και τα χώματα...
Έφευγε...
πυκνό σκοτάδι, γύρω του, ο τόπος νύχτωνε....

και η ζωή του...

Αθήνα 19/01/2012

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Κι αν έφτασα να πιάνω τον ήλιο

απ' τα φτερά σαν πεταλούδα

 

Μ' ένα τίποτα έζησα...

 

Μόνο που πολυοαγάπησα....

 

ΑΘΗΝΑ 16/01/2012

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΗ ΜΑΝΤΙΝΑΔΑ

ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑ ΤΑ ΜΑΘΙΑ ΣΟΥ ΛΑΜΠΟΥΝΕ ΣΤΗ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΓΙΑΥΤΟ ΜΗ ΣΒΥΣΟΥΝΕ ΠΟΤΕ ΟΣΟ ΧΤΥΠΑ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ
Θοδωρής:
Σαν σε κοιτω τα μάθια σου σε πειρασμό με βάνου...για θα χαθώ στα βάθη τους για μόνος θ' αποθάνω...
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
ΜΕ ΤΑ ΣΚΟΙΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΙΟΥ ΝΑ ΔΕΣΕΙΣ ΤΟ ΚΟΡΜΙ ΜΟΥ,ΠΕΣ ΜΟΥ ΤΟ ΣΥ ΠΩΣ Μ' ΑΓΑΠΑΣ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΗ ΔΥΝΜΗ ΜΟΥ...
Θοδωρής:
Τα που θυμούμαι ανιστορώ....κι ά που τα νοιώθω λέω..κι αν δεν μου πεις το σ' αγαπω επά θα μπω να κλαίω...
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
ΣΑ ΤΟΝ ΑΘΟ ΤΣΙ ΛΕΜΟΝΙΑΣ ΜΥΡΙΖΕΙ Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΣΟΥ, Μ' ΑΦΗΝΕΙ ΠΟΝΟ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΛΕ ΜΟΥ Ο ΜΙΣΕΜΟΣ ΣΟΥ
Θοδωρής:
Αναρριγώ σα σε θωρώ...κι αν μου μιλείς λιγώνω...κι όντε στα μάθια με κοιτάς απ' τον καημό μου λιώνω...

ΑΘΗΝΑ 11/01/2012

( Τη χρωστώ στη φίλη Κατερίνα Ττττ που κουτελώνει με)