Καλοκαίρι, Σάββατο στον Πύργο ...Ο Γιώργος κι η παρέα του. Μαζί και ο μικρός του αδελφός..Όλοι γύρω στα είκοσι με είκοσι δυό, βία είκοσι πέντε. Ο αδελφός του δεκατέσσερα. Εργατιά. Συνάδελφοι στην πέτρα.Ήταν τότε που ο Αλφειός, κάθε χρόνο ξαφάνιζε κάτω απ' τα νερά του τα ποτιστικά χωράφια και το κράτος είχε αποφασίσει να γίνουν αντιπλημμυρικά. Εκεί στα αντιπλημμυρικά και στα λιμνάζοντα νερά έβρισκαν μεροκάματα τα λιμνάζοντα νιάτα.....Θα ήταν γύρω στις έντεκα το πρωί που οι μεγάλοι αποφάσισαν να πάνε. Ο Γιώργος πήρε μαζί του και τον μικρό. Δυό ταξί. 'Φτάσαν. Μισή ώρα δρόμος. Αν και τίποτα δεν είπαν , ήξεραν που πήγαιναν. Μάλλον ήξεραν γιατί πήγαν. Το πού το βρήκαν ρωτώντας ..." Ξέρεις φίλε, κανά σπίτι έτσι κι έτσι...."
Ήταν ένα χαμόσπιτο σε απόμερο δρόμο στην άλλη άκρη της πόλης. Ξαναρώτησαν με το κεφάλι σκυφτό. Πρόθυμος ο άλλος τους κατατόπισε. Σιγουρεύτηκαν. Κάποιος πιο θαραλλέος με την προτροπή και παρότρυνση των λοιπών έπιασε το πόμολο. Κατά το έθιμον, η φιλόξενη πόρτα ξεκλείδωτη. Έτριξε, υποχώρησε. ..Περάστε.. ακούστηκε μια φωνή...Η "φωνή" έγειρε το σώμα στο πλάι, είδε το τσούρμο..Χαμογέλασε ευτυχισμένη...Τόση πέτρα , τόσος ιδρώτας έτοιμος να πέσει στα πόδια της. Ανάμεσα στα πόδια της. "Ένας ένας" ..Πέρασε ο πρώτος. Τί πέρασε ήταν ήδη μέσα....Δέκα λεπτά; ίσως λίγο πάνω , βγήκε...Καλά; καλά...Καλή; ...καλή..Πόσο ; τόσο...Δεν χρειάστηκαν άλλες ερωτήσεις για μια από πριν ειλημμένη απόφαση. Ένας μετά τον άλλο η εργατιά της πέτρας πέρασε και βγήκε...Με την κρυφή ικανοποίηση και τη σκιά που δεν κρύβεται....Πέρασαν και μιάμισυ δυό ώρες..Αμίλητοι...Θλίψη,ντροπή , τύψεις...Μάλλον συνενοχή.
Ετοιμάστηκαν να φύγουν. Δεν είχαν προλάβει να κάνουν το πρώτο βήμα και ένας είπε.." Ο μικρός;". Σταμάτησαν. Ρώτησαν με τα μάτια. Ο άλλος ψιθύρισε. Εβγαλε από την τσέπη του κάτι κέρματα.Πρότεινε τη χούφτα του και στους άλλους. Έριξε ο δεύτερος , ο τρίτος, κανά δυό αναποφάσιστοι γύρισαν κοίταξαν τον μικρό. Πείστηκαν. Ο έρανος ολοκληρώθηκε. Κάποιος χτύπησε την πόρτα. Συνεννοήθηκε, γύρισε στο μικρό. - Έλα. Ο μικρός έσκυψε το κεφάλι και υπάκουσε. Ποτέ δεν μπόρεσε να πει με σιγουριά,αν πήγε από επιθυμία ή επειδή φοβήθηκε την κοροϊδία από τους μεγαλύτερους.
Μπήκε με λυμένα γόνατα και σφιγμένη καρδιά. Η "φωνή" καθισμένη πανω από μια πλαστική λεκάνη, έπλενε το "σημείο". Εκεί που πριν είχαν στάξει " τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας". Πολλα χρόνια αργότερα ο μικρός έμαθε πως η πλύση ήτανε αντισηπτική, απολυμαντική με υπερμαγγανικό κάλλιο. Τώρα, μόνο υπέθεσε το "σημείο". Δεν προλαβε να υποθέσει τίποτα άλλο. Η γυναίκα μια όμορφη ψηλή ξανθειά με πλούσιο στήθος σηκώθηκε και βάδισε προς το μέρος του. Με κίνηση που δεν σήκωνε αντίρρηση, έσπρωξε τον μικρο στο κρεββάτι. Ξάπλωσε δίπλα του. Τον σήκωσε και τον έβαλε ανάμεσα στα πόδια της. Δυνατή γυναίκα που είχε καταργήσει όλα τα περιττά.Ποιά περιττά δηλαδή..Ο μικρός δεν ήξερε τα απαραίτητα. Πότε μπηκε πότε βγήκε ούτε που το κατάλαβε. ούτε πότε μετά το "ντύσου" βρέθηκε στην πόρτα. Ξαλαφρωμένος και λυτρωμένος. Οι άλλοι, βαριεστημένοι από την καθυστέρηση της αναχώρησης αμίλητοι κίνησαν, χωρίς να τον ρωτήσουν.
Το βράδυ στα καφενεία του χωριού ο μικρός δεν πήγε. Όπου κι αν κοίταζε, τον κοίταζαν νόμιζε. Και ντρεπότανε πολύ...
Αθήνα 10.09.2011
Ήταν ένα χαμόσπιτο σε απόμερο δρόμο στην άλλη άκρη της πόλης. Ξαναρώτησαν με το κεφάλι σκυφτό. Πρόθυμος ο άλλος τους κατατόπισε. Σιγουρεύτηκαν. Κάποιος πιο θαραλλέος με την προτροπή και παρότρυνση των λοιπών έπιασε το πόμολο. Κατά το έθιμον, η φιλόξενη πόρτα ξεκλείδωτη. Έτριξε, υποχώρησε. ..Περάστε.. ακούστηκε μια φωνή...Η "φωνή" έγειρε το σώμα στο πλάι, είδε το τσούρμο..Χαμογέλασε ευτυχισμένη...Τόση πέτρα , τόσος ιδρώτας έτοιμος να πέσει στα πόδια της. Ανάμεσα στα πόδια της. "Ένας ένας" ..Πέρασε ο πρώτος. Τί πέρασε ήταν ήδη μέσα....Δέκα λεπτά; ίσως λίγο πάνω , βγήκε...Καλά; καλά...Καλή; ...καλή..Πόσο ; τόσο...Δεν χρειάστηκαν άλλες ερωτήσεις για μια από πριν ειλημμένη απόφαση. Ένας μετά τον άλλο η εργατιά της πέτρας πέρασε και βγήκε...Με την κρυφή ικανοποίηση και τη σκιά που δεν κρύβεται....Πέρασαν και μιάμισυ δυό ώρες..Αμίλητοι...Θλίψη,ντροπή , τύψεις...Μάλλον συνενοχή.
Ετοιμάστηκαν να φύγουν. Δεν είχαν προλάβει να κάνουν το πρώτο βήμα και ένας είπε.." Ο μικρός;". Σταμάτησαν. Ρώτησαν με τα μάτια. Ο άλλος ψιθύρισε. Εβγαλε από την τσέπη του κάτι κέρματα.Πρότεινε τη χούφτα του και στους άλλους. Έριξε ο δεύτερος , ο τρίτος, κανά δυό αναποφάσιστοι γύρισαν κοίταξαν τον μικρό. Πείστηκαν. Ο έρανος ολοκληρώθηκε. Κάποιος χτύπησε την πόρτα. Συνεννοήθηκε, γύρισε στο μικρό. - Έλα. Ο μικρός έσκυψε το κεφάλι και υπάκουσε. Ποτέ δεν μπόρεσε να πει με σιγουριά,αν πήγε από επιθυμία ή επειδή φοβήθηκε την κοροϊδία από τους μεγαλύτερους.
Μπήκε με λυμένα γόνατα και σφιγμένη καρδιά. Η "φωνή" καθισμένη πανω από μια πλαστική λεκάνη, έπλενε το "σημείο". Εκεί που πριν είχαν στάξει " τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας". Πολλα χρόνια αργότερα ο μικρός έμαθε πως η πλύση ήτανε αντισηπτική, απολυμαντική με υπερμαγγανικό κάλλιο. Τώρα, μόνο υπέθεσε το "σημείο". Δεν προλαβε να υποθέσει τίποτα άλλο. Η γυναίκα μια όμορφη ψηλή ξανθειά με πλούσιο στήθος σηκώθηκε και βάδισε προς το μέρος του. Με κίνηση που δεν σήκωνε αντίρρηση, έσπρωξε τον μικρο στο κρεββάτι. Ξάπλωσε δίπλα του. Τον σήκωσε και τον έβαλε ανάμεσα στα πόδια της. Δυνατή γυναίκα που είχε καταργήσει όλα τα περιττά.Ποιά περιττά δηλαδή..Ο μικρός δεν ήξερε τα απαραίτητα. Πότε μπηκε πότε βγήκε ούτε που το κατάλαβε. ούτε πότε μετά το "ντύσου" βρέθηκε στην πόρτα. Ξαλαφρωμένος και λυτρωμένος. Οι άλλοι, βαριεστημένοι από την καθυστέρηση της αναχώρησης αμίλητοι κίνησαν, χωρίς να τον ρωτήσουν.
Το βράδυ στα καφενεία του χωριού ο μικρός δεν πήγε. Όπου κι αν κοίταζε, τον κοίταζαν νόμιζε. Και ντρεπότανε πολύ...
Αθήνα 10.09.2011