Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

ΞΕΝΙΤΕΙΑ

«Η ξενιτειά, η ορφανιά
Η πίκρα, η αγάπη.
Τα τέσσερα τα ζύγιασαν
Βαρύτερα είν’ τα ξένα»
Ήταν εκεί γύρω στη δεκαετία του ’60 που άρχισαν να φεύγουν καραβιές ο κόσμος για τον Καναδά και την Αυστραλία και, στοιβαγμένοι στα τρένα, για το Βέλγιο, τη Γερμανία κι άλλες χώρες της Ευρώπης.
Μόλις λίγα χρόνια μετά την κατοχή και τον εμφύλιο, ο τόπος ρημαγμένος έγλειφε τις πληγές του, πολλά τα προβλήματα, αβάσταχτη η φτώχεια και η Πολιτεία ανήμπορη. Το φευγιό ήταν η μόνη διέξοδος κι η μόνη ελπίδα.
Δεν ήταν η πρώτη φορά. Από τα παλιά χρόνια κάθε που ο τόπος πέρναγε μια περιπέτεια, κάθε που έβγαινε από μια συμφορά, οι Έλληνες παίρνανε το δρόμο της ξενιτειάς. Μαύρη θάλασσα, Δούναβης και πιο ύστερα στην αυγή του εικοστού αιώνα η Αμερική.
Η ανάγκη τους έκανε. Κι όχι το ανήσυχο πνεύμα και η δίψα για περιπέτεια, όπως προσπαθούσαν να μας πείσουν ,μέσα από εκλογικεύσεις , ανόητοι απολογητές και υποστηρικτές της οικονομικής πολιτικής.
«Ξάδερφε, ήρθαμε εδώ για ένα μεροκάματο που η πατρίδα μας στέρησε» θα μου πει η πολυαγαπημένη μου Γιωργία πριν από χρόνια, δένοντας κόμπο την γλώσσα μου και την καρδιά μου και κάνοντας θρύψαλα τους μύθους τους.
«Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις στον κόσμο, Έλληνα θα βρεις από κάτω» μας έλεγαν, καμαρώνοντας, ηλίθιοι καθηγητές και δάσκαλοι, επικαλούμενοι το δαιμόνιο της φυλής. Και Πακιστανούς και Φιλιππινέζους και Αλβανούς και Τούρκους θα πρόσθετα κι εγώ, χωρίς να ξέρω ποιο δαιμόνιο να επικαλεστώ.
Δύσκολα τα πρώτα χρόνια στον ξένο τόπο. Άγνωστοι άνθρωποι, άγνωστη γλώσσα, φτηνές οι πρώτες δουλειές, το μεροκάματο του ανειδίκευτου.
Από τη μια να πασχίζουν να ριζώσουν και να ορθοποδήσουν, από την άλλη να ‘χουν και να βοηθήσουν όσους δικούς τους ξώμειναν πίσω. Δεν ήθελαν να ξεχάσουν, δεν μπορούσαν να ξεχάσουν και δεν ξέχασαν.
Πρόκοψαν στην ξένη γη, πολλοί έγιναν σπουδαίοι και μετά τη φροντίδα για τους δικούς τους, δεν ξέχασαν και την πατρίδα. Αφού έφτιαξαν τα δικά τους σχολεία και τις εκκλησιές τους εκεί στα ξένα , αφού οργάνωσαν τους συλλόγους και τις ενορίες τους, στράφηκαν να βοηθήσουν την πατρίδα τους, την ιδιαίτερη πατρίδα τους που το συναίσθημα τους έπνιγε. Γέμισε η Ελλάδα σχολεία, εκκλησιές, νοσοκομεία, ιδρύματα, δωρεές από τους ξενιτεμένους.
Όμως όσα κι αν έσιαξε η ζωή τους εκεί στα ξένα , η ψυχή τους ποτέ δε γαλήνεψε. Ο Έλληνας στην ξενιτειά νοιώθει πάντα προσωρινός. Όσα χρόνια κι αν περάσουν. Κι ας μην γυρίσει ποτέ. Το ξένο χώμα δεν δένει ποτέ με τη φτέρνα του. Δεν είναι δικό του ‘κείνο το χώμα. Κι όσο τα χρόνια περνάνε το σαράκι του γυρισμού τρώει τα σωθικά τους. Η νοσταλγία φουντώνει.
Θυμάμαι, μικρό παιδί διάβαζα ιστορίες για την ξενιτειά σε κάτι παλιά αναγνωστικά.
-«Λίγα χρόνια ακόμα μανούλα, κάνε υπομονή και θα γυρίσω. Λίγα χρόνια ακόμη να βάλω τίποτα στην άκρη, να ‘ρθω να ζήσουμε σαν άνθρωποι» παρηγορούσαν τις γριες μανούλες και παρηγοριούνταν κι οι ίδιοι.
-«Να ‘ρθεις γιόκα μ’ να σε δω η έρμη, μη θαρρείς κι είμαι ναι πιά, περάσανε τα χρόνια, να ‘ρθεις να σε δω να πεθάνω ήσυχη, να μου κλείσεις τα μάτια, όχι σαν τον μακαρίτη τον πατέρα σου που πήγε με τον καημό σου», παράγγελνε η γρια μάνα από τα τρίσβαθα της μοναξιάς της.
Έτσι ήτανε τότε, έτσι είναι και τώρα. Ένα τηλέφωνο είναι η μόνη διαφορά κι η μόνη παρηγόρια. ΄Ολοι έχουμε γίνει μια φωνή. Τι να κάνει, όμως, σε μια μάνα η φωνή και που να της αρκέσει. Η μάνα θέλει το παιδί της. Να το κοιτάει κατάματα. Να το νταντεύει και να το μαλώνει. Όσο χρονών κι αν είναι.
Έτσι θα είναι πάντα. Οι εδώ μια ζωή να περιμένουν. Οι εκεί μια ζωή να νοσταλγούν. Νοσταλγία…τι όμορφη λέξη…Νόστος, ο γυρισμός..ο γλυκός γυρισμός…από κει και η νοστιμιά …και άλγος, πόνος..ο γλυκός πόνος του γυρισμού.
Με τέτοια λόγια, της παρηγοριάς και της αντάμωσης, τα χρόνια περνάνε. Περνάνε τα χρόνια θα πει οι άνθρωποι αλλάζουν. Το ίδιο κι ο τόπος. Η ξενιτειά είναι μια μεγάλη, πολύ μεγάλη παρένθεση. Κι αν δώσει ο Θεός, μετά τριάντα, σαράντα ή περισσότερα χρόνια, συνήθως με τη σύνταξη, κι ο ξενιτεμένος γυρίσει πίσω, ψάχνει, μάταια, να εν΄΄ωσει τις άκρες του κουβαριού. Τα που θυμάται και τα που βρίσκει. Κοπιαστική, βασανιστική προσπάθεια, μεγάλο το κενό..τριάντα, σαράντα χρόνια είναι πολλά. Τη χρονιά του ξενιτεμού του, τα’ αγέννητα τότε παιδιά είναι, τώρα κοντά σαραντάρηδες Η γενιά του εξήντα και βάλε. Οι μεγαλύτεροί του έχουν φύγει πια από τη ζωή. Ξένος και πάλι, στο δικό του τον τόπο τούτη τη φορά, πρέπει να ξαναρχίσει απ’ την αρχή. Να συμμαζέψει το σπιτικό του, να πιάσει το σφυγμό της ντόπιας ζωής να μπει στο ρυθμό της
Πολλοί δεν άντεξαν. Γύρισαν με τόση λαχτάρα. Αλλιώς τα περίμεναν, αλλιώς τα βρήκαν, τα ξαναφόρτωσαν, γύρισαν πάλι στα ξένα.
Δεν μπόρεσαν να μονιάσουν τον τόπο που βρήκαν με τον τόπο που άφησαν , με τον τόπο που κουβαλάνε χρόνια στην καρδιά τους. Προτίμησαν να θυμούνται τον δεύτερο. Κείνον που άφησαν.
Η πιο γλυκειά πατρίδα είναι η καρδιά κι οι μετανάστες έχουν έχουν το πικρό προνόμιο να κουβαλάνε την Ελλάδα στην καρδιά τους.


Το κείμενο το έγραψα το 2002 για την εφημερίδα του χωριού μου. Μέρες που είναι καθένας μας θυμάται τους δικούς του. Γονείς, αδέρφια, ξαδέρφια, μπαρμπάδες, θείες κι από κοντά τους φίλους τους γείτονες τους συγχωριανούς. Λίγα τα σπίτια που να μην έχουν δικό τους στην ξενιτειά. Κι αν τα ‘γραψα όλα αυτά είναι που έχω κι εγώ τα’ αδέλφια μου και τα ξαδέρφια μου πάνω από σαράντα χρόνια μακριά και τη μάννα μου θαμμένη στη Μελβούρνη.
Το αφιερώνω στην καλή μου φίλη την Τζενούλα…και σε όλες τις φίλες και φίλους που είναι μακριά…

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ

Α’ Θάνατος

Εκεί στην ακροποταμιά
Ο Γιάννης κείτεται

Χωρίς ψωμί χωρίς φαϊ
Μόνος και παγωμένος

Βασίλεψαν τα γαλανά του μάτια
Παρά ποθές ξανθά
τ’ ολόξανθα μαλλιά του

Πυρώνει ο ήλιος…- Τέλη του Μαγιού
Καίνε οι πέτρες… -Κρυγιό το μέτωπό του
Μικρή πληγή…- Πως τον σημάδεψε η μοίρα
Θάνατος
Μικρή πληγή…-Πως σφύριξε η σφαίρα
Θάνατος
Πως σκίστηκε στα δυο η ώρα η στερνή
Θάνατος
Το αίμα αηδόνι κι έβαψε το στήθος
Θάνατος
Πικρή στιγμή… -Κηλίδα πότισε τη λησμονιά που θέριεψε
Θάνατος
Πικρή στιγμή…- Πως στάθηκε ο αγέρας
Μήτε κλαδάκια θρόισαν μήτε πουλιά πετάξαν
Θάνατος
Πικρή στιγμή… Χαλίκια η μνήμη σκόρπισαν
Φρύδι δασύ της νύχτας της παντοτινής
Απού αυγή δεν έχει
Θάνατος
Πήχτρα σκοτάδια τ’ άλογό του…
Χλιμίντρισε κι αντάριασε η Ρίζα
Θάνατος

Κείτεται ο Γιάννης
Καφέ λαδιά στο χώμα

Πλάτυνε η φτώχεια μας
Και λίγιανε τη περηφάνεια….

Β’ ΚΟΜΜΟΣ

Αητός ζυγιάστηκε ψηλά κι από ψηλά βιγλίζει
Κοράκια μη σιμώσετε φίδια μη το τολμήστε
Κι όλα της νύχτας τα μιαρά απ’ το λαγγό μη βγείτε
Κι όλα τα όρνια υπάκουσαν – Μακρυά απ’ το παλληκάρι

Αητός αητό παράστεκε
το Γιάννη το Κουτρούλη

Τον συντροφεύουν τα νερά παράμερα κυλάνε
Παράμερα κι ο πλάτανος παχύ ασκιανό του κάνει
Δροσιό αεράκι φύσηξε από τα περιβόλια
Και σκόρπισε λεμονανθούς στεφάνι στα μαλλιά του
Πως έζησε…
«Να κλέψω μια του Χάρου»…
Κι εκλεψε μια κι έκλεψε δυο…
Κι απόφταξαν πενήντα δυό τα χρόνια της ζωής του...

Όπου φωτιά και χαλασιά εκεί ήτονε κι ο Γιάννης
Του ήταν η σύνεση ντροπή η αποκοτιά καμάρι

Βουνά της Κρήτης χαμηλώστε…
Τώρα πια ο Γιάννης ξαρμάτωτος στου ποταμού την άκρη…

Τον συντροφεύουν οι γυναίκες που τον γνώρισαν
Και κρυφοκλαίνε

Στέκουν τη στράτα σοντηρούν τη στράτα αναντρανίζουν
Ο Γιάννης μήπως και φανεί να τον συναπαντήσουν

-Κόνεψε Γιάννη να χαρείς λίγο από την αυλή μας
Να πιεις νερό να δροσιστείς να δροσιστεί η καρδιά μας

Τον συντροφεύει κι ο οχτρός διπλή φρουρά του βάνει
Στο δίστρατο, στο ξάγναντο κανείς να μην τον θάψει

Του στέκει με την έγνοια της κι η πρώτη του η κόρη…

Γ’ ΤΑΦΗ
«Άκουσ’ με μάννα ο κύρης μου άθαφτος δε θα μείνει»

Και πήρεν την η σκοτεινιά στην ερημιά την πάει

Και σύρθηκε η Αγγελικώ μες σε λυγιές και σφάκες
Ψηλή , λιγνή στα δεκαεφτά της..
Μπεντένι ο φόβος πλάκωνε το στήθος
Ματώσανε οι αγκώνες και τα γόνατα

Κρυμμένη πίσω απ’ τον νεκρό πατέρα της
-Που το κουφάρι του να λύνεται είχε αρχίσει-
Έσκαβε με το πείσμα της και τ’ ακροδάχτυλά της
Έσκαβε με τα νύχια της και δίχως ν’ανασαίνει
Κρυφές ματιές και τρόμος μουδιασμένος
Κάθε που διάβαινε ο σκοπός απάνω στο γιοφύρι
Ρηχό μνημούρι
Και με πνιχτά αναφυλλητά και πετρωμένα δάκρυα
Τον Κύρη της ανάχωσε

Η Αγγελικώ

Παλιότερα τη λέγαν Αντιγόνη
Αργότερα Ηλέκτρα
Κι άλλα πολλά ονόματα…

Αθήνα 20/12/2011

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

ΤΟ ΒΑΛΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ (παρουσίαση)

Η ομιλία μου στην εκδήλωση που είχα την τιμή να είμαι συνπαρουσιαστής, με θέμα


"Γλώσσα και ύφος"

Θα ήθελα, εισαγωγικά, να πω δυο λόγια για ότι στην τέχνη του λόγου συνηθίζουμε να ονομάζουμε ύφος και που στην πράξη είναι απόλυτα συνδεδεμένο με την γλώσσα.

«Το ύφος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος» θα πει ο Σεφέρης. Πού σημαίνει ότι αρκεί να είσαι πραγματικός άνθρωπος και έχεις ύφος. Σημαίνει ακόμη πως ύφος δεν είναι τίποτα περισσότερο από τον διακριτό, προσωπικό τρόπο που έχει καθένας μας όταν εκφράζεται, όταν διηγείται ή όταν εξωτερικεύει τα συναισθήματά του.

Ύφος είναι όλα εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που μας επιτρέπουν να ξεχωρίζουμε, εύκολα ή δύσκολα, το λόγο του Καζαντζάκη από του Ελύτη, του Σεφέρη από το Ρίτσο, του Μακρυγιάννη από του Σκαρίμπα, του Παπαδιαμάντη από του Ροϊδη και που τα χαρακτηριστικά αυτά σε καμία περίπτωση δεν είναι ευθέως ανάλογα με το γλωσσικό πλούτο του γράφοντος. Ας αναλογιστούμε πως ο Σολωμός, ο Κάλβος και ο Καβάφης, παρά τα φτωχά ελληνικά τους, ή ίσως και για αυτό, έχουν ξεχωριστό και εύκολα αναγνωρίσιμο ύφος.

Εχθρός του ύφους είναι η ομοιομορφία. Στην εποχή μας, η ευκολία, που προτείνεται ως τρόπος ζωής, και τόσα άλλα – αναλογιστείτε τη γλώσσα της τηλεόρασης , των σύγχρονων εφημερίδων και ακόμη περισσότερο τον τυπικό λόγο των δημοσίων υπηρεσιών – τείνουν στην επιβολή ισοπεδωμένων προτύπων, στην δημιουργία ανθρώπων σκιών του εαυτού τους, εξουδετερωμένων , χωρίς ύφος.

Στην άκρη αυτής της διάκρισης – του ύφους και της έλλειψή του – βρίσκουμε τη διάκριση του χειροποίητου από το μηχανικό κατασκεύασμα. Το χέρι γνωρίζει, λαθεύει, νοιώθει, αισθάνεται. Αντίθετα, η μηχανή δεν αισθάνεται τίποτα, ούτε τον ίδιο τον κόπο της.

Με δυο λόγια το ύφος συντίθεται από τις δυνάμεις του ανθρώπου για την έκφραση και από τα εμπόδια που συναντούν αυτές οι δυνάμεις. Από τον τρόπο που θέτει και επιλύει ο καθένας μας αυτά τα ζητήματα.

Είναι σε όλους μας γνωστό, ότι το μόνο μέσο που έχουν οι συγγραφείς , που έχουμε όλοι μας, να εκφράσουμε τις σκέψεις μας και τα αισθήματά μας με χρώματα, με βάρος, με ενάργεια, με φως και με σκιές είναι η σημερινή ελληνική γλώσσα.

Όπως είπα και στην αρχή, στην πραγματικότητα το ύφος είναι σχεδόν αδύνατο να το ξεχωρίσουμε από τη γλωσσική ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα και από την καλλιέργεια που ασκεί ο συγγραφέας πάνω σ’ αυτή τη γλωσσική ιδιοσυγκρασία του.

Τη γλώσσα, αυτό το δοσμένο κοινό συναισθηματικό στοιχείο, που είναι η βάση της ανθρώπινης κοινωνίας, το διαμορφώνουμε ο καθένας μας με τη δύναμη και τις αδυναμίες μας.

Ακόμη θα πρέπει να επισημάνω άλλη μια αυταπόδεικτη αλήθεια. Όλοι όσοι καταπιάνονται με τη γραφή, έχουν να ξεπεράσουν μια βασική δυσκολία. Είναι αναγκασμένοι να δουλέψουν με τα ίδια υλικά, με τις ίδιες λέξεις που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν στην καθημερινή ζωή τους.
Όπως και σε κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα, αυτό που διαφοροποιεί τον τεχνίτη από τον καλλιτέχνη είναι το προσωπικό μεράκι. Ο τεχνίτης περιορίζεται στα όρια που του επιβάλλει η χρήση για την οποία προορίζεται το δημιούργημά του, ενώ ο καλλιτέχνης θέλει και πασχίζει αυτό που κατασκευάζει να είναι και όμορφο.
Το ίδιο και στη χρήση του λόγου, στη συγγραφή. Στην περίπτωση της λογοτεχνίας είναι η διάταξη των υλικών (λέξεων) που δημιουργεί τη διαφορά, που μπορεί να μας ταξιδέψει στην Κόλαση ή στον Παράδεισο, έτσι όπως εφαρμόζεται, διαμορφώνοντας την αρχιτεκτονική των αισθημάτων. « Η μισή αλήθεια σε όσα λέμε βρίσκεται στον τρόπο που το λέμε» θα παρατηρήσει ο Ελύτης, υπογραμμίζοντας την ανάγκη της αισθητικής του λόγου.

Μετά από αυτά τα σχετικά με τη γλώσσα και το ύφος, θα ήθελα να δούμε ένα απλό στη διατύπωσή του, αλλά ουσιώδες, όσον αφορά τη λογοτεχνία, ερώτημα.

Γιατί γράφουν, όσοι γράφουν; Που στοχεύουν;

Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί πολλές προσεγγίσεις . Έχω τη γνώμη ότι μπορούν να συνοψισθούν σε τρείς.

α) Η πρώτη, καθαρά ποιητική, προβάλλει την επιδεκτική πολλών ερμηνειών απάντηση ότι η ερώτηση γιατί γράφουμε ισοδυναμεί με την ερώτηση γιατί κάνουμε έρωτα.

β) Η δεύτερη, την αξιοπρόσεκτη ψυχολογική άποψη πως η διαδικασία της συγγραφής είναι τρόπος για να γνωρίσουμε πρωτίστως τον εαυτό μας. Δρόμος προς την αυτογνωσία.

γ) Η Τρίτη διατείνεται πως η Τέχνη, συνεπώς και η λογοτεχνία, αρχίζει εκεί που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος, υπονοώντας την ορμέμφυτη ανθρώπινη ανάγκη να αντιπαλέψει τη φθορά.

Στη βάση όλων αυτών των προσεγγίσεων βρίσκεται η ανάγκη να επικοινωνήσουμε. Για την ακρίβεια να κοινωνήσουμε όσα, κατά τη γνώμη μας, σημαντικά κουβαλάμε, όσα μας βαραίνουν ή μας πληγώνουν. Μα πάνω απ’ όλα να μοιραστούμε όσα νοιώσαμε. Τη συγκίνησή μας.

Όλα όσα ανέφερα μέχρι τώρα δεν τ’ ανέφερα τυχαία.

Η κυρία Αποστολοπούλου, από τα ελάχιστα που αναφέρει προλογικά έχει απαντήσει με σαφήνεια στο ερώτημα «γιατί έγραψε» και ακόμη περισσότερο έχει δηλώσει τη συναίσθηση του βάρους της γλώσσας μας και της τέχνης που έταξε να υπηρετήσει.

Η ίδια εξομολογείται « Ο λόγος, γραπτός και προφορικός πάντα με γοήτευε…και η μοναδική ελληνική γλώσσα…η γλώσσα μας. Αυτή η γοητεία , αυτή η αγάπη βρήκε έκφραση στο διάβασμα…Πολλά βιβλία…και ξανά η συνειδητή επίγνωση… ότι όλα αυτά τα διαβάσματα αποτελούν «ανεκτίμητο υλικό» και προίκα.

Έχουμε δηλαδή από τη μια ένα σωρευμένο γλωσσικό πλούτο, που έχει να κάνει με τον τρόπο, με ποιες αρετές και ποιες υπερβολές δούλεψαν οι περασμένες γενιές λογοτεχνών και με ότι απομένει ζωντανό από εκείνη τη δουλειά. Ένα καταστάλαγμα χρόνων που γυρεύει να εκφραστεί… . «οι βιβλιοθήκες , ο ρόλος τους, είναι να γεννούν βιβλία θα πει ευφυώς ο Ουμπέρτο Έκο και πολύ πιο συμπυκνωμένα , αποφθεγματικά ο δικός μας Γιώργος Σεφέρης « είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας»..

Από την άλλη έχουμε το «ζωντανό» υλικό μιας αληθινής ιστορίας που μέσω αυτής θα βρει τρόπο να εκφραστεί ο γλωσσικός θησαυρός που, διάβασμα το διάβασμα, σωρεύτηκε στην ψυχή και τη συνείδηση της συγγραφέως. Τούτη την αληθινή ιστορία που κουβαλάει και την συγκινεί θέλησε να μοιραστεί μαζί μας…Με κάθε δυνητικό αναγνώστη. Αυτή της η εσωτερική παρόρμηση συνεπικουρείται από τις παροτρύνσεις, όσων έτυχε να ακούσουν αποσπάσματα της ιστορίας. Αυτό το «να τα γράψεις» των συναδέλφων και φίλων.

Δεν πρέπει , κατά την άποψή μου να μας διαφύγει η δική της επισήμανση ότι τα κομμάτια της ιστορίας είναι μνήμες από ακούσματα σκόρπια της παιδικής της ηλικίας και από διευκρινήσεις, σχετικά πρόσφατες, των πρωταγωνιστών. Νομίζω πως εδώ ο λόγος λειτούργησε με τον τρόπο που λειτουργεί η επανασύνθεση, η αποκατάσταση ενός γλυπτού ή πίνακα ζωγραφικής, όσα ο χρόνος ξεθώριασε και θάμπωσε από τις θύμισες. Που σημαίνει πως η ιστορία έχει υποβληθεί σε διπλή επεξεργασία…Η πρώτη αφορά όσους έζησαν τα γεγονότα, αλλά που οι εντυπώσεις τους, οι διηγήσεις τους, υπόκεινται στην απόσταση του χρόνου και στις επιδράσεις που ασκεί το πέρασμα του χρόνου. Η δεύτερη αφορά την ίδια τη συγγραφέα, την δική της παιδική αντίληψη και τις διαστάσεις που στην παιδική φαντασία πήραν όσα άκουσε.

Κατά συνέπεια έχουμε μια μυθιστορηματική διάπλαση της ιστορίας που πολύ διαφέρει από την απλή παράθεση γεγονότων. Και εδώ νομίζω ότι έγκειται η αξία της, δεδομένου ότι η Τέχνη οφείλει να είναι αληθινή, με την έννοια όχι ότι όλα όσα εξιστορούνται έγιναν ακριβώς έτσι, αλλά πως θα μπορούσαν να γίνουν έτσι. Ακόμη περισσότερο πως το προσωπικό το καθημερινό και τυχαίο μπορούν να αναχθούν σε συλλογικό σύμβολο, τέτοιο που κάθε αναγνώστης να βρει σημεία συνάντησης με την συγγραφέα, να βρει στο βιβλίο κάτι ανάλογο που να προσιδιάζει στον ίδιο και που θα τον συγκινήσει.

Ένα άλλο στοιχείο που για τον μέσο αναγνώστη περνάει σχεδόν απαρατήρητο και μόνο στους μυημένους, στους υποψιασμένους, μπορεί να γίνει αντιληπτό, είναι ότι ο λογοτέχνης, ο καλλιτέχνης γενικότερα, μέσα από τις ιστορίες των άλλων τους χαρακτήρες των άλλων, την δική του ψυχή καταθέτει, τον δικό του χαρακτήρα αποκαλύπτει. Αυτό το προσδιόρισε ευφυώς ο ζωγράφος Δ. Μυταράς, όταν απαντώντας σε ερώτηση αν ζωγραφίζει πορτραίτα και αν ναι, αν είναι «πιστά», απάντησε: « Τον εαυτό μας ζωγραφίζουμε στα πρόσωπα των άλλων». Συνεπώς ο συγγραφέας είναι που εκτίθεται…και όσο λιγότερο κρυψίνους είναι τόσο περισσότερο αληθινή είναι η Τέχνη του. Ο αναγνώστης του βιβλίου δεν μπορεί να είναι σίγουρος αν έμαθε για τον Ορέστη και την Χριστίνα. Σίγουρα όμως δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος μπροστά στην αγάπη, την τρυφερότητα, τον συναισθηματισμό που διακατέχει τη συγγραφέα καθώς μιλάει για τους δικούς της ανθρώπους. Πολύ περισσότερο, αν ξεπεράσουμε τις ρομαντικές και σε μεγάλο βαθμό λυρικές περιγραφές, θα βρούμε ένα λόγο ακρίβειας, εναργή και άμεσο και με θαυμαστή σαφήνεια – και αυτό ισχύει και τη ροή των γεγονότων της ιστορίας, όσο και για την ψυχολογική σκιαγράφηση των χαρακτήρων – που, προσωπικά, πίσω από την διήγηση, μου αποκαλύπτεται η θετική επιστήμονας, η γιατρός.

Είναι τέτοια η λογική συγκρότηση όλης της ιστορίας, η μαθηματική δομή της αφήγησης, που δεν αφήνει κανένα χάσμα , κανένα κενό και που πιστεύω – μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για την πρώτη της εμφάνιση «στα γράμματα» - πως στη συγγραφική της πορεία θα παγιωθεί και θα αναδειχθεί σε διακριτικό, χαρακτηρολογικό γνώρισμα της γραφής της.

Συμπερασματικά, συστήνω το βιβλίο, έχοντας κατά νου τη φράση του Θερβάντες
« Εδώ μέσα θα βρείτε αλήθειες που είναι πιο νόστιμες και διασκεδαστικές και από τα πιο όμορφα ψέματα».

Ευχαριστώ που με ακούσατε

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Στην Πολυαγαπώ

Ως προβαλες με χάρη πρωινή
Μαλλιά και μάτια πράσινα
που βάραινε η ομίχλη
Απίθωσα διστακτικά
δειλό φιλί στα χείλη

Ορθόστηθη λαχτάρα
Χτυποκάρδι μου

Κι ως μου ιστορούσες
τα τότε και τα τώρα
πίκρες πολλές κι αναποδιές
στιγμή δεν πήρα τα μάτια
από τα μάτια σου

Τα μάτια σου
θλίψη και βάσανα
και λίκνισμα και χάδι
κι η μέση βεργολυγερή
κι η φωνή να λέει

ωσότου μίλησε η καρδιά

Δυο μέρες πήρε

Κι έγινα ολότελα
δικός σου...

Αθήνα 15/12/2011

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Αφιέρωμα σε μια ιστορία

Φτεροκοπούν οι αναμνήσεις..Εκείνη η πρώτη φορά που τα μάτια μου ικέτευσαν να συναντήσουν το βλέμμα σου για μια στιγμή...Για μια στιγμή με κοίταξες και χλόισαν τα σωθικά μου...Φτερούγησαν κοτσύφια στα κλαδιά, έτσι που θρόισε ο πόθος μου και σκούντηξαν τον αέρα οι στεναγμοί μου. Έτσι που σκόνταψα σε ένα ενθαρρυντικό χαμόγελό σου, ντροπαλό και αδέξιο..

Ντροπαλά και αδέξια ψέλλισα τ όνομά μου.Ένα "χαίρω πολύ" μου αφαίρεσε κάθε οικειότητας ελπίδα. " Θα ήθελα να σε ξαναδώ", είπα..."Ποιός ξέρει",  χρυσά τα λόγια σου στάλαξαν στην καρδιά μου..Κοίταζα τον δρόμο να χάνεται...εσένα να χάνεσαι....Μέρες μετά, οπλισμένος με την αφέλεια των δεκαοχτώ μου χρόνων,  'πρόσμενα, στον ίδιο δρόμο, την ίδια ώρα,  να μου χαμογελάσει η τύχη...
Κι επειδή όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η ώρα σε συνάντησα ανέλπιστα...Με το θάρρος της χρόνιας προσμονής και με τόνο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση και ούτε αφήνει περιθώρια
παρανοήσεων σου εξομολογήθηκα όσα το γυναικείο σου ένστικτο σού είχε ήδη αποκαλύψει..

Έτσι ξεκίνησε η ζωή μας...Αλληλουχία σταθμών και γεγονότων...Μέχρι που πέσαμε σε ξέρα. .....Νύχτες ζοφερές και μέρες άνυδρες...και κατηγόριες....Εγώ ο φταίχτης, εγώ το κακό το ριζικό σου...Μου λες πως οι μέρες που περίμενες ποτέ δεν ήρθαν. Πως ποτέ δε σ' αγάπησα..Πως χαθήκαμε σε ατέρμονες κουβέντες, άχρηστες κι άχαρες..."Ας όψεται ο εγωισμός σου", λες...
Ο εγωισμός μου ύστατο καταφύγιο της ρημαγμένης μου αξιοπρέπειας. Οι επιλογές μου άμυνες, έτσι καθώς ιχνηλατώ τα παράπονά σου. Μη έχοντας τίποτα άλλο , παρεκτός της καρδιάς μου το κόκκινο, ολημερίς διαβαίνω τους δρόμους του γκρίζου...Πνιγμένος στη σκόνη ενοχών...αναπολώντας ευτυχίες
που δεν μ' άγγιξαν...

Κι όχι πως δεν έχω πια, για σένα, αισθήματα. Κι ούτε πως άσκοπα κι ατελέσφορα διάγω τις μέρες μου. Είναι που, όσα να σου προσφέρω λαχτάρησα, αζήτητα μένουν.
Διαφέρει η ματιά μας κι εκτιμάμε με άλλη κλίμακα την ουσία. Είναι της γυναίκας γνώρισμα να μεγαλοποιεί όσα και από τη φύση τους είναι μεγάλα. Πόσο μάλλον τα μικρά και ασήμαντα.
Η μόνη αλήθεια, σε όσα μου καταμαρτυρείς, είναι η ικανοποίηση πως έζησα ακόμη μια μέρα. Κάθε που παίρνει να βραδιάζει κρυφή μου λύτρωση και περηφάνια πως έκλεψα ακόμη μια μέρα του Χάρου. Κείνη την ώρα έχω έντονη την επιθυμία να γιορτάσω μιαν ελάχιστη εφήμερη νίκη...Μια ψευδαίσθηση ικανή να ξεχνώ τις έγνοιες και τις αγωνίες μου. Κείνη την ώρα αποζητώ την αγκαλιά σου,  ξεχνώντας το φόβο και το θάνατο, επειδή τίποτα, όσο πικρό και στενάχωρο, δεν αναιρεί τη χαρά να το βιώνεις….
------------------------------------------------------------------------------------------------------------

- Άντρα πικρέ κι αγνώμονα. Απόκαμα να περιμένω, να υπομένω τα κυνήγια σου. Κάθε λογής. Τα ξενύχτια σου. Μόνη κι υγρή χαμογελώ σαν φανείς στο κατώφλι και πνίγω σε κρυφές ελπίδες την οργή και το παράπονο. Μη γίνεσαι άδικος. Μη μιλάς για σεντόνια κι εδέσματα που έστρωσα , χωρίς ποτέ να ρωτήσω. Πότε σε είδα;  Ελάχιστα. Πάντα βιαστικός, το ένα πόδι σχεδόν έξω απ' την πόρτα. Ποτέ δε  'νοιάστηκες για σεντόνια, κρεβάτια και στρωμένα τραπέζια. " Μαζί σου και σε μία καλύβι"...." Μαζί σου και ψωμί κι ελιά"...Σε πόσες άραγε το ' πες...Πόσα αγχωμένα δείπνα και γεύματα...Πόσα αυτοσχέδια κρεβάτια...Κι εγώ εδώ κλεισμένη στη μοναξιά και τη ντροπή μου. Αιχμάλωτη , δέσμια αγάπης αδικαίωτης. Ρωτάς αν δακρύζω...Ναι από πάντα δακρύζω για 'κείνα που από πάντα περίμενα και που ποτέ δεν θα έρθουν.....

( Η δική μου συμμετοχή σε μια ιδέα της Κωνσταντίνας Σανδάλη)