Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

«ΕΝ ΑΡΧΉ ΤΟ ΦΩΣ»

«Εν αρχή το φως»
η Ομορφιά και το Θαύμα
το  Άφατον και Μέγα Ποίημα

Η Γη και όσα είναι η γη
Ο Ουρανός  αχανής ωκεανός
και τ’ αστέρια στα βάθη του

Ηλιοβασιλέματα πάθη
κι όσα την ψυχή σηκώνουν
 ψηλά
απαλλαγμένη απ’ τα βάρη της

Ευλογημένα τα μάτια
που αργοπορούν
ανθολογώντας  το κάλλος

τα ποιήματα
 που ευτύχησαν
να μην έχουν ανάγκη τα λόγια

παρά ανεβαίνουν άηχα
σε χέρια  εύγλωττα
σαν τότε που η Σταυρούλα
 παράστησε με περισσή σαφήνεια
το χρώμα του ροδάκινου
το ξάφνιασμα της αστραπής
 και το βαθύ πλαϊνό
σκίσιμο της φούστας
 κι άστραψε  στ’  ακροδάχτυλα
 όλη η μέσα πεθυμιά της
κι η γλώσσα η νευματική
με όλο μετέχοντας το σώμα της
δεν άφηναν τίποτα
 αδιευκρίνιστο
 έτσι που ξεχάσαμε εντελώς
πως η  Σταυρούλα
 είναι κωφάλαλη
εκ γενετής

και βρήκε το ποίημα
 ‘κείνες τις στιγμές
την παλιά του αίγλη
κι έγινε φεγγαρόφωτα
και  πήρε ο Έρωτας ξανά
 σχήματα ηδυπαθή
και καμιά δε θέλησε
ν’ αρθρώσει λέξη….

ΑΘΗΝΑ 29/6/2016

Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

ΣΚΛΑΒΟΙ ( ή Michelangelo di Lodovico Buonarroti )

Το ποίημα στην πέτρα
γέννα επώδυνη

Το σκαρπέλο  να σπάει
 την περίσσεια ύλη
η μορφή βασανιστικά να προβάλλει
από το μάρμαρο
 που χρόνια την κλείνει

Τούτο το γέρο τον δυναστεύουν
 εμμονές

Οι πέτρες που αντιστέκονται

Το ασκημένο μάτι του
ιχνηλατεί τα σπλάχνα τους
ν’ αποκαλύψει τον άγγελο
να φέρει στο φως την Παρθένο

το ένθεον κάλλος να υψώσει
ως το Ασύλληπτον Τέλειον

Σε ομοούσιον Ένα  να συνθέσει
 το θαύμα των τεσσάρων Τεχνών
που διακονεί

Το πνεύμα που ελευθερώνει
και ελευθερώνεται

«Ο σκλάβος που κοιμάται»
« Ο σκλάβος που εγείρεται»
« Ο σκλάβος που εξεγείρεται»
« Ο σκλάβος που πεθαίνει»

Το πρόσωπο ακόμη ασχημάτιστο
ένα χέρι που αναδύεται
 ένα πόδι πιο κάτω
 και η αλυσσίδα με τη μπάλα
στην άκρη


Σε τούτο το γέρο αγωνιά
το ημιτελές που αντέχει
 στις σφυριές  του

κάποτε το υποτάσσει
κάποτε του υποτάσσεται

Σε αγάλματα χάραξε
την ψυχή του
και χαράχτηκε Ποίημα

 να το κρατάει ασάλευτο
 ο όγκος της αλήθειας του…

ΑΘΗΝΑ  20/6/2016

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

ΣΤΑ ΛΕΩΦΟΡΕΙΑ

Μια Αθήνα μέσα στην Αθήνα
 σκουντουφλάνε  πάνω της οι καθώς πρέπει
προσποιούνται  πως την αγνοούν
εκπλήσσονται
όπως τότε στην αφετηρία  για τα δυτικά
Ζήνωνος  που το λεωφορείο αργούσε
 και ο κόσμος  να χειρονομεί
να διαπληκτίζεται  και δεν είχε πάει
 ούτε μια στάση που ο τσιγγάνος
ξηρομερίτης στη μορφή και το ντύσιμο
λιγνό μουστάκι και ριγέ κουστούμι
και λάδι στα μαλλιά
 έβγαλε το κλαρίνο του και έπαιξε ατάραχος
 το « παιδιά μ’ γιατί  ‘στε ανάλλαγα»
ένα πανδαιμόνιο γύρω του
 και να γυρίζει με το πιατελάκι
 κάτι λίγα πενηνταράκια 
 φτωχός ήχος από τσίγκο και   μπακίρι

και την άλλη φορά
που μπήκε ένας  άστεγος
 άπλυτος και αξύριστος μήνες
 και κάνανε πηγάδι γύρω του αφήνοντας κενό
 μην τον ακουμπήσουν και μη τους ακουμπήσει
τόση πολλή  λέρα
και κοίταζαν όλες και όλοι
όξω και πάνω  από τους ώμους του
 και κάποιοι άνοιξαν τα παράθυρα
 σαν να μην υπήρχε ώσπου μπήκε μέσα
 ο αλβανός  και δίχως  συστολή καμία
 άνοιξε το σακκίδιο και έβγαλε
 ένα αποσμητικό χώρου
 και ψέκασε  τον άστεγο κατάμουτρα
 και γύρω  από την πλάτη και τα πόδια του
χαμόγελα και χάχανα

σαν τότε στην Κάνιγγος
 χειμώνας και πρωί και χιόνιζε που μπήκε
 μια κοπέλλα τριάντα τριανταπέντε
 με ένα τσίτι καλοκαιρινό  ξεκάλτσωτη
και ούτε κλάτσαρο  στα πόδια τα γυμνά
 και  όλες  και όλοι κοίταζαν ξανά αλλού
σαν να μην  έβλεπαν τις χιονίστρες
 στα χέρια και τις γάμπες της
σαν να μην έβλεπαν τα άδεια της τα μάτια
 και αδιαφορώντας  που  τα τακούνια
και οι σόλες τους  μάτωσαν τα νύχια
και τα δάχτυλά της,
« που διάολο πήγαινε έτσι αξάγκλιγη
 πρωί πρωί και μπερδεύεται στον κόσμο
 που πάει στις δουλειές του,
ούτε που να πατήσουμε δεν έχουμε
 καμιά λωλή  θα ‘ναι
γαμήσι που θέλει να ΄ρθει να στανιάρει»
κουβέντες φτηνές και αδιαντροπιά
τέτοια αναλγησία

και η  νυχτερινή γραμμή
 « Πειραιάς Κηφισιά»
για όσους δουλεύουν
Σαββατοκύριακα και νύχτα
 περνάει από την Αθηνάς
και αφήνει Πακιστανούς
και άλλους που τρυπώνουν
στα εγκαταλειμμένα της Ευριπίδου
 και στα γύρω στενά
 καθάρισαν την Κουμουνδούρου
 πλατεία Ελευθερίας πια
«τους βάλανε και λεωφορεία τώρα
 να τους φέρνουν τη νύχτα στις  πουτάνες,
που μας καταντήσανε,
άει σιχτίρ πια γιόμισε ο κόσμος
γλίτσιδες  θα μας κολλήσουν τίποτα»

Η Αθήνα κάτω από την Αθήνα
σκαθάρια στα σκατά,   στις άκρες
 απ’ τα πέλματα των νοικοκυραίων ,
στους κάδους με τα λίγα αποφάγια,
αρουραίοι που σκορπάνε
 το ίδιο ξαφνικά όπως φανήκανε…

ΑΘΗΝΑ 20/6/2016

Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

ΕΙΚΌΝΕΣ

Ο γέρος που τον ξέχασαν

κάθεται σε μια παλιά καρέκλα
 κοντά στην οξώπορτα
ακούει τη ζωή που βιάζεται
 γύρω του
ο καταρράχτης δεν τον αφήνει
να δει κατά που χάνονται
 οι φωνές…

Η πόρνη από απόγνωση

περπατάει χωρίς να στρέψει
το βλέμμα
αρνείται τα μάτια
που την παραμονεύουν
τα λόγια στ’ αυτιά της
 μέχρι που ξεκλειδώνει
 η πόρτα της
πέφτει στον καναπέ
το κεφάλι της
στα δυό της χέρια

Τα παιδιά  τα ξυπόλυτα

τα καλοκαίρια
δίχως άλλο ρούχο
μέσα στα μαύρα τριμμένα
 σώβρακά τους
ιδρώτας και σκόνη
 λάσπη στα πόδια τους
 στα χέρια στα μούτρα τους

Άθλια συνοικία

ξεχασμένη
σοκάκια  και σκουπίδια
 και κάτουρα
εγκατάλειψη
και σπασμένες πόρτες
και σαβούρα στοιβαγμένη
 στις μεσαυλές
η παραίτηση
που λιμνάζει
το ψωμί που λείπει

από πού να πιαστούν…

άκουσαν κάποιον να λέει

«ονειρεύτηκα πως έτρωγα
 βραστές πατάτες» …

ΑΘΗΝΑ  19/6/2016

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

ΑΠΟ ΝΕΡΟ ..

Είναι καιρός που προσπαθώ
 να σε φτιάξω μόνο από νερό

 Διάφανη, να βλέπω μέσα σου
 μέχρι εκεί που ακουμπάει
ο πόθος μου

 Την πηγή που πλημμυρίζει
κάθε φορά που λύνεσαι
Το άρωμα που είσαι
 με προσπερνά, με φτάνει…
 με προσπερνά,  με φτάνει…
κι όλο χάνεσαι

Μου γλυστράς  ,  χύνεσαι ...

Επιμένω

Κι όλο απ’  την αρχή
 και μόνο από νερό…

 Για να μη καταφύγω στο φως
 που τυφλώνει…

Κι αν δε μπορέσω
θε να σε  κλείσω σ’ ένα δάκρυ μου…

ΒΑΣΙΛΑΚΙ 15/6/2016

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

ΜΙΑ ΑΠΡΌΣΜΕΝΗ ΣΥΝΆΝΤΗΣΗ

«Χρυσοστέφανη Αφροδίτη τούτη την τύχη  μου φύλαξες».
Να ψάλλω. Να τραγουδώ τον έρωτα…

Μόλις βγαλμένη απ’ τα νερά, μελαμψή,  σκούρα μαλλιά και μαύρα μάτια,  στην πέτρα  επάνω έσταζε  θάλασσα και επιθυμία λιγωτική  , στραμμένη νότια , ιέρεια  και ήταν η εκκλησιά σε σχήμα πόθου,  ξόρκια ακατάληπτα  μουρμουρίζοντας…

«Έρος δηύτέ μ’ ο λυσιμελής δόνει, γλυκύπικρον… δαύοις απάλας ετάρας εν στήθεσιν»*

Και ούτε που ένοιωσε την παρουσία του μικρού αγοριού που έντρομο μπροστά στη γύμνια της ομορφιάς της αποθησαύριζε το θαύμα που έμελλε πολύ μετά να ιστορήσει… «Σγουρό εφηβαίο με το λίγο σάλιο ψηλά στην κώχη των ποδιών.. βαθύ γαρύφαλλο ακρωτήρι»… και έμενε ακίνητο στο θάμβος που ‘φεγγε τον τόπο γύρω και  τα σπλάχνα του, καθώς μικρό πουλί μαγνητισμένο από φιδιού τα μάτια που μένει ασάλευτο, ανήμπορο να ανοίξει τα φτερά του… και μόνο ώρα μετά το είδε, ντυμένο στα λευκά, ναυτάκι του καλοκαιριού, και είπε ήσυχα. « Η θάλασσα , η αύρα με θέλουν γυμνή… τις θέλω γυμνή… Είναι η γύμνια από μόνη της μια ηδονή, όμοια με την οδύνη της γρατζουνιάς στη σάρκα μας.. Είμαι η δική σου μοίρα.. Αιώνες μετά θα με ανασυντάξεις από τα συντρίμμια μου. Τούτα τα συντρίμμια, λόγια φθαρμένα, τρίμματα, είναι η κληρονομιά μου… αυτά θα ορίσουν τη ζωή σου…  και να θυμάσαι…

« Η μισή αλήθεια βρίσκεται σ’ αυτά που λες. Η άλλη μισή στον τρόπο που τα λες… Η αλήθεια θέλει χάρη να την διηγηθείς ..Είναι η αρχιτεκτονική των αισθημάτων μας. Μελωδεί το κάλλος, εν αρμονία ανθεί… πρόσεξε… «Κέλομαί Σε Γογγύλα…» ..βραχύ, βραχύ, μακρό… βραχύ, βραχύ, μακρό… Τα ψιλόλιγνα ιώτα να λυγάνε σα στάχυα, η φωνή να κυματίζει.. στη βάση της να ηχεί τύμπανο, οι συλλαβές ν’ ανεβαίνουν  φτερωτές στις χορδές της άρπας… έχει βάσανο τούτος ο δρόμος.. μέχρι να μπορέσεις να σηκώσεις το καθημερινό σου βάρος ένα ελάχιστο πάνω απ’ το χώμα… Τούτη η ανάταση είναι η ποίηση… ένας κόσμος πάνω απ’ τον κόσμο, μια θάλασσα πάνω απ’ τη θάλασσα.. Τότε οι δρόμοι, τα σπίτια,  οι τόποι, τα δέντρα θα σε σιμώνουν με αγάπη και εμπιστοσύνη.. περιμένουν από σένα να τους δώσεις φωνή… και ακόμη

Η ωραιότητα στη Φύση έχει πάντα το αντίστοιχό της στο γυναικείο κορμί… Είναι η γυναίκα γη και πηγή  και  φύλλωμα ..Να κλείνεις τα μάτια και να νοιώθεις το φως της. Να σε φωτίζουν οι χαρές και τα δάκρυα της.. να μιλάς για τα κάλλη της και να μπερδεύονται στο στόμα σου τριαντάφυλλα… Είναι η ποίηση γυναίκα.. Θέλει ειλικρίνεια και έρωτα… Ξέρεις οι λέξεις όταν υμνούν τον έρωτα μυρίζουν περγαμόντο… Να νοιώθεις στη γυναίκα αυτό που είναι… Χνούδι κι ανατριχίλα στην άκρη από τα υγρά σου δάχτυλα, όταν σου δίνεται με μισοκλεισμένα μάτια… Τόσο βαθιά να σε πηγαίνει στις γεύσεις και τις ευωδιές… Μέχρι την άλλη όχθη.. Είναι η γυναίκα μια έκπληξη διαρκής, όμοια με το σώμα της γλώσσας μας και κάτεχε άλλη όχθη δεν υπάρχει… μόνο κόπος και πόνος και όσο θα κατακτάς τούτα τα σώματα τόσο η ηδονή θα απλώνεται ατέρμονη»… τ’ όνομά μου είναι Ψάπφα είπε και εχάθη…

«Οδυσσέα που τριγυρνάς παιδάκι μου… Έλα και σε περιμένει ο παππούς σου να πάτε μέχρι το λιοτρίβι…». Το μικρό αγόρι άκουσε τη φωνή της μάννας του που βγήκε  ανήσυχη να τον περιμαζέψει, καθώς ήξερε καλά το παιδί της, αχμάκης και αλαφροϊσκιωτος, που επινοούσε και διηγιόταν ιστορίες τόσο γοητευτικές, που φάνταζαν αληθινές σαν ποιήματα…

* Γλυκόπικρος, πάλι, με συγκλονίζει ο έρωτας… παράλυσε τα μέλη του κορμιού μου… της φιλενάδας χαϊδεύεις τα απαλά βυζιά…

ΒΑΣΙΛΑΚΙ 9/6/2016

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Περίπατος

Στάθηκε μια στιγμή αποσταμένος. Κοίταξε γύρω του  σκόρπια στο χώμα κομμάτια από σπασμένες κολώνες , το περίγραμμα του ναού ,  ό,τι είχε απομείνει σε μια αδρή κάτοψη, πλάκες , απομεινάρια από αναθήματα,  όλα τυλιγμένα από τ’ αγριόχορτα, απ’ αγριολούλουδα , πόσες Άνοιξες , σκέφτηκε, ήρθαν και τα στόλισαν, πόσες βροχές έπλυναν τούτα τα κουφάρια, πόσα ηλιοκάματα έψησαν τα σώματά τους… Ερχόμαστε από μακριά σκέφτηκε. Τούτες οι πέτρες εμείς, τούτοι οι θάνατοι εμείς, τα λυμένα κουφάρια μας, και η συγκίνηση ήταν μεγάλη, καθώς το βλέμμα σταμάτησε στην ακίνητη σαύρα πάνω στο σπασμένο μάρμαρο. « Εναπόκειται στην ικανότητα του νου μας να ανασυνθέτει την ιστορία από τα ερείπια της τέχνης»  μονολόγησε. « Για την ακρίβεια να συλλαβίζει  την ομορφιά με την καρδιά του» συνέχισε τη σκέψη του. « Τούτα τα σκόρπια χαλάσματα ότι απομένει από τα παλιά και φορτώνει τις ψυχές μας» … και ο νους του πέταξε   στην τέχνη που διακόνευε

 «Μη δεν είναι και η ποίηση, η ομορφιά της, στίχοι απομεινάρια που αποθησαυρίζει η  συλλογική μας μνήμη;  Στίχοι που σώζονται σαν αποφθέγματα και ανεβαίνουν κάθε τρεις και λίγο στα στόματά μας;   Στίχοι σηματωροί που μας στοιχειώνουν, βάλσαμο στις πληγές μας ;  Μακάριοι όσοι στόχευσαν σε κορυφές ψηλές και άφθαστες  Μακάριοι οι ανικανοποίητοι. Η τέχνη τους , τα συντρίμμια της οδύνης τους. Το ανικανοποίητο τους η παρακαταθήκη τους. Προσκυνώ Διονύσιο Σολωμό και προσκυνώ Γιαννούλη  Χαλεπά Προπλάσματα από  λόγια, προπλάσματα από πηλό… Γράφει σκίζει, γράφει σκίζει… πλάθει λιώνει, πλάθει λιώνει.. . καμιά μορφή δεν ικανοποιεί το όραμά τους… Η διαρκής επανάσταση, η διαρκής αμφισβήτηση, η διαρκής ανατροπή. Να μην επαναπαύεται ποτέ η ψυχή, να υποπτεύεται το εύκολο, να φεύγει μακριά από  την εφήμερη επευφημία. Τέχνη είναι να είσαι κάθε στιγμή στην αρχή. Να αμφισβητείς και να επαναπροσδιορίζεις ξανά και ξανά το πρώτο βήμα»

Να μην επαναπαύεται ποτέ η ψύχη… να μην επαναπαύεται ποτέ η ψυχή…  επαναλάμβανε όλο εκείνο το πρωί ώσπου γύρισε σπίτι του και έσκυψε ξανά στα χαρτιά του…

ΒΑΣΙΛΑΚΙ 6/6/2016