«Η ξενιτειά, η ορφανιά
Η πίκρα, η αγάπη.
Τα τέσσερα τα ζύγιασαν
Βαρύτερα είν’ τα ξένα»
Ήταν εκεί γύρω στη δεκαετία του ’60 που άρχισαν να φεύγουν καραβιές ο κόσμος για τον Καναδά και την Αυστραλία και, στοιβαγμένοι στα τρένα, για το Βέλγιο, τη Γερμανία κι άλλες χώρες της Ευρώπης.
Μόλις λίγα χρόνια μετά την κατοχή και τον εμφύλιο, ο τόπος ρημαγμένος έγλειφε τις πληγές του, πολλά τα προβλήματα, αβάσταχτη η φτώχεια και η Πολιτεία ανήμπορη. Το φευγιό ήταν η μόνη διέξοδος κι η μόνη ελπίδα.
Δεν ήταν η πρώτη φορά. Από τα παλιά χρόνια κάθε που ο τόπος πέρναγε μια περιπέτεια, κάθε που έβγαινε από μια συμφορά, οι Έλληνες παίρνανε το δρόμο της ξενιτειάς. Μαύρη θάλασσα, Δούναβης και πιο ύστερα στην αυγή του εικοστού αιώνα η Αμερική.
Η ανάγκη τους έκανε. Κι όχι το ανήσυχο πνεύμα και η δίψα για περιπέτεια, όπως προσπαθούσαν να μας πείσουν ,μέσα από εκλογικεύσεις , ανόητοι απολογητές και υποστηρικτές της οικονομικής πολιτικής.
«Ξάδερφε, ήρθαμε εδώ για ένα μεροκάματο που η πατρίδα μας στέρησε» θα μου πει η πολυαγαπημένη μου Γιωργία πριν από χρόνια, δένοντας κόμπο την γλώσσα μου και την καρδιά μου και κάνοντας θρύψαλα τους μύθους τους.
«Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις στον κόσμο, Έλληνα θα βρεις από κάτω» μας έλεγαν, καμαρώνοντας, ηλίθιοι καθηγητές και δάσκαλοι, επικαλούμενοι το δαιμόνιο της φυλής. Και Πακιστανούς και Φιλιππινέζους και Αλβανούς και Τούρκους θα πρόσθετα κι εγώ, χωρίς να ξέρω ποιο δαιμόνιο να επικαλεστώ.
Δύσκολα τα πρώτα χρόνια στον ξένο τόπο. Άγνωστοι άνθρωποι, άγνωστη γλώσσα, φτηνές οι πρώτες δουλειές, το μεροκάματο του ανειδίκευτου.
Από τη μια να πασχίζουν να ριζώσουν και να ορθοποδήσουν, από την άλλη να ‘χουν και να βοηθήσουν όσους δικούς τους ξώμειναν πίσω. Δεν ήθελαν να ξεχάσουν, δεν μπορούσαν να ξεχάσουν και δεν ξέχασαν.
Πρόκοψαν στην ξένη γη, πολλοί έγιναν σπουδαίοι και μετά τη φροντίδα για τους δικούς τους, δεν ξέχασαν και την πατρίδα. Αφού έφτιαξαν τα δικά τους σχολεία και τις εκκλησιές τους εκεί στα ξένα , αφού οργάνωσαν τους συλλόγους και τις ενορίες τους, στράφηκαν να βοηθήσουν την πατρίδα τους, την ιδιαίτερη πατρίδα τους που το συναίσθημα τους έπνιγε. Γέμισε η Ελλάδα σχολεία, εκκλησιές, νοσοκομεία, ιδρύματα, δωρεές από τους ξενιτεμένους.
Όμως όσα κι αν έσιαξε η ζωή τους εκεί στα ξένα , η ψυχή τους ποτέ δε γαλήνεψε. Ο Έλληνας στην ξενιτειά νοιώθει πάντα προσωρινός. Όσα χρόνια κι αν περάσουν. Κι ας μην γυρίσει ποτέ. Το ξένο χώμα δεν δένει ποτέ με τη φτέρνα του. Δεν είναι δικό του ‘κείνο το χώμα. Κι όσο τα χρόνια περνάνε το σαράκι του γυρισμού τρώει τα σωθικά τους. Η νοσταλγία φουντώνει.
Θυμάμαι, μικρό παιδί διάβαζα ιστορίες για την ξενιτειά σε κάτι παλιά αναγνωστικά.
-«Λίγα χρόνια ακόμα μανούλα, κάνε υπομονή και θα γυρίσω. Λίγα χρόνια ακόμη να βάλω τίποτα στην άκρη, να ‘ρθω να ζήσουμε σαν άνθρωποι» παρηγορούσαν τις γριες μανούλες και παρηγοριούνταν κι οι ίδιοι.
-«Να ‘ρθεις γιόκα μ’ να σε δω η έρμη, μη θαρρείς κι είμαι ναι πιά, περάσανε τα χρόνια, να ‘ρθεις να σε δω να πεθάνω ήσυχη, να μου κλείσεις τα μάτια, όχι σαν τον μακαρίτη τον πατέρα σου που πήγε με τον καημό σου», παράγγελνε η γρια μάνα από τα τρίσβαθα της μοναξιάς της.
Έτσι ήτανε τότε, έτσι είναι και τώρα. Ένα τηλέφωνο είναι η μόνη διαφορά κι η μόνη παρηγόρια. ΄Ολοι έχουμε γίνει μια φωνή. Τι να κάνει, όμως, σε μια μάνα η φωνή και που να της αρκέσει. Η μάνα θέλει το παιδί της. Να το κοιτάει κατάματα. Να το νταντεύει και να το μαλώνει. Όσο χρονών κι αν είναι.
Έτσι θα είναι πάντα. Οι εδώ μια ζωή να περιμένουν. Οι εκεί μια ζωή να νοσταλγούν. Νοσταλγία…τι όμορφη λέξη…Νόστος, ο γυρισμός..ο γλυκός γυρισμός…από κει και η νοστιμιά …και άλγος, πόνος..ο γλυκός πόνος του γυρισμού.
Με τέτοια λόγια, της παρηγοριάς και της αντάμωσης, τα χρόνια περνάνε. Περνάνε τα χρόνια θα πει οι άνθρωποι αλλάζουν. Το ίδιο κι ο τόπος. Η ξενιτειά είναι μια μεγάλη, πολύ μεγάλη παρένθεση. Κι αν δώσει ο Θεός, μετά τριάντα, σαράντα ή περισσότερα χρόνια, συνήθως με τη σύνταξη, κι ο ξενιτεμένος γυρίσει πίσω, ψάχνει, μάταια, να εν΄΄ωσει τις άκρες του κουβαριού. Τα που θυμάται και τα που βρίσκει. Κοπιαστική, βασανιστική προσπάθεια, μεγάλο το κενό..τριάντα, σαράντα χρόνια είναι πολλά. Τη χρονιά του ξενιτεμού του, τα’ αγέννητα τότε παιδιά είναι, τώρα κοντά σαραντάρηδες Η γενιά του εξήντα και βάλε. Οι μεγαλύτεροί του έχουν φύγει πια από τη ζωή. Ξένος και πάλι, στο δικό του τον τόπο τούτη τη φορά, πρέπει να ξαναρχίσει απ’ την αρχή. Να συμμαζέψει το σπιτικό του, να πιάσει το σφυγμό της ντόπιας ζωής να μπει στο ρυθμό της
Πολλοί δεν άντεξαν. Γύρισαν με τόση λαχτάρα. Αλλιώς τα περίμεναν, αλλιώς τα βρήκαν, τα ξαναφόρτωσαν, γύρισαν πάλι στα ξένα.
Δεν μπόρεσαν να μονιάσουν τον τόπο που βρήκαν με τον τόπο που άφησαν , με τον τόπο που κουβαλάνε χρόνια στην καρδιά τους. Προτίμησαν να θυμούνται τον δεύτερο. Κείνον που άφησαν.
Η πιο γλυκειά πατρίδα είναι η καρδιά κι οι μετανάστες έχουν έχουν το πικρό προνόμιο να κουβαλάνε την Ελλάδα στην καρδιά τους.
Το κείμενο το έγραψα το 2002 για την εφημερίδα του χωριού μου. Μέρες που είναι καθένας μας θυμάται τους δικούς του. Γονείς, αδέρφια, ξαδέρφια, μπαρμπάδες, θείες κι από κοντά τους φίλους τους γείτονες τους συγχωριανούς. Λίγα τα σπίτια που να μην έχουν δικό τους στην ξενιτειά. Κι αν τα ‘γραψα όλα αυτά είναι που έχω κι εγώ τα’ αδέλφια μου και τα ξαδέρφια μου πάνω από σαράντα χρόνια μακριά και τη μάννα μου θαμμένη στη Μελβούρνη.
Το αφιερώνω στην καλή μου φίλη την Τζενούλα…και σε όλες τις φίλες και φίλους που είναι μακριά…
Η πίκρα, η αγάπη.
Τα τέσσερα τα ζύγιασαν
Βαρύτερα είν’ τα ξένα»
Ήταν εκεί γύρω στη δεκαετία του ’60 που άρχισαν να φεύγουν καραβιές ο κόσμος για τον Καναδά και την Αυστραλία και, στοιβαγμένοι στα τρένα, για το Βέλγιο, τη Γερμανία κι άλλες χώρες της Ευρώπης.
Μόλις λίγα χρόνια μετά την κατοχή και τον εμφύλιο, ο τόπος ρημαγμένος έγλειφε τις πληγές του, πολλά τα προβλήματα, αβάσταχτη η φτώχεια και η Πολιτεία ανήμπορη. Το φευγιό ήταν η μόνη διέξοδος κι η μόνη ελπίδα.
Δεν ήταν η πρώτη φορά. Από τα παλιά χρόνια κάθε που ο τόπος πέρναγε μια περιπέτεια, κάθε που έβγαινε από μια συμφορά, οι Έλληνες παίρνανε το δρόμο της ξενιτειάς. Μαύρη θάλασσα, Δούναβης και πιο ύστερα στην αυγή του εικοστού αιώνα η Αμερική.
Η ανάγκη τους έκανε. Κι όχι το ανήσυχο πνεύμα και η δίψα για περιπέτεια, όπως προσπαθούσαν να μας πείσουν ,μέσα από εκλογικεύσεις , ανόητοι απολογητές και υποστηρικτές της οικονομικής πολιτικής.
«Ξάδερφε, ήρθαμε εδώ για ένα μεροκάματο που η πατρίδα μας στέρησε» θα μου πει η πολυαγαπημένη μου Γιωργία πριν από χρόνια, δένοντας κόμπο την γλώσσα μου και την καρδιά μου και κάνοντας θρύψαλα τους μύθους τους.
«Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις στον κόσμο, Έλληνα θα βρεις από κάτω» μας έλεγαν, καμαρώνοντας, ηλίθιοι καθηγητές και δάσκαλοι, επικαλούμενοι το δαιμόνιο της φυλής. Και Πακιστανούς και Φιλιππινέζους και Αλβανούς και Τούρκους θα πρόσθετα κι εγώ, χωρίς να ξέρω ποιο δαιμόνιο να επικαλεστώ.
Δύσκολα τα πρώτα χρόνια στον ξένο τόπο. Άγνωστοι άνθρωποι, άγνωστη γλώσσα, φτηνές οι πρώτες δουλειές, το μεροκάματο του ανειδίκευτου.
Από τη μια να πασχίζουν να ριζώσουν και να ορθοποδήσουν, από την άλλη να ‘χουν και να βοηθήσουν όσους δικούς τους ξώμειναν πίσω. Δεν ήθελαν να ξεχάσουν, δεν μπορούσαν να ξεχάσουν και δεν ξέχασαν.
Πρόκοψαν στην ξένη γη, πολλοί έγιναν σπουδαίοι και μετά τη φροντίδα για τους δικούς τους, δεν ξέχασαν και την πατρίδα. Αφού έφτιαξαν τα δικά τους σχολεία και τις εκκλησιές τους εκεί στα ξένα , αφού οργάνωσαν τους συλλόγους και τις ενορίες τους, στράφηκαν να βοηθήσουν την πατρίδα τους, την ιδιαίτερη πατρίδα τους που το συναίσθημα τους έπνιγε. Γέμισε η Ελλάδα σχολεία, εκκλησιές, νοσοκομεία, ιδρύματα, δωρεές από τους ξενιτεμένους.
Όμως όσα κι αν έσιαξε η ζωή τους εκεί στα ξένα , η ψυχή τους ποτέ δε γαλήνεψε. Ο Έλληνας στην ξενιτειά νοιώθει πάντα προσωρινός. Όσα χρόνια κι αν περάσουν. Κι ας μην γυρίσει ποτέ. Το ξένο χώμα δεν δένει ποτέ με τη φτέρνα του. Δεν είναι δικό του ‘κείνο το χώμα. Κι όσο τα χρόνια περνάνε το σαράκι του γυρισμού τρώει τα σωθικά τους. Η νοσταλγία φουντώνει.
Θυμάμαι, μικρό παιδί διάβαζα ιστορίες για την ξενιτειά σε κάτι παλιά αναγνωστικά.
-«Λίγα χρόνια ακόμα μανούλα, κάνε υπομονή και θα γυρίσω. Λίγα χρόνια ακόμη να βάλω τίποτα στην άκρη, να ‘ρθω να ζήσουμε σαν άνθρωποι» παρηγορούσαν τις γριες μανούλες και παρηγοριούνταν κι οι ίδιοι.
-«Να ‘ρθεις γιόκα μ’ να σε δω η έρμη, μη θαρρείς κι είμαι ναι πιά, περάσανε τα χρόνια, να ‘ρθεις να σε δω να πεθάνω ήσυχη, να μου κλείσεις τα μάτια, όχι σαν τον μακαρίτη τον πατέρα σου που πήγε με τον καημό σου», παράγγελνε η γρια μάνα από τα τρίσβαθα της μοναξιάς της.
Έτσι ήτανε τότε, έτσι είναι και τώρα. Ένα τηλέφωνο είναι η μόνη διαφορά κι η μόνη παρηγόρια. ΄Ολοι έχουμε γίνει μια φωνή. Τι να κάνει, όμως, σε μια μάνα η φωνή και που να της αρκέσει. Η μάνα θέλει το παιδί της. Να το κοιτάει κατάματα. Να το νταντεύει και να το μαλώνει. Όσο χρονών κι αν είναι.
Έτσι θα είναι πάντα. Οι εδώ μια ζωή να περιμένουν. Οι εκεί μια ζωή να νοσταλγούν. Νοσταλγία…τι όμορφη λέξη…Νόστος, ο γυρισμός..ο γλυκός γυρισμός…από κει και η νοστιμιά …και άλγος, πόνος..ο γλυκός πόνος του γυρισμού.
Με τέτοια λόγια, της παρηγοριάς και της αντάμωσης, τα χρόνια περνάνε. Περνάνε τα χρόνια θα πει οι άνθρωποι αλλάζουν. Το ίδιο κι ο τόπος. Η ξενιτειά είναι μια μεγάλη, πολύ μεγάλη παρένθεση. Κι αν δώσει ο Θεός, μετά τριάντα, σαράντα ή περισσότερα χρόνια, συνήθως με τη σύνταξη, κι ο ξενιτεμένος γυρίσει πίσω, ψάχνει, μάταια, να εν΄΄ωσει τις άκρες του κουβαριού. Τα που θυμάται και τα που βρίσκει. Κοπιαστική, βασανιστική προσπάθεια, μεγάλο το κενό..τριάντα, σαράντα χρόνια είναι πολλά. Τη χρονιά του ξενιτεμού του, τα’ αγέννητα τότε παιδιά είναι, τώρα κοντά σαραντάρηδες Η γενιά του εξήντα και βάλε. Οι μεγαλύτεροί του έχουν φύγει πια από τη ζωή. Ξένος και πάλι, στο δικό του τον τόπο τούτη τη φορά, πρέπει να ξαναρχίσει απ’ την αρχή. Να συμμαζέψει το σπιτικό του, να πιάσει το σφυγμό της ντόπιας ζωής να μπει στο ρυθμό της
Πολλοί δεν άντεξαν. Γύρισαν με τόση λαχτάρα. Αλλιώς τα περίμεναν, αλλιώς τα βρήκαν, τα ξαναφόρτωσαν, γύρισαν πάλι στα ξένα.
Δεν μπόρεσαν να μονιάσουν τον τόπο που βρήκαν με τον τόπο που άφησαν , με τον τόπο που κουβαλάνε χρόνια στην καρδιά τους. Προτίμησαν να θυμούνται τον δεύτερο. Κείνον που άφησαν.
Η πιο γλυκειά πατρίδα είναι η καρδιά κι οι μετανάστες έχουν έχουν το πικρό προνόμιο να κουβαλάνε την Ελλάδα στην καρδιά τους.
Το κείμενο το έγραψα το 2002 για την εφημερίδα του χωριού μου. Μέρες που είναι καθένας μας θυμάται τους δικούς του. Γονείς, αδέρφια, ξαδέρφια, μπαρμπάδες, θείες κι από κοντά τους φίλους τους γείτονες τους συγχωριανούς. Λίγα τα σπίτια που να μην έχουν δικό τους στην ξενιτειά. Κι αν τα ‘γραψα όλα αυτά είναι που έχω κι εγώ τα’ αδέλφια μου και τα ξαδέρφια μου πάνω από σαράντα χρόνια μακριά και τη μάννα μου θαμμένη στη Μελβούρνη.
Το αφιερώνω στην καλή μου φίλη την Τζενούλα…και σε όλες τις φίλες και φίλους που είναι μακριά…
3 σχόλια:
Μέ συγκίνησες πολύ φίλε μου, βούρκωσα .
Ελισσάβετ μου..Αν έστω κι έναν αγγίξει θεωρώ ότι άξιζε τον κόπο που το έγραψα..Σε ευχαριστώ φίλη αγαπημένη που με δικαιώνεις..
Το Βαρος παντα φοβαται τον Συγκερασμό της κακοτυχιάς του....
να συγκλίνουν Ξενιτια κι Ορφάνια
πριν η πίκρα της Αγαπης γίνει καρπος που θα προσφερθει στην πεινα της Ψυχης μας...
Χρόνια Πολλά και Υπεροχα, Θοδωρή......
Δημοσίευση σχολίου