Πάνε χρόνια από τότε που η Αγιώτα - και τη λέγαμε Αγιώτα επειδή σε κάποιες λέξεις, στην αρχή τους, πρόσθετε ένα δικό της όσο και αυθαίρετο «α» , «αφάγαμε ασταφύλια» - ερχόταν προς το χωριό από το δρόμο του κοιμητηρίου και άκουσε ψηλά από την εξώπορτα την Αγγελική να μιλάει φωναχτά με κάποιον ή κάποια από απόσταση τόση όση απέχουν τα σπίτια στο χωριό, έχοντας το καθένα και τον κήπο του.
Άκουσα και εγώ που έτυχε να είμαι εκείνη την ώρα έξω από το πατρικό μου και που η αυλή του βγαίνει μέχρι το δρόμο, αλλά ομολογώ δεν έδωσα καμία σημασία, σύνηθες φαινόμενο σε τούτο το χωριό η κουβέντα από μακριά, αλλά υποψιάστηκα, όταν η Αγιώτα, λεπτή όπως είναι και σβέλτη, πάρα τα εβδομήντα τότε , πάνω κάτω, χρόνια της, επιτάχυνε το βήμα και με ρώτησε με προσποιητή αδιαφορία « α με ποιόν αμίλαγε η Αγγέλω Θοδωρή;». Αν και δε φημίζομαι για την ικανότητά μου να διακρίνω προθέσεις πίσω απ’ τα λόγια, εκείνη τη φορά δε θα μπορούσα να μην προσέξω την ανησυχούσα ζήλεια που υπέκρυπτε ο δήθεν ράθυμος τόνος της φωνής της και αντί να πω, ως θα έκανα αυθόρμητα, «με τον Κώστα» - και ήταν ο Κώστας ο έρωτας και αδιέξοδο πάθος και καημός που είχε διασχίσει πολλάκις τα σαράντα κύματα φορτωμένος βάσανα και πόνο, μα πιο πολύ χλεύη και ειρωνείες, εδώ και εξήντα χρόνια της Αγιώτας - πήρε στροφή η κούτρα και η γλώσσα μου και είπα « με την Χριστίνα» - και ήταν η θειά Χριστίνα, δίπλα στο σπίτι μου και μεγαλύτερη στα χρόνια από την Αγιώτα, τύπος αριστοφανικός, Θεός σχωρέσ’ την, κοντή και χοντρή και αθυρόστομη και ιστορίες πολλές λέμε ακόμη στις παρέες στο χωριό και γελάμε με τα παθήματά της και τις μνημειώδεις ατάκες της, όπως τότε που βλέποντας να περνάει στο δρόμο ο νεοχειροτονημένος παππάς και υποθέτοντας ότι πηγαίνει να διαβάσει παρακλήσεις στα μνήματα, άλλο τώρα αν ο παππάς πήγαινε να ταίσει τις κότες του, πετάχτηκε φουριόζα και « έλα δω ρε που πάς έτσι με τα χέρια αδειανά… που είναι το πετραχήλι σου, που είναι το θυμιατό σου με την πούτσα σου θα λιβανίσεις;» - αλλά η Αγιώτα δε με πίστεψε …
- Ποια αΧριστίνα ρε αφού δε μιλιώνται
- Δε μιλιώνται; Και τι έχουν να χωρίσουν;
- Αμ που είσαι συ ρε… αξέρεις τίποτα;…σκοτωθήκανε..
- γιατί ρε Γιώτα;
- για έναν κόκκορα της Αγγέλως… Λάλαγε και ενόγλαγε τη Χριστίνα, δε μπόργειε να τον ακούει
- και τι έγινε;
- του ‘πε η αΧριστίνα.. « μα που τον κακό σκασμό να βγάλεις, μα που να πάρει ο διάολος τον τέντζερη που θα σε βράσει» και την άκουσε η Αγγέλω και για να σκάσει η Χριστίνα φώναξε στον κόκκορα « λάλα το πουτσούλα μ’ λάλα το» και από τότε ούτε να δει η μια την άλλη…
Αυτά κι έφυγε η Αγιώτα κατά το σπίτι της, σκοτεινιασμένη που δεν πήρε απάντησε τέτοια που να ησυχάσει την ανταριασμένη ζήλεια της ή που να της δώσει αφορμή να περάσει την Αγγέλω γενεές δεκατέσσερες , και εγώ έμπλεος περιέργειας και με πειραχτική διάθεση φώναξα… « θειά Χριστίνα είσαι σπίτι;» , «εδώ είμαι λεβεντάκο μου» , «έρχομαι να πιούμε καφέ» …
Άλλο που δεν ήθελε η θειά, άνθρωπος, της κουβέντας και της παρέας, φτιάνει καφέ και κάτσαμε στη βεράντα του σπιτιού της , φάτσα στον κήπο της Αγγέλως και τον κόκκορα
- Δε μου λες ρε θειά..τι άκουσα… είναι αλήθεια;
- Ποιο Θοδωράκο μου
- Που μάλωσες με την Αγγέλω… Μεγάλες γυναίκες και έχετε παρέα η μια την άλλη…
- Εγώ μάλωσα; Εκείνη την πιάνει το σιγενικό της και τρώγεται ούλη την ώρα.. μα να του πει « λάλα το πουτσούλαμ’ λάλα το» αντί να τον λαιμουργιάσει να βγάλει το σκασμό
- Μα και εσύ… δεν ήταν κουβέντα να πεις «μα που να πάρει ο διάβολος τον τέντζερη που θα σε βράσει» …
-Εγώ.. είπα εγώ τέτοιο πράμα; Να μη σώσω να σηκωθώ από την καρέκλα μου..
- Και τι είπες ρε θειά..
-Εγώ είπα να την πάρει ο διάολος εκείνη και να τον φάμε σούπα στην κηδεία της…
- Α τότε αλλάζει , είπα σκασμένος στα γέλια, ο κόσμος ότι θέλει λέει…άδικα σε κατηγόρησαν…
Άκουσα και εγώ που έτυχε να είμαι εκείνη την ώρα έξω από το πατρικό μου και που η αυλή του βγαίνει μέχρι το δρόμο, αλλά ομολογώ δεν έδωσα καμία σημασία, σύνηθες φαινόμενο σε τούτο το χωριό η κουβέντα από μακριά, αλλά υποψιάστηκα, όταν η Αγιώτα, λεπτή όπως είναι και σβέλτη, πάρα τα εβδομήντα τότε , πάνω κάτω, χρόνια της, επιτάχυνε το βήμα και με ρώτησε με προσποιητή αδιαφορία « α με ποιόν αμίλαγε η Αγγέλω Θοδωρή;». Αν και δε φημίζομαι για την ικανότητά μου να διακρίνω προθέσεις πίσω απ’ τα λόγια, εκείνη τη φορά δε θα μπορούσα να μην προσέξω την ανησυχούσα ζήλεια που υπέκρυπτε ο δήθεν ράθυμος τόνος της φωνής της και αντί να πω, ως θα έκανα αυθόρμητα, «με τον Κώστα» - και ήταν ο Κώστας ο έρωτας και αδιέξοδο πάθος και καημός που είχε διασχίσει πολλάκις τα σαράντα κύματα φορτωμένος βάσανα και πόνο, μα πιο πολύ χλεύη και ειρωνείες, εδώ και εξήντα χρόνια της Αγιώτας - πήρε στροφή η κούτρα και η γλώσσα μου και είπα « με την Χριστίνα» - και ήταν η θειά Χριστίνα, δίπλα στο σπίτι μου και μεγαλύτερη στα χρόνια από την Αγιώτα, τύπος αριστοφανικός, Θεός σχωρέσ’ την, κοντή και χοντρή και αθυρόστομη και ιστορίες πολλές λέμε ακόμη στις παρέες στο χωριό και γελάμε με τα παθήματά της και τις μνημειώδεις ατάκες της, όπως τότε που βλέποντας να περνάει στο δρόμο ο νεοχειροτονημένος παππάς και υποθέτοντας ότι πηγαίνει να διαβάσει παρακλήσεις στα μνήματα, άλλο τώρα αν ο παππάς πήγαινε να ταίσει τις κότες του, πετάχτηκε φουριόζα και « έλα δω ρε που πάς έτσι με τα χέρια αδειανά… που είναι το πετραχήλι σου, που είναι το θυμιατό σου με την πούτσα σου θα λιβανίσεις;» - αλλά η Αγιώτα δε με πίστεψε …
- Ποια αΧριστίνα ρε αφού δε μιλιώνται
- Δε μιλιώνται; Και τι έχουν να χωρίσουν;
- Αμ που είσαι συ ρε… αξέρεις τίποτα;…σκοτωθήκανε..
- γιατί ρε Γιώτα;
- για έναν κόκκορα της Αγγέλως… Λάλαγε και ενόγλαγε τη Χριστίνα, δε μπόργειε να τον ακούει
- και τι έγινε;
- του ‘πε η αΧριστίνα.. « μα που τον κακό σκασμό να βγάλεις, μα που να πάρει ο διάολος τον τέντζερη που θα σε βράσει» και την άκουσε η Αγγέλω και για να σκάσει η Χριστίνα φώναξε στον κόκκορα « λάλα το πουτσούλα μ’ λάλα το» και από τότε ούτε να δει η μια την άλλη…
Αυτά κι έφυγε η Αγιώτα κατά το σπίτι της, σκοτεινιασμένη που δεν πήρε απάντησε τέτοια που να ησυχάσει την ανταριασμένη ζήλεια της ή που να της δώσει αφορμή να περάσει την Αγγέλω γενεές δεκατέσσερες , και εγώ έμπλεος περιέργειας και με πειραχτική διάθεση φώναξα… « θειά Χριστίνα είσαι σπίτι;» , «εδώ είμαι λεβεντάκο μου» , «έρχομαι να πιούμε καφέ» …
Άλλο που δεν ήθελε η θειά, άνθρωπος, της κουβέντας και της παρέας, φτιάνει καφέ και κάτσαμε στη βεράντα του σπιτιού της , φάτσα στον κήπο της Αγγέλως και τον κόκκορα
- Δε μου λες ρε θειά..τι άκουσα… είναι αλήθεια;
- Ποιο Θοδωράκο μου
- Που μάλωσες με την Αγγέλω… Μεγάλες γυναίκες και έχετε παρέα η μια την άλλη…
- Εγώ μάλωσα; Εκείνη την πιάνει το σιγενικό της και τρώγεται ούλη την ώρα.. μα να του πει « λάλα το πουτσούλαμ’ λάλα το» αντί να τον λαιμουργιάσει να βγάλει το σκασμό
- Μα και εσύ… δεν ήταν κουβέντα να πεις «μα που να πάρει ο διάβολος τον τέντζερη που θα σε βράσει» …
-Εγώ.. είπα εγώ τέτοιο πράμα; Να μη σώσω να σηκωθώ από την καρέκλα μου..
- Και τι είπες ρε θειά..
-Εγώ είπα να την πάρει ο διάολος εκείνη και να τον φάμε σούπα στην κηδεία της…
- Α τότε αλλάζει , είπα σκασμένος στα γέλια, ο κόσμος ότι θέλει λέει…άδικα σε κατηγόρησαν…
ΒΑΣΙΛΑΚΙ 4/7/2016