Είχε αφήσει στης δουλειάς το ψυγείο δυο κεσέδες γιαούρτι. Σε μια τσάντα τα είχε μπακάλικου, το ένα πάνου στο άλλο – κι ένα μήλο παρέα τους – με δεμένες κόμπο τις άκρες της. Μην τύχει και πείναγε. Μη και του ‘ρθει λιγούρα. Κι όπως τη πάσα ημέρα, βουλιαγμένος του ήτανε στη δουλειά και στις σκέψεις του. Στις λάσπες του νου του βουτηγμένος του ήτανε και στα χρέη. Και χοροπηδάγαν στις αράδες τα νούμερα, και φέρνανε φούρλες στο κεφάλι οι έγνοιες. Και τι άλλο να κάμει. Ένα γιαούρτι τη μέρα του έτρωγε και καμιά φορά κανά μήλο... Ποτέ μαζί και ποτέ πριν την ώρα τους . Με ευαγγελική εγκαρτέρηση περίμενε πάντα του να πάει η ώρα έντεκα, κι αν μπορούσε να κρατηθεί, εντεκάμισυ, κόβοντας της δουλειάς του το χρόνο και την πείνα στη μέση.
Ως που του ‘ρθε μια λίγωση. Από πού του ‘ρθε δε νοιάστηκε, ώρα της ήτανε, μόνο ‘σηκώθη και τράβηξε στο μικρό δωματιάκι τ’ απόμερο, το ένα γιαούρτι να φάει.
Απ’ την κάσα της πόρτας , είδε, σαν έφτασε, μια κυρία ευτραφή μπροστά στο ψυγείο. Σα συναδέλφισσα του ‘μοιασε, σα μια πείνα ολόρθη. Και, ως ήταν καλόπιστος, διόλου ύποπτη. Από κοντά και η σκιά της , το ίδιο υπέρβαρη ,του κλείναν το δρόμο. Δίχως φως ,ένα γύρω ο τόπος, κι εκείνη μασούλαγε. ‘Κοντοστάθη , μα τον πήρε χαμπάρι… Μια μπουκιά μετέωρη ξόμεινε, σαν να τα ‘χε ολοσδιόλου χαμένα. Ακίνητη σ’ ένα στόμα που έχασκε, σαν να οι τύψεις τον καταπιώνα τής φράξαν. Ως να ήταν το τρώει της μιαν αυθάδεια στον Ύψιστο. Με συστολή τα μάτια χαμήλωσε. « Καλημέρα» του γρύλισε σαν σκυλί μη το δείρουν. Κι ήταν η καλημέρα της ψεκασμός από σάλια και ψίχουλα που σκορπίσανε γύρω. Μια γκριμάτσα στο μούτρο της ήτανε , μια σύσπαση που ζητούσε επιείκεια. Κι αυτός, από σπίτι με τρόπους – ω! τι τρόπους είχε το σπίτι του! - αμέσως την έδειξε… « Συγγνώμη μαντάμ» ,εψιθύρισε, « δεν κάνετε κάτι επιλήψιμο…με την ησυχία σας…μιαν άλλη φορά»… Μια άλλη φορά τι; Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε και σιχτίρισε που τόσο ανεύθυνος ήτανε. Που καθόλου δεν νοιάζονταν να σκορπάει στο διάβα του ελπίδες αβάσιμες. «Και ,φτού φτού - την έφτυσε – τι όρεξη είναι αυτή που την έχετε..και πιστή…Σαν ποτέ από κοντά σας μην έλειψε…Ομολογώ , κρυφοκοιτώ κάθε φορά που περνάτε - τσουπωτές και τριζάτες – οι δυο σας κι ο τόπος στενάζει…Μαζί του κι εγώ..Ξέρετε είναι το φως λοξό.. σαν εμένα. Οι σκιές σας πέφτουν απάνω μου. Πώς ν’ αντέξω»…« Πόσο ένοχη ένοιωσε», είπε μέσα του, και τη σκέφτηκε ακριβώς καθώς ήτανε , σ’ όσο χρόνο του χρειάσθη ν’ αντισκόψει το βήμα, πως τάχαμ’ πήγαινε αλλού, και ξανά να κινήσει. Αλλού που να πάει δεν είχε, μόνο γύρισε κι έκατσε στην καρέκλα του πάλι. Να περιμένει ένα τέταρτο …Να μην είναι αδιάκριτος …Κι έσκυψε ξανά στα χαρτιά, αλλά ζάφτι δεν τα ‘κανε…σαν να ήταν άγνωστές του οι έννοιες. Σαν τα νοήματα να μην κάθονταν ήσυχα..Άδειο σακκί δε στέκει , σηκώθηκε πάλι προσδοκώντας μιαν ανεμπόδιστη πρόσβαση. Κι ήταν. Δεν είχε πια εύσωμες, ούτε βάτα ο διάδρομος.
Προσέχοντάς του λάθος μην κάνει, πήρε κι άνοιξε τη δική του σακκούλα. Κι έμεινε. Να την κοιτάει σα χαμένος , που ήτανε… Ξεφύσησε σαν ψάλτης που σελίδα του γυρίσαν ερήμην του… Ποτέ πριν κεσές δεν είχε νικήσει κεσέ κατά βάρος. Τους ξεχώρισε , όπως θα ‘κανε με παιδιά μικρά που τσακώνονται. Το μάτι του φοβέρα θολή, αγριεμένη..Και τ’ άλλο το ίδιο… «Εεε, αυτό πάει πολύ». Και πήγαινε. Ο κάτω κεσές είχε ανοιχθεί από χέρι –φαινόταν καθαρά στο ημίφως του χώρου – και δυο τρεις κουταλιές το πολύ τέσσερες, δεν ήταν στη θέση τους. Δεν του πήρε πολύ να υποθέσει τη δράστη..Τη δράστη; Και τι να υπέθετε; Άνδρα; Και που θα τον έβρισκε του χεριού του να μπορεί να τον ζάπωνε; Κερατά να του πεί, τι σου φταίνε τα γιαούρτια του κόσμου; Και φαπ μια να του έδινε…Κι αν δεν νόγαγε, και μια δεύτερη … για να μάθει..και ο νους του πήγε σε εκείνον τον ψηλό, το σφιχτόφρυδο ,που τον είχε δει ,φαλακρό και μονάχο, να κάνει βόλτες ‘κει απ’ όξω…Τι μ’ αυτό..κι από ‘ξω απ’ τη σύνταξη βόλτες κόβει καιρό, αλλά – όλοι το ξέρουν – χέρι δεν άπλωσε. Μένει εκεί καρτερώντας σα ζητιάνος το σχόλασμα …Δεν μπορεί, αυτός τώρα, να κατηγορεί έτσι έναν άνθρωπο, που ποτέ δεν του ‘χε δώσει δικαίωμα. Η αλήθεια, ούτε ‘κείνος ,ποτέ του, το ζήτησε. Άσε που ‘χε φήμη οψόθυμου..Μια κουβέντα να του ‘λεγε, δεν το ‘χε σε τίποτα να του τρίψει το γιαούρτι στη μούρη. – ποιο γιαούρτι, όσο έμενε - Μπα δεν ήταν αυτός…Κι ευτύς τον απάλλαξε… Γυναίκα σίγουρα ήταν. Και χοντρή. Όμως αυτή - το θυμόταν καλά- φταρνίστηκε ψίχουλα..Αλλά πάλι τι την ‘μπόδιζε μετά και επιδόρπιο να είχε; Με το πειστήριο κρατώντας στο χέρι, πήγε και ‘στάθη αντίκρυ της. Την κοίταγε επίμονα. ‘Ισια στα μάτια την κοίταγε, περιμένοντας- δε μπορεί – μια ταραχή να την πρόδιδε. Όμως ‘κείνη παρέμενε ανέκφραστη. «Ο πωλών τοις μετρητοίς». Δίχως έγνοιες ν’ αυλακώνουν το μούτρο της, της ζωής της το διάβα...σαν μα μην είχε φάει ποτέ της γιαούρτι. Όμως αυτό - ούτε αυτή - του έλεγαν τίποτα. Δεν τον πείσανε. « Το γιαούρτι» ,της λέει, «το γιαούρτι, τι;» τον αντίσκοψε εκείνη… «Μου το έφαγες»… «Τι είναι αυτά που λες; Εμουρλάθης;» και σταυροκοπήθη πλατειά, σαν αγανάκτηση δίκαιη..σαν θρήσκα αθωότητα , που θέλει και να φαίνεται τέτοια. «Μα αφού σε είδα. Στεκόσουν ή δε στεκόσουν μπροστά του;», είπε πάλι αυτός, κι είχε ο λόγος του μιαν απαξίωση, σαν τόπος που τον χάριζε στην οργή του απλόχερα. «Λιμασμένη»… Έφερε ένα γύρω το βλέμμα του…Όλοι κι όλες του φαίνονταν απαράλλαχτοι σα να ‘χανε φάει γιαούρτι. Και καμώνονταν τάχα μ’ πως δεν ξέρανε τίποτα. Ανίδεοι τάχα μ’ ήτανε και προσηλωμένοι σε εγκυκλίους και έγγραφα…και ξανά , ως τους κοίταξε , σαν αμφιβολία του ‘μοιάσαν.. Σαν ναι και σαν όχι που αρνιόντουσαν να μπουν στη σειρά, σε μια τάξη. Χρόνια τους έβλεπε αμίλητους και του ήταν πέρα ως πέρα αδιάφοροι. Δίχως αίνιγμα Σφίγγες. Κι η ματιά του, αποσταμένη ως ήταν, πήγε κι έκατσε στα βυζιά της Αλέκας.
Πως του ήρθε και την είπε Ανθούλα!…Ανθόγαλο, σαν το κάτασπρο δέρμα της. Γάλα, γιαούρτι…Τα βυζιά της σα να αισθάνθηκαν άβολα..σαν να η ματιά του τα βάρυνε..σαν η μπλούζα να τους ήταν στενή και δυο τρία κουμπάκια του μπούστου της ετοιμάζονταν να φύγουν μακριά της…Και τότε..αχ τότε να γίνονταν να σκάσουν τα βυζιά της Αλέκας στα μούτρα του…Και δε μπα να ‘χε φάει το γιαούρτι…Να το ‘χαν ακουμπήσει τα σαν φλόγες χειλάκια της. Κι αυτός στο κατόπι της να΄γλυφε , ότι είχε απομείνει..τα μάτια του ,γλαρά, χάθηκαν στων κρυφών πεθυμιών του τα πέρατα, στα ολόμαυρα, τα βαθειά, των ματιών της τα χάη. « Θοδωράκη» , ακούει να του λέει, « τι πάθατε; Σαν να μην είστε εδώ»..και δεν ήτανε… « Ανθούλα το γιαούρτι…το φάγανε»… « να το είχες φάει εσύ…κι εγώ τώρα να ΄κουμπαγα – εμμέσως πλην σαφώς – το δικό σου το στόμα»…Μέλι τα λόγια του στάζαν . Παραλίγο ρεζίλι θα γίνονταν. Ευτυχώς τους , που το ειδε. Με τρόπο το μαντήλι του έβγαλε και στο πάτημα σκούπισε τρεις σταγόνες σιρόπι.. «Μόνο μην το είχε φάει..αυτός ο σφιχτόφρυδος» σκέφτηκε και φαντάστηκε -φρίκη - ένα φιλί από τρίχες… « Ανθούλα!...Αλέκα με λένε καλέ το ξεχάσατε; Που έχετε το νου σας; Τι λέτε; Κι εγώ γαλακτομικά, αγοραστά δεν βάνω στο στόμα μου..Μόνο του Μπάμπη μου»..Του Μπάμπη της..Με μπαμπάκι η Αλέκα τον έσφαξε. Και βρήκε την ώρα..Αυτή που ποτέ της ώρα δεν είχε..Δέκα χρόνια , ένα καφέ δεν προκάναν να πιούνε μαζί. « Τυροκόμος ο Μπάμπης σου;», ρώτησε. « Αχ καλέ πως τα λέτε.. Ποτέ δεν σας εγκαταλείπει το χιούμορ σας» … « Ναι είναι αλήθεια τα χιούμορ ποτέ δεν μ’ αφήνει..Σαν τον τυφλό το σκοτάδι …Με τριγυρίζει σα χειμώνας τη γρίππη… Εσένα ο Μπάμπης σου;»… «Ο Μπάμπης καλέ, πώς να το πω..που μ’ αλλάζει τα φώτα»…Πολυτεχνίτης ο Μπάμπης της που να του παραβγεί απατός του, με το μονάχα φτενό μολυβάκι του. Κι η Αλέκα συνέχισε… « Μην κάνετε έτσι..ένα γιαούρτι είναι μόνο»… « αφού έχετε κι άλλο»… «Κι εσύ μπορείς να έχεις όποιον θες…-αχ! και του πουλιού το γάλα ας μου ζήταγες -… αφήνεις το Μπάμπη σου;…Το ξέρεις κι ή ίδια δεν είναι η αξία. Η πράξη μετράει»..Κι η Αλέκα την πράξη αναλογίσθη και είπε: « Τον Μπάμπη; Ποτέ». Κι έσκυψε στα χαρτιά της αυτή κι αυτός το κεφάλι.
Αντάμα ηθικό και ανήθικο να βαστάνε το ένα το άλλο - και τα δυό μαζί τους τον ίδιο – τον πήγανε πίσω στη θέση του. Στο δρόμο του ‘λεγαν πως δεν ήταν όπως εκείνος τα άκουσε. Πως καλά δεν κατάλαβε. Η Ανθούλα του, άλλα του έλεγε.. με τρόπο που κανείς να μην καταλάβει …Δεν είδε που αμέσως το πρόσεξε, πως είχε χαθεί κι έτρεξε να τον φέρει πίσω…Τότε που – ξέχασε; - είχε χαθεί στων πεθυμιων του τα αχανή τα μακρυνά τους, τα πέρατα…στων μαύρων ματιών της τα βάθη….Και σιγά..εκείνο τον πως τον είπε;..Και καλά δε θυμότανε τότε που τον είδε;…Σαν βοδιού απλανή είχε τα μάτια του, σαν χελώνας το καύκαλο το μαδημένο κεφάλι του..Το πρόσωπό του μια έκφραση ηλίθια, το καλούπι του χυμένο σ’ ένα μόνιμο γέλιο..Φαινότανε σαν να γελάει, δίχως λόγο… Τόσο αναίτια του βλάκας…
« Μπαμπά ξύπνα», άκουσε ο Θοδωράκης την κόρη του, « και τι γιαούρτια κι Ανθούλες ήτανε αυτά που ΄λεγες…και στον ύπνο σου τρώς; Εφιάλτης σου γίναν το φαϊ κι η Ανθούλα»…
Καλημέρα καρδιά μου…. Και η συναδέλφισσα ,η θρήσκα, δεν μοιάζει διόλου στη μάννα σου…
«Αχ μπαμπά πάψε τις αιώνιες βλακείες σου»…
Αθήνα 22/01/2012
Ως που του ‘ρθε μια λίγωση. Από πού του ‘ρθε δε νοιάστηκε, ώρα της ήτανε, μόνο ‘σηκώθη και τράβηξε στο μικρό δωματιάκι τ’ απόμερο, το ένα γιαούρτι να φάει.
Απ’ την κάσα της πόρτας , είδε, σαν έφτασε, μια κυρία ευτραφή μπροστά στο ψυγείο. Σα συναδέλφισσα του ‘μοιασε, σα μια πείνα ολόρθη. Και, ως ήταν καλόπιστος, διόλου ύποπτη. Από κοντά και η σκιά της , το ίδιο υπέρβαρη ,του κλείναν το δρόμο. Δίχως φως ,ένα γύρω ο τόπος, κι εκείνη μασούλαγε. ‘Κοντοστάθη , μα τον πήρε χαμπάρι… Μια μπουκιά μετέωρη ξόμεινε, σαν να τα ‘χε ολοσδιόλου χαμένα. Ακίνητη σ’ ένα στόμα που έχασκε, σαν να οι τύψεις τον καταπιώνα τής φράξαν. Ως να ήταν το τρώει της μιαν αυθάδεια στον Ύψιστο. Με συστολή τα μάτια χαμήλωσε. « Καλημέρα» του γρύλισε σαν σκυλί μη το δείρουν. Κι ήταν η καλημέρα της ψεκασμός από σάλια και ψίχουλα που σκορπίσανε γύρω. Μια γκριμάτσα στο μούτρο της ήτανε , μια σύσπαση που ζητούσε επιείκεια. Κι αυτός, από σπίτι με τρόπους – ω! τι τρόπους είχε το σπίτι του! - αμέσως την έδειξε… « Συγγνώμη μαντάμ» ,εψιθύρισε, « δεν κάνετε κάτι επιλήψιμο…με την ησυχία σας…μιαν άλλη φορά»… Μια άλλη φορά τι; Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε και σιχτίρισε που τόσο ανεύθυνος ήτανε. Που καθόλου δεν νοιάζονταν να σκορπάει στο διάβα του ελπίδες αβάσιμες. «Και ,φτού φτού - την έφτυσε – τι όρεξη είναι αυτή που την έχετε..και πιστή…Σαν ποτέ από κοντά σας μην έλειψε…Ομολογώ , κρυφοκοιτώ κάθε φορά που περνάτε - τσουπωτές και τριζάτες – οι δυο σας κι ο τόπος στενάζει…Μαζί του κι εγώ..Ξέρετε είναι το φως λοξό.. σαν εμένα. Οι σκιές σας πέφτουν απάνω μου. Πώς ν’ αντέξω»…« Πόσο ένοχη ένοιωσε», είπε μέσα του, και τη σκέφτηκε ακριβώς καθώς ήτανε , σ’ όσο χρόνο του χρειάσθη ν’ αντισκόψει το βήμα, πως τάχαμ’ πήγαινε αλλού, και ξανά να κινήσει. Αλλού που να πάει δεν είχε, μόνο γύρισε κι έκατσε στην καρέκλα του πάλι. Να περιμένει ένα τέταρτο …Να μην είναι αδιάκριτος …Κι έσκυψε ξανά στα χαρτιά, αλλά ζάφτι δεν τα ‘κανε…σαν να ήταν άγνωστές του οι έννοιες. Σαν τα νοήματα να μην κάθονταν ήσυχα..Άδειο σακκί δε στέκει , σηκώθηκε πάλι προσδοκώντας μιαν ανεμπόδιστη πρόσβαση. Κι ήταν. Δεν είχε πια εύσωμες, ούτε βάτα ο διάδρομος.
Προσέχοντάς του λάθος μην κάνει, πήρε κι άνοιξε τη δική του σακκούλα. Κι έμεινε. Να την κοιτάει σα χαμένος , που ήτανε… Ξεφύσησε σαν ψάλτης που σελίδα του γυρίσαν ερήμην του… Ποτέ πριν κεσές δεν είχε νικήσει κεσέ κατά βάρος. Τους ξεχώρισε , όπως θα ‘κανε με παιδιά μικρά που τσακώνονται. Το μάτι του φοβέρα θολή, αγριεμένη..Και τ’ άλλο το ίδιο… «Εεε, αυτό πάει πολύ». Και πήγαινε. Ο κάτω κεσές είχε ανοιχθεί από χέρι –φαινόταν καθαρά στο ημίφως του χώρου – και δυο τρεις κουταλιές το πολύ τέσσερες, δεν ήταν στη θέση τους. Δεν του πήρε πολύ να υποθέσει τη δράστη..Τη δράστη; Και τι να υπέθετε; Άνδρα; Και που θα τον έβρισκε του χεριού του να μπορεί να τον ζάπωνε; Κερατά να του πεί, τι σου φταίνε τα γιαούρτια του κόσμου; Και φαπ μια να του έδινε…Κι αν δεν νόγαγε, και μια δεύτερη … για να μάθει..και ο νους του πήγε σε εκείνον τον ψηλό, το σφιχτόφρυδο ,που τον είχε δει ,φαλακρό και μονάχο, να κάνει βόλτες ‘κει απ’ όξω…Τι μ’ αυτό..κι από ‘ξω απ’ τη σύνταξη βόλτες κόβει καιρό, αλλά – όλοι το ξέρουν – χέρι δεν άπλωσε. Μένει εκεί καρτερώντας σα ζητιάνος το σχόλασμα …Δεν μπορεί, αυτός τώρα, να κατηγορεί έτσι έναν άνθρωπο, που ποτέ δεν του ‘χε δώσει δικαίωμα. Η αλήθεια, ούτε ‘κείνος ,ποτέ του, το ζήτησε. Άσε που ‘χε φήμη οψόθυμου..Μια κουβέντα να του ‘λεγε, δεν το ‘χε σε τίποτα να του τρίψει το γιαούρτι στη μούρη. – ποιο γιαούρτι, όσο έμενε - Μπα δεν ήταν αυτός…Κι ευτύς τον απάλλαξε… Γυναίκα σίγουρα ήταν. Και χοντρή. Όμως αυτή - το θυμόταν καλά- φταρνίστηκε ψίχουλα..Αλλά πάλι τι την ‘μπόδιζε μετά και επιδόρπιο να είχε; Με το πειστήριο κρατώντας στο χέρι, πήγε και ‘στάθη αντίκρυ της. Την κοίταγε επίμονα. ‘Ισια στα μάτια την κοίταγε, περιμένοντας- δε μπορεί – μια ταραχή να την πρόδιδε. Όμως ‘κείνη παρέμενε ανέκφραστη. «Ο πωλών τοις μετρητοίς». Δίχως έγνοιες ν’ αυλακώνουν το μούτρο της, της ζωής της το διάβα...σαν μα μην είχε φάει ποτέ της γιαούρτι. Όμως αυτό - ούτε αυτή - του έλεγαν τίποτα. Δεν τον πείσανε. « Το γιαούρτι» ,της λέει, «το γιαούρτι, τι;» τον αντίσκοψε εκείνη… «Μου το έφαγες»… «Τι είναι αυτά που λες; Εμουρλάθης;» και σταυροκοπήθη πλατειά, σαν αγανάκτηση δίκαιη..σαν θρήσκα αθωότητα , που θέλει και να φαίνεται τέτοια. «Μα αφού σε είδα. Στεκόσουν ή δε στεκόσουν μπροστά του;», είπε πάλι αυτός, κι είχε ο λόγος του μιαν απαξίωση, σαν τόπος που τον χάριζε στην οργή του απλόχερα. «Λιμασμένη»… Έφερε ένα γύρω το βλέμμα του…Όλοι κι όλες του φαίνονταν απαράλλαχτοι σα να ‘χανε φάει γιαούρτι. Και καμώνονταν τάχα μ’ πως δεν ξέρανε τίποτα. Ανίδεοι τάχα μ’ ήτανε και προσηλωμένοι σε εγκυκλίους και έγγραφα…και ξανά , ως τους κοίταξε , σαν αμφιβολία του ‘μοιάσαν.. Σαν ναι και σαν όχι που αρνιόντουσαν να μπουν στη σειρά, σε μια τάξη. Χρόνια τους έβλεπε αμίλητους και του ήταν πέρα ως πέρα αδιάφοροι. Δίχως αίνιγμα Σφίγγες. Κι η ματιά του, αποσταμένη ως ήταν, πήγε κι έκατσε στα βυζιά της Αλέκας.
Πως του ήρθε και την είπε Ανθούλα!…Ανθόγαλο, σαν το κάτασπρο δέρμα της. Γάλα, γιαούρτι…Τα βυζιά της σα να αισθάνθηκαν άβολα..σαν να η ματιά του τα βάρυνε..σαν η μπλούζα να τους ήταν στενή και δυο τρία κουμπάκια του μπούστου της ετοιμάζονταν να φύγουν μακριά της…Και τότε..αχ τότε να γίνονταν να σκάσουν τα βυζιά της Αλέκας στα μούτρα του…Και δε μπα να ‘χε φάει το γιαούρτι…Να το ‘χαν ακουμπήσει τα σαν φλόγες χειλάκια της. Κι αυτός στο κατόπι της να΄γλυφε , ότι είχε απομείνει..τα μάτια του ,γλαρά, χάθηκαν στων κρυφών πεθυμιών του τα πέρατα, στα ολόμαυρα, τα βαθειά, των ματιών της τα χάη. « Θοδωράκη» , ακούει να του λέει, « τι πάθατε; Σαν να μην είστε εδώ»..και δεν ήτανε… « Ανθούλα το γιαούρτι…το φάγανε»… « να το είχες φάει εσύ…κι εγώ τώρα να ΄κουμπαγα – εμμέσως πλην σαφώς – το δικό σου το στόμα»…Μέλι τα λόγια του στάζαν . Παραλίγο ρεζίλι θα γίνονταν. Ευτυχώς τους , που το ειδε. Με τρόπο το μαντήλι του έβγαλε και στο πάτημα σκούπισε τρεις σταγόνες σιρόπι.. «Μόνο μην το είχε φάει..αυτός ο σφιχτόφρυδος» σκέφτηκε και φαντάστηκε -φρίκη - ένα φιλί από τρίχες… « Ανθούλα!...Αλέκα με λένε καλέ το ξεχάσατε; Που έχετε το νου σας; Τι λέτε; Κι εγώ γαλακτομικά, αγοραστά δεν βάνω στο στόμα μου..Μόνο του Μπάμπη μου»..Του Μπάμπη της..Με μπαμπάκι η Αλέκα τον έσφαξε. Και βρήκε την ώρα..Αυτή που ποτέ της ώρα δεν είχε..Δέκα χρόνια , ένα καφέ δεν προκάναν να πιούνε μαζί. « Τυροκόμος ο Μπάμπης σου;», ρώτησε. « Αχ καλέ πως τα λέτε.. Ποτέ δεν σας εγκαταλείπει το χιούμορ σας» … « Ναι είναι αλήθεια τα χιούμορ ποτέ δεν μ’ αφήνει..Σαν τον τυφλό το σκοτάδι …Με τριγυρίζει σα χειμώνας τη γρίππη… Εσένα ο Μπάμπης σου;»… «Ο Μπάμπης καλέ, πώς να το πω..που μ’ αλλάζει τα φώτα»…Πολυτεχνίτης ο Μπάμπης της που να του παραβγεί απατός του, με το μονάχα φτενό μολυβάκι του. Κι η Αλέκα συνέχισε… « Μην κάνετε έτσι..ένα γιαούρτι είναι μόνο»… « αφού έχετε κι άλλο»… «Κι εσύ μπορείς να έχεις όποιον θες…-αχ! και του πουλιού το γάλα ας μου ζήταγες -… αφήνεις το Μπάμπη σου;…Το ξέρεις κι ή ίδια δεν είναι η αξία. Η πράξη μετράει»..Κι η Αλέκα την πράξη αναλογίσθη και είπε: « Τον Μπάμπη; Ποτέ». Κι έσκυψε στα χαρτιά της αυτή κι αυτός το κεφάλι.
Αντάμα ηθικό και ανήθικο να βαστάνε το ένα το άλλο - και τα δυό μαζί τους τον ίδιο – τον πήγανε πίσω στη θέση του. Στο δρόμο του ‘λεγαν πως δεν ήταν όπως εκείνος τα άκουσε. Πως καλά δεν κατάλαβε. Η Ανθούλα του, άλλα του έλεγε.. με τρόπο που κανείς να μην καταλάβει …Δεν είδε που αμέσως το πρόσεξε, πως είχε χαθεί κι έτρεξε να τον φέρει πίσω…Τότε που – ξέχασε; - είχε χαθεί στων πεθυμιων του τα αχανή τα μακρυνά τους, τα πέρατα…στων μαύρων ματιών της τα βάθη….Και σιγά..εκείνο τον πως τον είπε;..Και καλά δε θυμότανε τότε που τον είδε;…Σαν βοδιού απλανή είχε τα μάτια του, σαν χελώνας το καύκαλο το μαδημένο κεφάλι του..Το πρόσωπό του μια έκφραση ηλίθια, το καλούπι του χυμένο σ’ ένα μόνιμο γέλιο..Φαινότανε σαν να γελάει, δίχως λόγο… Τόσο αναίτια του βλάκας…
« Μπαμπά ξύπνα», άκουσε ο Θοδωράκης την κόρη του, « και τι γιαούρτια κι Ανθούλες ήτανε αυτά που ΄λεγες…και στον ύπνο σου τρώς; Εφιάλτης σου γίναν το φαϊ κι η Ανθούλα»…
Καλημέρα καρδιά μου…. Και η συναδέλφισσα ,η θρήσκα, δεν μοιάζει διόλου στη μάννα σου…
«Αχ μπαμπά πάψε τις αιώνιες βλακείες σου»…
Αθήνα 22/01/2012
2 σχόλια:
Μα τι ωραίο !!
Απολαυστικότατο , έξυπνο, σπιρτόζο , καλογραμμένο , και με όλες τις διπλές του σκέψεις .. το καταχάρηκα ..
Είναι απίθανος ο τρόπος αυτός τελικά .. να λες όσα αλλιώς δε θα σ αφήσουν οι καλοί σου τρόποι να πεις .. :)) τάχα μου ούτε και να σκεφτείς ..
Αν και ο αυτοσαρκασμός είναι δύσκολος .. αν και και πέρα απ το στυλ που λες ότι "αντέγραψες",
αν δεν το χεις , δεν το κάνεις τόσο καλά ..
Απίθανο ..
Ανιρετάκι σ' ευχαριστώ πολύ...Όσα δεν μπορούμε να πούμε...Υπάρχει ένα εκπληκτικό βλάσφημο κείμενο ύμνος στην αθεϊα...γραμμένο από καθολικό κληρικό..που επειδή ο ίδιος δεν μπορούσε να "πει" τον βάζει στο στόμα των ασεβών...Πάντα ο νους θα βρει τρόπο να πει αυτό που θέλει...ακόμη και "άλαλο"....Σ' ευχαριστώ...
Δημοσίευση σχολίου