Ήταν κατά τις δυο μετά το μεσημέρι που φτάσαμε στο χωριό. Και ήταν μια από ‘κείνες τις σπάνιες μέρες που το χωριό έχει τέτοιο παλιόκαιρο. Από μια ιδιοτροπία της φύσης, αν και βρίσκεται σε ένα χαμηλό λόφο που σε ευθείες γραμμές δεν απέχει πολύ από τις κορφές , ένα γύρο, του Ερύμανθου, του Χελμού, του Μαίναλου και της Μίνθης, εν τούτοις επηρεάζεται και έχει τον ίδιο καιρό με την Κεφαλονιά… «Το φέρνει κεφαλονήτικο», άκουγα να λένε οι γέροι μικρός. Έτσι , ο αέρας περισσότερο δυτικός παρά βόρειος, έφερνε χιόνι και παγωνιά. Άνοιξα την αυλόπορτα και μετά το πατρικό μου σπίτι, για την ακρίβεια το σπίτι που φτιάξαμε στην ίδια θέση με το σπίτι που γεννήθηκα, μετά τον σεισμό του χίλια εννιακόσια εξήντα πέντε. Πέρασαν χρόνια να συνηθίσω τούτο το καινούργιο σπίτι…Στα όνειρά μου ερχόταν πάντα το παλιό. Σαν παράπονο που ‘χει στοιχειώσει.
Η Μαρίνα πήρε να ξεφορτώνει τα πράγματα από τ'αυτοκίνητο..Το σπίτι υγρό και παγωμένο, δεν ήξερες που ήταν προτιμότερο να σταθεί κανείς. Μέσα ή έξω; Ευτυχώς, είχα προνοήσει και είχα πολλά ξύλα, από ελιά και πεύκο που ξεφλοξίζουν εύκολα.
Ανάψαμε το τζάκι και σταθήκαμε κοντά στη φωτιά. Πήγα κοντά της. Τη φίλησα. Όχι από πόθο. Μάλλον από ευγνωμοσύνη. Από αγάπη. Που ήταν μαζί μου. Ένοιωθα διάχυτη τρυφερότητα. Και αγαλλίαση. Όπως όταν βυθίζεσαι σε μάτια αγαπημένα. Ή σε καλοσύνη απρόσμενη. Χρόνια τώρα, απ’ όταν φύτεψα το χωράφι ελιές κι υστερότερα ανανέωσα και το πατρικό αμπέλι, ίσως οι συγκυρίες να το ‘φεραν έτσι, μόνος πάω , μόνος έρχομαι, μόνος μένω στο χωριό, με εξαίρεση κάποιες φορές που αναγκάστηκα να φιλοξενήσω εργάτες αλλοδαπούς. Όμως σήμερα με συνόδευε μια γυναίκα. Όμορφη σ’ ένα χώρο που πιότερο από το τζάκι έφεγγε από τη δική της παρουσία. Την έβλεπα να πηγαινοέρχεται με μια οικειότητα, λες κι είχε ξαναβρεθεί εκεί. Και με εντυπωσίαζε που δεν έκανε κανένα σχόλιο. Ούτε έδειξε, έστω για μια στιγμή δυσφορία. Μόνο χαμόγελα. Το λέω επειδή το σπίτι κατοικείται περιστασιακά, κάθε που πάω για αγροτικές δουλειές με έντονα τα σημάδια του χρόνου και της έλλειψης φροντίδας. Με πονάει να πω της ερήμωσης. Σε κάποια σημεία, μάλιστα, η υγρασία έχει ποτίσει ως μέσα την ταράτσα και τον τοίχο. Οι ίδιοι οι τοίχοι, γυμνοί, με μια σόμπα πετρελαίου στη μια άκρη, στο μεγάλο δωμάτιο, δυο κρεβάτια αντικριστά, ένα μικρό τραπέζι στη μέση, μια μικρή φορητή ντουλάπα σε μι’ άκρη…Ένα μικρό ψυγείο και μια ηλεκτρική κουζίνα, όλη του η επίπλωση και ο εξοπλισμός του. Και η τουαλέτα με ένα υποτυπώδες ντουζ, έξω στον κήπο..
Πόσο μπορεί να μεταμορφώσει το χώρο η γυναικεία παρουσία; Κοιτούσα αμίλητος , αποσβολωμένος σε μια καρέκλα κοντά στο τζάκι, όσο τακτοποιούσε τα λιγοστά μας πράγματα. Παρατηρούσα τη σιλουέτα της, ακολουθώντας τα ασταμάτητα δώθε κείθε της. Κι ο αέρας κι ο χώρος μου φάνηκε πως είχαν ζεσταθεί πολύ.
‘Κείνη τη μέρα, αψηφώντας το κρύο, μεταφέραμε τα πανιά για το μάζεμα των ελιών στο χωράφι και κάναμε όλες τις απαραίτητες προκαταρκτικές εργασίες, ώστε την άλλη μέρα να ξεκινήσουμε τη δουλειά που μας είχε φέρει μέχρι εκεί. Όσο να πάω το δεύτερο δρομολόγιο, η Μαρίνα με τη σβελτάδα που τη διέκρινε είχε «στρώσει» όλα τα πανιά…Τη βοήθησα να ολοκληρώσει τη δουλειά και κατάκοποι γυρίσαμε στο σπίτι
Ο πιο σίγουρος τόπος να κρυφτεί κανείς είναι ο κόσμος. Αλλά στο χωριό ο κόσμος που έχει μείνει είναι λιγοστός και δεν υπάρχει τρόπος να μη σε πάρουνε χαμπάρι. Άρχισαν να καταφθάνουνε φίλοι. Η Μαρίνα τους χαιρέτησε εγκάρδια. Σαν να τους ήξερε χρόνια και, λίγο μετά, το ίδιο φυσικά είπε. « Ετοιμάζω φαγητό. Θα μείνετε να φάμε». Δεν έφεραν αντίρρηση..Άλλωστε και χωρίς τη Μαρίνα το ίδιο θα κάναμε. Δεν έχει σημασία για μας ο τόπος..Όπου βρεθούμε, η παρέα μας, με το τίποτα και από το τίποτα μπορούμε να στήσουμε νυχτέρια ατέλειωτα με κουβέντα , ιστορίες , γέλιο, αμοιβαία πειράγματα, κρασί και ότι βρεθεί. Και κανείς από τους συμμετέχοντες δεν είναι σε θέση να πει με βεβαιότητα, αν το φαϊ και το κρασί είναι η πρόφαση για την παρέα και το κουβεντολόι ή η παρέα κι η κουβέντα αφορμή για κανά ποτηράκι παραπάνω μαζί με τα « δέοντα»..Και τα δέοντα που ετοίμασε η Μαρίνα – πότε πρόλαβε; - ήταν παραπάνω από τα συνηθισμένα και τα ποτηράκια πολύ περισσότερα. Μπήκε στην καρδιά τους. Και στη δική μου ακόμη βαθύτερα.
Πότε πήγε η ώρα δυό;..Γενικευμένη ερώτηση και απορία χωρίς απάντηση. Φύγανε οι φίλοι, μείναμε οι δυο μας κι ετοιμαστήκαμε να κοιμηθούμε. Ξάπλωσε πρώτη. Ώσπου να βάλω δυο κούτσουρα χοντρά στη φωτιά, δεν θα είχαν περάσει πέντε λεπτά που πήγα στο κρεβάτι, κατάκοπη, ως ήταν, κοιμόταν βαθειά. Τη φίλησα απαλά και χαμόγελασα στο σκοτάδι. Αλλοιώς είχα φανταστεί την πρώτη μα ς νύχτα. Ένοιωθα όμως πολύ ευτυχισμένος.
Έχω πολλά χρόνια πια που είμαι ολιγόυπνος, χωρίς λόγο. Όχι τώρα που είχα. Ένας κόκκορας όξω λάλαγε, σημάδι πως χάραζε. Άπλωσα το χέρι μου . Ξαφνιάστηκα. Η Μαρίνα, ολόγυμνη, κοιμόταν. Αλλοιώς είχε φανταστεί και τη δική της πρώτη νύχτα εδώ, χαμόγελασα ξανά . Ντράπηκα για τη δική μου συστολή και έβγαλα με ελαφρές κινήσεις και τα δικά μου. Κοιμόταν ανάσκελα και ανάσαινε ήσυχα. Άγγιξα αλαφρά το μηρό της. Το κορμί της, ζεστό απ’ τον ύπνο, άχνιζε. Δεν ήθελα να την ξυπνήσω. Μόνο που ξύπνησε και άχνιζε και ο δικός μου πόθος. Το χέρι μου σύρθηκε και χάιδεψε την κοιλιά της…ίσα που την ακούμπαγε, ανεβαίνοντας στο στήθος της, ψάχνοντας τις θηλές της. Ρίγησε και γύρισε προς το μέρος μου. Σφίχτηκε πάνω μου, διχαλωτά στο μηρό μου και άνοιξε για μια στιγμή τα μάτια… «Σήκω αγάπη μου η ώρα πάει εφτά» την άκουσα να ψιθυρίζει. Σου έχω φτιάξει τσάι. Έψησα και ψωμί στο τζάκι. Στις οκτώ, μου είπες χθες, πρέπει να φεύγουμε». Μα πότε πήγε εφτά; Όταν την ξύπνησα ήταν μόλις πέντε. Σηκώθηκα. Όση ώρα πίναμε εκείνη καφέ κι εγώ τσάι, κοίταζα τα μάτια της. Ήταν τόσο γλυκειά.
Στο χωράφι , από έκπληξη σε έκπληξη, θαύμαζα την ευκολία που μάθαινε την κάθε δουλειά και την ‘πιτειδιοσύνη που είχε, μια γυναίκα της πόλης. Τη σιγουριά που πάταγε, τον τρόπο που χειριζόταν το ραβδιστικό, την άνεση και την αντίληψη που είχε , αλλά και την εντυπωσιακή δύναμη που φανέρωνε , όταν έσερνε τα γεμάτα καρπό πανιά. Κι όταν ερχόταν η ώρα ν’ αδειάσουμε τα πανιά και να στρώσουμε νέα δέντρα – στην ανάπαυλα από το ράβδισμα – η δουλειά γινόταν πιο ερωτική. Είναι η φύση της τέτοια αφού απαιτεί τη συνεργασία δυο. Εκείνη από τη μια μεριά κι εγώ από την άλλη του πανιού συνάζαμε τον καρπό στο κέντρο, μέχρι που τα χέρια μας συναντιόνταν. Τα χείλη μας δεν άφηναν την ευκαιρία. Είναι το «στρώσιμο» μια διαδικασία, όπου πλησιάζεις κι απομακρύνεσαι συνεχώς. Όπως στον έρωτα. Όταν πρωτοπιάνεται.
Με συγκινούσε η προσοχή, η φροντίδα της . Κατά τις έντεκα κολατσιό ένα τέταρτο, γύρω στις δύο φαϊ. Για όλα είχε προνοήσει και όλα τα είχε προβλέψει η Μαρίνα. Κι όσο εκείνη να κάνει το τσιγάρο της και να το δευτερώσει, αρχίναγα ιστορίες από όταν ήμουνα παιδί, εκεί στον ίδιο τόπο , στο ίδιο χωράφι, αφήνοντας τον εαυτό μου να θυμάται, όσα η μνήμη επιλέγει, όσα ξεφεύγουν και ξελοξεύουν πάνω από τα συνηθισμένα. Κι εκείνη άκουγε το παιδί που γινόμουνα, χωρίς να διακόπτει, χωρίς να ρωτάει, μόνο όταν ξεχνιόμουνα εκεί πίσω σε ‘κείνα τα χρόνια που πέρναγα σχεδόν όλο το καλοκαίρι εκεί και κοιμόμουνα σε αυτοσχέδια κρεβάτια πάνω στη «μεγάλη» ελιά και σε στρώμα από φτέρη που μοσχομύριζε, κι έτρωγα με πιρούνια το ίδιο αυτοσχέδια από ρείκι και έφτανα ως τότε που είχαν γουρμάνει τα κούμαρα, κόκκινα και λαχταριστά και στις πέρδικες που ξάφνιαζαν την αμέριμνη περπατησιά μας στο μονοπάτι – και που δεν ξετρέχει ο νους σαν φτερακίσει; - μου ‘λεγε απλά, « Έλα σήκω, πέρασε η ώρα, έχουμε δουλειά»…Κι είχε το στόμα της τόσα φιλιά που μου ‘ρχονταν παρέα με τα λόγια. Κι έχει το στόμα της τόσα φιλιά που ακόμα δεν αξιώθηκα κι αναπολώ με πίκρα.
Με τούτα και μ΄άλλα πέρασαν κοντά τέσσερες μέρες .Μαζώνοντας πότε με ήλιο, πότε με κρύο και την τελευταία με αέρα και βροχή…Τ’ Αη Γιαννιού ήταν και μόνο ‘μεις στη δουλειά. Και μόνο μεις βρεχόμασταν. Μούσκεμα πια φορτώσαμε τον καρπό και φύγαμε για το λιοτριβιό σε κοντινό χωριό. Ο λιοτριβιάρης, φίλος από παιδί, με το που με είδε θυμήθηκε να κάνει το σταυρό του. « Θοδωρή με τέτοιο χειμώνα μάζωνες ελιές; Σε βλέπω και τουρτουρίζω». «Μόνο σάκκιαζα» είπα, λες κι αυτό μαλάκωνε το μούσκεμα…"Έλα,αρτσίδι είσαι, ελάτε μέσα να πυρωθείτε". Πήγαμε ,μα φύγαμε αμέσως, τρέμαμε. Ευτυχώς στο σπίτι η φωτιά στο τζάκι κράταγε ακόμη. Έβαλα ξύλα ξερά και δυο όλο ρετσίνι πεύκινα και μπουμπούνισε από τη ζέστη ο τόπος.
Μόλις που είχαμε πετάξει τα βρεγμένα και είχαμε πλυθεί σαν ήρθε ο φίλος ο Γιάννης και με τρόπο που δεν σήκωνε κουβέντα , μας κάλεσε στο σπίτι του που γιόρταζε. Πήγαμε. Πόσο γρήγορα η γυναίκα μεταμορφώνεται. Ντυμένη, βαμμένη ελαφρά, η Μαρίνα λιγνή μέσα στο φόρεμα και τις μπότες της με το μεσάτο παλτό της έλαμπε στο τραπέζι. Γελαστή έπαιρνε μέρος στην συζήτηση, ευδιάθετη, εύχαρις..Τι απόγινε άραγε τόση κούραση…Την άλλη μέρα θα φεύγαμε.
« Αφεντικό, κοντεύεις να κοιμηθείς στο τζάκι. Σήκω να πας στο κρεβάτι». Δίκιο είχε. Μετά μια τόσο κοπιαστική μέρα - και ήταν η πρώτη που μαζεύαμε φέτος ελιές – το κορμί δεν το όριζα. Τα κόκκαλα πονάγανε και είχα να μαγερέψω να φάμε με τον Ρούμεν, ένα βούλγαρο, ίσαμε είκοσι πέντε χρονώ, με εξώφθαλμο βρογοκήλη στο ένα μάτι, καλό παιδί που είχα προσλάβει να με βοηθάει. Σαν αποφάγαμε έκατσα να ανασάνω κοντά στη φωτιά.
« Η Μαρίνα που πήγε;» ρώτησα.. «Ποιά Μαρίνα αφεντικό;»…
«Ποια Μαρίνα…Εκείνη που έφυγε προτού να ‘ρθεί. Μα εγώ το ξέρω , χοντρομούρη, η Μαρίνα εδώ ήταν, εδώ είναι και θα είναι κάθε φορά που θα ΄ρχομαι», σκέφτηκα κι έπεσα στο κρεβάτι ξερός. Με τα ρούχα. Φαίνεται με σκέπασε ο Ρούμεν..Καλή του ώρα…
Καλή σου ώρα Μαρίνα. Πόσο πολύ σ’ αγάπησα. Πόσο πολύ σε σκέφτομαι. Πόσο σ’ αγαπώ.
Αθήνα 11/03/2012
(Με αφορμή ένα κείμενο της φίλης Γ. Καρλαύτη…Ας πούμε μια παρεμφερής ιστορία, από ανδρική οπτική. Για δική μου ευκολία μετέφερα τον χώρο στο δικό μου χωριό και το δικό μου χωράφι, κρατώντας τον καμβά της δικής της ιστορίας)
Η Μαρίνα πήρε να ξεφορτώνει τα πράγματα από τ'αυτοκίνητο..Το σπίτι υγρό και παγωμένο, δεν ήξερες που ήταν προτιμότερο να σταθεί κανείς. Μέσα ή έξω; Ευτυχώς, είχα προνοήσει και είχα πολλά ξύλα, από ελιά και πεύκο που ξεφλοξίζουν εύκολα.
Ανάψαμε το τζάκι και σταθήκαμε κοντά στη φωτιά. Πήγα κοντά της. Τη φίλησα. Όχι από πόθο. Μάλλον από ευγνωμοσύνη. Από αγάπη. Που ήταν μαζί μου. Ένοιωθα διάχυτη τρυφερότητα. Και αγαλλίαση. Όπως όταν βυθίζεσαι σε μάτια αγαπημένα. Ή σε καλοσύνη απρόσμενη. Χρόνια τώρα, απ’ όταν φύτεψα το χωράφι ελιές κι υστερότερα ανανέωσα και το πατρικό αμπέλι, ίσως οι συγκυρίες να το ‘φεραν έτσι, μόνος πάω , μόνος έρχομαι, μόνος μένω στο χωριό, με εξαίρεση κάποιες φορές που αναγκάστηκα να φιλοξενήσω εργάτες αλλοδαπούς. Όμως σήμερα με συνόδευε μια γυναίκα. Όμορφη σ’ ένα χώρο που πιότερο από το τζάκι έφεγγε από τη δική της παρουσία. Την έβλεπα να πηγαινοέρχεται με μια οικειότητα, λες κι είχε ξαναβρεθεί εκεί. Και με εντυπωσίαζε που δεν έκανε κανένα σχόλιο. Ούτε έδειξε, έστω για μια στιγμή δυσφορία. Μόνο χαμόγελα. Το λέω επειδή το σπίτι κατοικείται περιστασιακά, κάθε που πάω για αγροτικές δουλειές με έντονα τα σημάδια του χρόνου και της έλλειψης φροντίδας. Με πονάει να πω της ερήμωσης. Σε κάποια σημεία, μάλιστα, η υγρασία έχει ποτίσει ως μέσα την ταράτσα και τον τοίχο. Οι ίδιοι οι τοίχοι, γυμνοί, με μια σόμπα πετρελαίου στη μια άκρη, στο μεγάλο δωμάτιο, δυο κρεβάτια αντικριστά, ένα μικρό τραπέζι στη μέση, μια μικρή φορητή ντουλάπα σε μι’ άκρη…Ένα μικρό ψυγείο και μια ηλεκτρική κουζίνα, όλη του η επίπλωση και ο εξοπλισμός του. Και η τουαλέτα με ένα υποτυπώδες ντουζ, έξω στον κήπο..
Πόσο μπορεί να μεταμορφώσει το χώρο η γυναικεία παρουσία; Κοιτούσα αμίλητος , αποσβολωμένος σε μια καρέκλα κοντά στο τζάκι, όσο τακτοποιούσε τα λιγοστά μας πράγματα. Παρατηρούσα τη σιλουέτα της, ακολουθώντας τα ασταμάτητα δώθε κείθε της. Κι ο αέρας κι ο χώρος μου φάνηκε πως είχαν ζεσταθεί πολύ.
‘Κείνη τη μέρα, αψηφώντας το κρύο, μεταφέραμε τα πανιά για το μάζεμα των ελιών στο χωράφι και κάναμε όλες τις απαραίτητες προκαταρκτικές εργασίες, ώστε την άλλη μέρα να ξεκινήσουμε τη δουλειά που μας είχε φέρει μέχρι εκεί. Όσο να πάω το δεύτερο δρομολόγιο, η Μαρίνα με τη σβελτάδα που τη διέκρινε είχε «στρώσει» όλα τα πανιά…Τη βοήθησα να ολοκληρώσει τη δουλειά και κατάκοποι γυρίσαμε στο σπίτι
Ο πιο σίγουρος τόπος να κρυφτεί κανείς είναι ο κόσμος. Αλλά στο χωριό ο κόσμος που έχει μείνει είναι λιγοστός και δεν υπάρχει τρόπος να μη σε πάρουνε χαμπάρι. Άρχισαν να καταφθάνουνε φίλοι. Η Μαρίνα τους χαιρέτησε εγκάρδια. Σαν να τους ήξερε χρόνια και, λίγο μετά, το ίδιο φυσικά είπε. « Ετοιμάζω φαγητό. Θα μείνετε να φάμε». Δεν έφεραν αντίρρηση..Άλλωστε και χωρίς τη Μαρίνα το ίδιο θα κάναμε. Δεν έχει σημασία για μας ο τόπος..Όπου βρεθούμε, η παρέα μας, με το τίποτα και από το τίποτα μπορούμε να στήσουμε νυχτέρια ατέλειωτα με κουβέντα , ιστορίες , γέλιο, αμοιβαία πειράγματα, κρασί και ότι βρεθεί. Και κανείς από τους συμμετέχοντες δεν είναι σε θέση να πει με βεβαιότητα, αν το φαϊ και το κρασί είναι η πρόφαση για την παρέα και το κουβεντολόι ή η παρέα κι η κουβέντα αφορμή για κανά ποτηράκι παραπάνω μαζί με τα « δέοντα»..Και τα δέοντα που ετοίμασε η Μαρίνα – πότε πρόλαβε; - ήταν παραπάνω από τα συνηθισμένα και τα ποτηράκια πολύ περισσότερα. Μπήκε στην καρδιά τους. Και στη δική μου ακόμη βαθύτερα.
Πότε πήγε η ώρα δυό;..Γενικευμένη ερώτηση και απορία χωρίς απάντηση. Φύγανε οι φίλοι, μείναμε οι δυο μας κι ετοιμαστήκαμε να κοιμηθούμε. Ξάπλωσε πρώτη. Ώσπου να βάλω δυο κούτσουρα χοντρά στη φωτιά, δεν θα είχαν περάσει πέντε λεπτά που πήγα στο κρεβάτι, κατάκοπη, ως ήταν, κοιμόταν βαθειά. Τη φίλησα απαλά και χαμόγελασα στο σκοτάδι. Αλλοιώς είχα φανταστεί την πρώτη μα ς νύχτα. Ένοιωθα όμως πολύ ευτυχισμένος.
Έχω πολλά χρόνια πια που είμαι ολιγόυπνος, χωρίς λόγο. Όχι τώρα που είχα. Ένας κόκκορας όξω λάλαγε, σημάδι πως χάραζε. Άπλωσα το χέρι μου . Ξαφνιάστηκα. Η Μαρίνα, ολόγυμνη, κοιμόταν. Αλλοιώς είχε φανταστεί και τη δική της πρώτη νύχτα εδώ, χαμόγελασα ξανά . Ντράπηκα για τη δική μου συστολή και έβγαλα με ελαφρές κινήσεις και τα δικά μου. Κοιμόταν ανάσκελα και ανάσαινε ήσυχα. Άγγιξα αλαφρά το μηρό της. Το κορμί της, ζεστό απ’ τον ύπνο, άχνιζε. Δεν ήθελα να την ξυπνήσω. Μόνο που ξύπνησε και άχνιζε και ο δικός μου πόθος. Το χέρι μου σύρθηκε και χάιδεψε την κοιλιά της…ίσα που την ακούμπαγε, ανεβαίνοντας στο στήθος της, ψάχνοντας τις θηλές της. Ρίγησε και γύρισε προς το μέρος μου. Σφίχτηκε πάνω μου, διχαλωτά στο μηρό μου και άνοιξε για μια στιγμή τα μάτια… «Σήκω αγάπη μου η ώρα πάει εφτά» την άκουσα να ψιθυρίζει. Σου έχω φτιάξει τσάι. Έψησα και ψωμί στο τζάκι. Στις οκτώ, μου είπες χθες, πρέπει να φεύγουμε». Μα πότε πήγε εφτά; Όταν την ξύπνησα ήταν μόλις πέντε. Σηκώθηκα. Όση ώρα πίναμε εκείνη καφέ κι εγώ τσάι, κοίταζα τα μάτια της. Ήταν τόσο γλυκειά.
Στο χωράφι , από έκπληξη σε έκπληξη, θαύμαζα την ευκολία που μάθαινε την κάθε δουλειά και την ‘πιτειδιοσύνη που είχε, μια γυναίκα της πόλης. Τη σιγουριά που πάταγε, τον τρόπο που χειριζόταν το ραβδιστικό, την άνεση και την αντίληψη που είχε , αλλά και την εντυπωσιακή δύναμη που φανέρωνε , όταν έσερνε τα γεμάτα καρπό πανιά. Κι όταν ερχόταν η ώρα ν’ αδειάσουμε τα πανιά και να στρώσουμε νέα δέντρα – στην ανάπαυλα από το ράβδισμα – η δουλειά γινόταν πιο ερωτική. Είναι η φύση της τέτοια αφού απαιτεί τη συνεργασία δυο. Εκείνη από τη μια μεριά κι εγώ από την άλλη του πανιού συνάζαμε τον καρπό στο κέντρο, μέχρι που τα χέρια μας συναντιόνταν. Τα χείλη μας δεν άφηναν την ευκαιρία. Είναι το «στρώσιμο» μια διαδικασία, όπου πλησιάζεις κι απομακρύνεσαι συνεχώς. Όπως στον έρωτα. Όταν πρωτοπιάνεται.
Με συγκινούσε η προσοχή, η φροντίδα της . Κατά τις έντεκα κολατσιό ένα τέταρτο, γύρω στις δύο φαϊ. Για όλα είχε προνοήσει και όλα τα είχε προβλέψει η Μαρίνα. Κι όσο εκείνη να κάνει το τσιγάρο της και να το δευτερώσει, αρχίναγα ιστορίες από όταν ήμουνα παιδί, εκεί στον ίδιο τόπο , στο ίδιο χωράφι, αφήνοντας τον εαυτό μου να θυμάται, όσα η μνήμη επιλέγει, όσα ξεφεύγουν και ξελοξεύουν πάνω από τα συνηθισμένα. Κι εκείνη άκουγε το παιδί που γινόμουνα, χωρίς να διακόπτει, χωρίς να ρωτάει, μόνο όταν ξεχνιόμουνα εκεί πίσω σε ‘κείνα τα χρόνια που πέρναγα σχεδόν όλο το καλοκαίρι εκεί και κοιμόμουνα σε αυτοσχέδια κρεβάτια πάνω στη «μεγάλη» ελιά και σε στρώμα από φτέρη που μοσχομύριζε, κι έτρωγα με πιρούνια το ίδιο αυτοσχέδια από ρείκι και έφτανα ως τότε που είχαν γουρμάνει τα κούμαρα, κόκκινα και λαχταριστά και στις πέρδικες που ξάφνιαζαν την αμέριμνη περπατησιά μας στο μονοπάτι – και που δεν ξετρέχει ο νους σαν φτερακίσει; - μου ‘λεγε απλά, « Έλα σήκω, πέρασε η ώρα, έχουμε δουλειά»…Κι είχε το στόμα της τόσα φιλιά που μου ‘ρχονταν παρέα με τα λόγια. Κι έχει το στόμα της τόσα φιλιά που ακόμα δεν αξιώθηκα κι αναπολώ με πίκρα.
Με τούτα και μ΄άλλα πέρασαν κοντά τέσσερες μέρες .Μαζώνοντας πότε με ήλιο, πότε με κρύο και την τελευταία με αέρα και βροχή…Τ’ Αη Γιαννιού ήταν και μόνο ‘μεις στη δουλειά. Και μόνο μεις βρεχόμασταν. Μούσκεμα πια φορτώσαμε τον καρπό και φύγαμε για το λιοτριβιό σε κοντινό χωριό. Ο λιοτριβιάρης, φίλος από παιδί, με το που με είδε θυμήθηκε να κάνει το σταυρό του. « Θοδωρή με τέτοιο χειμώνα μάζωνες ελιές; Σε βλέπω και τουρτουρίζω». «Μόνο σάκκιαζα» είπα, λες κι αυτό μαλάκωνε το μούσκεμα…"Έλα,αρτσίδι είσαι, ελάτε μέσα να πυρωθείτε". Πήγαμε ,μα φύγαμε αμέσως, τρέμαμε. Ευτυχώς στο σπίτι η φωτιά στο τζάκι κράταγε ακόμη. Έβαλα ξύλα ξερά και δυο όλο ρετσίνι πεύκινα και μπουμπούνισε από τη ζέστη ο τόπος.
Μόλις που είχαμε πετάξει τα βρεγμένα και είχαμε πλυθεί σαν ήρθε ο φίλος ο Γιάννης και με τρόπο που δεν σήκωνε κουβέντα , μας κάλεσε στο σπίτι του που γιόρταζε. Πήγαμε. Πόσο γρήγορα η γυναίκα μεταμορφώνεται. Ντυμένη, βαμμένη ελαφρά, η Μαρίνα λιγνή μέσα στο φόρεμα και τις μπότες της με το μεσάτο παλτό της έλαμπε στο τραπέζι. Γελαστή έπαιρνε μέρος στην συζήτηση, ευδιάθετη, εύχαρις..Τι απόγινε άραγε τόση κούραση…Την άλλη μέρα θα φεύγαμε.
« Αφεντικό, κοντεύεις να κοιμηθείς στο τζάκι. Σήκω να πας στο κρεβάτι». Δίκιο είχε. Μετά μια τόσο κοπιαστική μέρα - και ήταν η πρώτη που μαζεύαμε φέτος ελιές – το κορμί δεν το όριζα. Τα κόκκαλα πονάγανε και είχα να μαγερέψω να φάμε με τον Ρούμεν, ένα βούλγαρο, ίσαμε είκοσι πέντε χρονώ, με εξώφθαλμο βρογοκήλη στο ένα μάτι, καλό παιδί που είχα προσλάβει να με βοηθάει. Σαν αποφάγαμε έκατσα να ανασάνω κοντά στη φωτιά.
« Η Μαρίνα που πήγε;» ρώτησα.. «Ποιά Μαρίνα αφεντικό;»…
«Ποια Μαρίνα…Εκείνη που έφυγε προτού να ‘ρθεί. Μα εγώ το ξέρω , χοντρομούρη, η Μαρίνα εδώ ήταν, εδώ είναι και θα είναι κάθε φορά που θα ΄ρχομαι», σκέφτηκα κι έπεσα στο κρεβάτι ξερός. Με τα ρούχα. Φαίνεται με σκέπασε ο Ρούμεν..Καλή του ώρα…
Καλή σου ώρα Μαρίνα. Πόσο πολύ σ’ αγάπησα. Πόσο πολύ σε σκέφτομαι. Πόσο σ’ αγαπώ.
Αθήνα 11/03/2012
(Με αφορμή ένα κείμενο της φίλης Γ. Καρλαύτη…Ας πούμε μια παρεμφερής ιστορία, από ανδρική οπτική. Για δική μου ευκολία μετέφερα τον χώρο στο δικό μου χωριό και το δικό μου χωράφι, κρατώντας τον καμβά της δικής της ιστορίας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου